Στο θέμα διαρκείας με το κράτος των Σκοπίων είναι προφανές ότι η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύεται. Αυτό που δεν γίνεται συνήθως αντιληπτό είναι με ποιον διαπραγματεύεται. Οι Σκοπιανοί διαπραγματεύονται με την ελληνική πλευρά προσπαθώντας να πετύχουν όσο το δυνατόν περισσότερες παραχωρήσεις. Η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύεται με την ελληνική κοινή γνώμη, προσπαθώντας να πετύχει τις περισσότερες δυνατές υπαναχωρήσεις της πλευράς που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί – με το μικρότερο βιώσιμο πολιτικό κόστος.
Το ότι η ελληνική πλευρά δεν διαπραγματεύεται φάνηκε από το «Σχέδιο Νίμιτς». Εκεί είναι προφανές ότι η ελληνική πλευρά δεν διαπραγματεύεται και η μόνη έννοια της υποτίθεται δική μας πλευράς είναι πως θα παρουσιάσει μια καταστροφική ήττα ως μια αναπόφευκτη και ρεαλιστική λύση. Έτσι για παράδειγμα στο συγκεκριμένο σχέδιο διαβάζουμε ότι «Σύμφωνα με το κείμενο που κατέθεσε στους δύο διαπραγματευτές ο κ. Νίμιτς, δεν υπάρχει αναφορά σε υποχρεωτική αλλαγή του Συντάγματος της πΓΔΜ προκειμένου να αλλάξει η σημερινή συνταγματική ονομασία ή άλλα σημεία που κατά ορισμένους έχουν αλυτρωτικό περιεχόμενο.” Ή σε άλλο μέρος «Το αρχικό στάδιο προβλέπει ότι μετά την υιοθέτηση του σχετικού ψηφίσματος για τη νέα επίσημη ονομασία από το Συμβούλιο Ασφαλείας, αυτή θα χρησιμοποιείται «σε όλα τα επίσημα πολυμερή διεθνή πλαίσια, συμπεριλαμβανομένων συναντήσεων, συνθηκών, συμφωνιών και επίσημων εγγράφων». Επιπλέον, η πΓΔΜ θα πρέπει να καταβάλλει «τις καλύτερες προσπάθειές της» ώστε η νέα ονομασία «να χρησιμοποιείται στο σύστημα των Ηνωμένων Εθνών και σε άλλους πολυεθνικούς οργανισμούς».
Όταν στο Σχέδιο Νίμιτς γίνεται μνεία ότι είναι αναμενόμενο ότι η πλευρά των Σκοπίων θα «καταβάλλει «τις καλύτερες προσπάθειές της» φαίνεται ότι κανείς δεν θυμάται ότι οι Σκοπιανοί έχουν παραβιάσει κάθε δέσμευση που είχαν αναλάβει με την λεγόμενη ενδιάμεση συμφωνία του 1995. Το γεγονός ότι παρουσιάζεται ένα σχέδιο όπου η Ελλάδα κάνει όλες τις υπαναχωρήσεις εξ αρχής περιμένοντας ότι τα Σκόπια θα τηρήσουν δεσμεύσεις στο μέλλον – όταν πλέον δεν θα έχουν κανένα κίνητρο για να τηρήσουν αυτές τις δεσμεύσεις – δείχνει πόσο μονομερής είναι η τωρινή «διαπραγμάτευση.»
Η ελληνική πλευρά δεν διαπραγματεύεται με τους Σκοπιανούς, απλά προσπαθεί να διαχειριστεί επικοινωνιακά την ήττα στο εσωτερικό της Ελλάδας. Εξάλλου η δυνατότητα διαπραγμάτευσης δεν ανήκει στην εργαλειοθήκη ικανοτήτων της ελληνικής πολιτικής τάξης γενικώς. Η ελληνική πολιτική τάξη έχει για δεκαετίες εκπαιδευτεί στην αφισοκόλληση, το κόψιμο της κορδέλας και την ακατάσχετη προοδευτική μπαρουφολογία. Με αυτές τις ικανότητες είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπίσεις ανθρώπους που έχουν ως σκοπό να πετύχουν διπλωματικά κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που θα ήθελες να πετύχεις εσύ. Σε αυτή την περίπτωση απλά βαφτίζεις την παράδοση άνευ όρων ως μια ρεαλιστική και βιώσιμη λύση και επιστρέφεις στα εύκολα που ξέρεις.