Στις Ηνωμένες Πολιτείες το Ανώτατο Δικαστήριο είναι ο τελικός κριτής δικαστικών αποφάσεων. Οι αποφάσεις όλων των δικαστηρίων στις ΗΠΑ μπορεί να καταλήξουν εκεί για μια τελεσίδικη απόφαση – από απλές δικαστικές αποφάσεις μέχρι τη συνταγματικότητα νόμων. Εχει μόνο εννέα μέλη. Κάποιος για να γίνει μέλος του Ανώτατου Δικαστηρίου πρέπει πρώτα να προταθεί από τον πρόεδρο και μετά να ψηφισθεί από τη Γερουσία. Ο διορισμός δεν έχει χρονικό όριο, τα μέλη παραιτούνται όποτε το επιθυμούν. Ο δικαστής Κένεντι, που αποφάσισε να συνταξιοδοτηθεί φέτος, είναι 82 χρονών και είχε διορισθεί από τον Ρέιγκαν το 1988.
Η συνταξιοδότηση του δικαστή Κένεντι έδωσε τη δυνατότητα στον πρόεδρο Τραμπ να προτείνει τον ομοσπονδιακό δικαστή Κάβανο ως αντικαταστάτη. Δεν είχε καν προλάβει να ανακοινωθεί η πρόταση διορισμού, όταν μόλις 30 λεπτά αργότερα ο αρχηγός των Δημοκρατικών στη Γερουσία είπε ότι θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να εμποδίσει μια τέτοια εξέλιξη. Ακολούθησαν πολλοί άλλοι δημοκρατικοί γερουσιαστές, καταδικάζοντας τον Κάβανο ως το απόλυτο κακό, ενώ αριστερές οργανώσεις οργάνωσαν την ίδια μέρα διαδηλώσεις.
Ο διορισμός του Κάβανο θα δημιουργούσε μια σταθερή συντηρητική πλειοψηφία στο Ανώτατο Δικαστήριο, βάζοντας έναν φραγμό στη συνήθεια των Αμερικανών αριστερών να χρησιμοποιούν το Ανώτατο Δικαστήριο ως ένα νομοθετικό σώμα, επιβάλλοντας πολιτικές που κανένας πρόεδρος και κανένα Κογκρέσο δεν είχε νομοθετήσει. Στις δεκάδες ώρες εξέτασης από την ειδική επιτροπή της Γερουσίας, στις 300 αποφάσεις του και στα δέκα χρόνια του ως ομοσπονδιακός δικαστής δεν βρήκαν τίποτα οι Δημοκρατικοί για να μπορέσουν να τον αποκαλέσουν ακραίο. Είχε την υποστήριξη πολλών ανεξάρτητων φορέων, τον σεβασμό του κλάδου του, είχε αποφοιτήσει από τη Νομική του Yale και είχε διδάξει νομικά στο Yale και το Harvard. Είχε όλα τα προσόντα για το Ανώτατο Δικαστήριο.
Και ενώ η διαδικασία είχε τελειώσει και έμενε βασικά η ψηφοφορία, βγήκε διαρροή σε μέσο ενημέρωσης για την υπόθεση Φορντ, μια καθηγήτρια που κατηγορούσε τον Κάβανο ότι κάποτε τη δεκαετία του ’80 είχε προσπαθήσει να τη βιάσει. Αμέσως οι Δημοκρατικοί ζήτησαν τη διακοπή της διαδικασίας και την αρχή έρευνας του FBI. Επίσης η Φορντ δεν μπορούσε να εξεταστεί από την επιτροπή της Γερουσίας γιατί η απόπειρα βιασμού τής είχε δημιουργήσει κλειστοφοβία και δεν μπορούσε να πετάξει με αεροπλάνο.
Τελικά, όταν ήρθε η Φορντ να καταθέσει στην Ουάσινγκτον, αποκαλύφθηκε ότι ταξίδεψε με αεροπλάνο. Επίσης αποδείχθηκε ότι μετακινείται συχνά με αεροπλάνο, ταξιδεύοντας σε μέρη όπως η Κόστα Ρίκα, η Χαβάη και η Γαλλική Πολυνησία. Και ενώ θυμόταν λεπτομέρειες για τη μέρα της υποτιθέμενης απόπειρας βιασμού, ότι είχε πιει μόνο μία μπίρα ή ότι δεν είχε πάρει φάρμακα, δεν θυμόταν το πότε και το πού. Σε διάφορες στιγμές είχε δώσει διαφορετικές απαντήσεις, πότε στις αρχές του ’80, πότε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ή το καλοκαίρι του ’82. Είπε ότι η απόπειρα βιασμού ήταν μια «ανακτηθείσα μνήμη» κατά τη διάρκεια ψυχοθεραπείας. Αρνήθηκε ωστόσο να δώσει στη Γερουσία τις σημειώσεις από αυτές τις συνεδρίες. Εδωσε όμως τα ονόματα τριών μαρτύρων που ισχυρίστηκε ότι ήξεραν τι έγινε. Και οι τρεις μάρτυρες -μεταξύ αυτών η στενή της φίλη- αρνήθηκαν ενόρκως ότι είχαν την οποιαδήποτε γνώση της υποτιθέμενης απόπειρας βιασμού.
Τα ΜΜΕ στις ΗΠΑ αφιέρωσαν το 90% της κάλυψης του γεγονότος στις κατηγορίες της Φορντ και μόνο το 10% στην υπεράσπιση του Κάβανο. Τα ελληνικά ΜΜΕ, ακολουθώντας τις αριστερές παραδόσεις, είχαν την ίδια στάση. «Κατάθεση-φωτιά καίει τον εκλεκτό του Τραμπ για το Ανώτατο Δικαστήριο» η «Αυγή», ενώ η «Καθημερινή»: «Τα αδικήματα του Κάβανο διαπράχθηκαν εν ψυχρώ, καθώς ο γόνος εύπορης οικογένειας και φοιτητής του Yale δεν ανησύχησε ούτε στιγμή ότι τα θύματά του θα κατέφευγαν στις Αρχές για να τον καταγγείλουν».