Την Δευτέρα στην Ολομέλεια της Βουλής κατατέθηκε ένσταση αντισυνταγματικότητας κατά άρθρων του νομοσχεδίου του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) από την Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ.
Η αξιωματική αντιπολίτευση εμφανίζει ως «ιδιωτικοποίηση» του νερού στη χώρα μας, τα άρθρα που αφορούν τη δημιουργία της νέας Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ).
Ως αντιλέγων από την πλευρά της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας, εξήγησα τους λόγους για τους οποίους η ένσταση αντισυνταγματικότητας κατά του νομοσχεδίου δεν ευσταθεί. Συγκεκριμένα:
Πρώτον, το νομοσχέδιο αποτελεί τον πρώτο νόμο του κράτους που καταγράφει συγκεκριμένα ποιοι μπορούν είναι οι πάροχοι υπηρεσιών ύδατος στην Ελλάδα και καλύπτει ένα κενό στη νομοθεσία. Στο νομοσχέδιο (άρθρο 3, παράγραφος 2) αναφέρονται ονομαστικά ως «πάροχοι» οι δημόσιοι και δημοτικοί φορείς και ιδιαίτερα σε ότι αφορά τους Δήμους οι ΔΕΥΑ. Το νομοσχέδιο διασφαλίζει δηλαδή το δημόσιο χαρακτήρα των παρόχων υπηρεσιών ύδατος.
Δεύτερον, οι συγκεκριμένες αποφάσεις (190/2022, 191/2022) του ΣτΕ έκριναν αντισυνταγματική τη μεταβίβαση της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ στην ΕΕΣΥΠ (το λεγόμενο Υπερταμείο) κάτι που είχε επιχειρηθεί με τον Νόμο 4389/2016 από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, παράλληλα με την υποθήκευση όλης της δημόσιας περιουσίας για 99 χρόνια.
Το ΣτΕ με τις αποφάσεις του ορίζει ότι το κράτος οφείλει να ασκεί τον έλεγχο της ΕΥΔΑΠ γιατί οι συνθήκες παροχής των υπηρεσιών της είναι μονοπωλιακές και γιατί τα δίκτυά της είναι τα μοναδικά στην περιοχή και ανήκουν στην ιδιοκτησία της. Άρα είναι συνταγματικά επιβεβλημένος ο έλεγχος της ΕΥΔΑΠ από το κράτος και μέσω της μετοχικής της σύνθεσης.
Ωστόσο, το νομοσχέδιο του ΥΠΕΝ δε ρυθμίζει σε κανένα άρθρο του το ιδιοκτησιακό καθεστώς των παρόχων υπηρεσιών ύδατος. Ούτε ασχολείται με τη μετοχική τους σύνθεση. Το νομοσχέδιο ασχολείται με την εποπτεία των παρόχων. Επιπλέον, οι ίδιες οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας δέχονται ρητά το θεμιτό της δημιουργίας Ανεξάρτητης Ρυθμιστικής Αρχής για τα ύδατα, άρα δεν τίθεται κανένα θέμα αντισυνταγματικότητας σχετικά με την δημιουργία της.
Τρίτον, το νομοσχέδιο σε κανένα άρθρο του δεν προβλέπει ότι η ΡΑΑΕΥ θα αποφασίζει για την τιμολογιακή πολιτική. Η νέα ρυθμιστική αρχή έχει καθαρά εποπτικές και γνωμοδοτικές αρμοδιότητες. Οι κανονιστικές αρμοδιότητες για την κοστολόγηση του νερού παραμένουν αρμοδιότητα των Υπουργών και για το σκοπό αυτό εκδίδουν Κοινή Υπουργική Απόφαση (άρθρο 34, παράγραφος 6). Επομένως το κράτος βάζει τους κανόνες. Η νέα ανεξάρτητη αρχή θα εξασφαλίζει ότι αυτοί οι κανόνες τηρούνται.
Τέταρτον, με το νομοσχέδιο έχουμε σαφή διάκριση ελεγκτή και ελεγχόμενου, κάτι που υπηρετεί και το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος. Με τον τρόπο αυτό ενισχύονται τα δικαιώματα των πολιτών, οι οποίοι θα μπορούν να απευθυνθούν σε ανεξάρτητη αρχή σε περίπτωση που παραβιάζονται τα δικαιώματά τους. Ο έλεγχος από μια ρυθμιστική αρχή είναι επιβεβλημένος για τη δημόσια υγεία και την ασφάλεια των πολιτών, καθώς σε πολλές περιπτώσεις ανά την Ελλάδα δεν υπάρχουν δημοσιευμένα στοιχεία για την ποιότητα του πόσιμου νερού, όπως ορίζεται από τη νομοθεσία.
Επομένως, η ένσταση αντισυνταγματικότητας του ΣΥΡΙΖΑ είναι προσχηματική και δεν αγγίζει τα πραγματικά προβλήματα των πολιτών, που είναι:
- Αν ελέγχεται η σχέση ανταποδοτικότητας στην ύδρευση
- Αν ελέγχεται η σχέση παραγωγής και κατανάλωσης
- Αν ελέγχεται η σπατάλη του φυσικού πόρου στην άρδευση
- Αν ελέγχεται η ποιότητα του νερού που καταναλώνουμε
- Αν οι πολίτες πληρώνουν τα αντίστοιχα με τα κόστη παραγωγής
Το νομοσχέδιο με σεβασμό στο Σύνταγμα δίνει λύσεις προς την κατεύθυνση αυτή. Διατηρώντας τον εξουσιαστικό και κανονιστικό ρόλο του κράτους και στην κυριότητα των υποδομών και στην τιμολόγηση του νερού.
Παναγής Καππάτος
Βουλευτής Κεφαλονιάς και Ιθάκης
Ολόκληρη η ομιλία του κ. Καππάτου στην ολομέλεια της Βουλής
Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.
Επειδή προσβάλλονται τέσσερα τμήματα του νομοσχεδίου ως αντισυνταγματικά, θα χρειαστώ περισσότερο χρόνο, όπως και ο συνάδελφος.
Κύριοι Υπουργοί, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όπως προανέφερα, κατατέθηκε ένσταση αντισυνταγματικότητας σε τέσσερα τμήματα του νομοσχεδίου. Το πρώτο τμήμα είναι η ένσταση αντισυνταγματικότητας επί των άρθρων 4, 5, 7, 11, 12 και 15 που αφορούν το νερό. Αυτό που ακούγεται τόσες μέρες θεωρώ ότι είναι μία ένσταση για επικοινωνιακούς λόγους με το επιχείρημα ότι το νομοσχέδιο αποτελεί τη βάση επί της οποίας επιχειρείται η ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών παροχής ύδατος, στην ύδρευση και άρδευση.
Η ένσταση, λοιπόν, αυτή δεν ευσταθεί, δεν έχει νομική βάση και σας καλώ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να την καταψηφίσετε. Και πριν εξηγήσω τους λόγους, θα ήθελα να αναφερθώ σύντομα στις επίμαχες πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, την Απόφαση 190/2022 και την Απόφαση 191/2022.
Με αυτές τις αποφάσεις της, λοιπόν, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματική τη μεταβίβαση της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ ΑΕ στην Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών & Περιουσίας ΑΕ, το λεγόμενο «υπερταμείο», κάτι που είχε επιχειρηθεί με τον ν. 4389/2016 που ψήφισε τότε η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Διότι δεν ξεχνάμε ότι αυτό που καμία ελληνική κυβέρνηση δεν είχε δεχθεί, το έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ με το μνημόνιο Τσίπρα, την υποθήκευση δηλαδή όλης της δημόσιας περιουσίας για ενενήντα εννέα χρόνια.
Και τι μας λέει το Συμβούλιο της Επικρατείας για την ΕΥΔΑΠ και την ΕΥΑΘ συγκεκριμένα; Ότι το κράτος οφείλει να ασκεί τον έλεγχο της ΕΥΔΑΠ, γιατί οι συνθήκες παροχής των υπηρεσιών της είναι μονοπωλιακές και γιατί τα δίκτυά της είναι τα μοναδικά στην περιοχή που ανήκουν στην ιδιοκτησία ΕΥΔΑΠ ΑΕ. Άρα, είναι συνταγματικά επιβεβλημένος ο έλεγχος της ΕΥΔΑΠ από το κράτος και μέσω της μετοχικής της σύνθεσης. Άρα, οι αποφάσεις του ΣτΕ αναφέρονται στον μονοπωλιακό χαρακτήρα της υπηρεσίας και στη μοναδικότητα του δικτύου και ότι εξαιτίας αυτών των χαρακτηριστικών δεν μπορεί να γίνει αποκρατικοποίηση της εταιρείας.
Όμως, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το νομοσχέδιο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας που συζητάμε δεν ρυθμίζει σε κανένα άρθρο του το ιδιοκτησιακό καθεστώς, ούτε ασχολείται έστω έμμεσα με τη μετοχική σύνθεση των εταιρειών. Το νομοσχέδιο ασχολείται με την εποπτεία των παρόχων υπηρεσιών ύδατος, με τον έλεγχό τους. Επιπλέον, και για την οικονομία της συζήτησης, οι ίδιες οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας δέχονται ρητά το θεμιτό της δημιουργίας ανεξάρτητης αρχής για τα ύδατα, άρα δεν τίθεται κανένα θέμα αντισυνταγματικότητας σχετικά με την ύπαρξή της.
Και συνεχίζω. Με βάση τα όσα ανέφερα για τις αποφάσεις του ΣτΕ, θέμα αντισυνταγματικότητας του νομοσχεδίου, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν τίθεται για τέσσερις λόγους περιληπτικά. Πρώτος λόγος: Δεν υπάρχει ζήτημα αντισυνταγματικότητας, γιατί το κείμενο του νομοσχεδίου που συζητάμε θα είναι ο πρώτος νόμος του κράτους στον οποίο θα αναφέρονται συγκεκριμένα ποιοι είναι οι πάροχοι υπηρεσιών ύδατος στην Ελλάδα και έτσι καλύπτεται ένα κενό στην υφιστάμενη νομοθεσία. Συγκεκριμένα, το άρθρο 3 παράγραφος 2 του νομοσχεδίου, όπως και το άρθρο 1 της αιτιολογικής έκθεσης. Στους ορισμούς του άρθρου 3 ως πάροχοι υπηρεσιών ύδατος αναφέρονται οι δημόσιοι και δημοτικοί φορείς και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τους δήμους, οι δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης. Η άποψη, λοιπόν, ότι υποκρύπτεται πρόθεση ιδιωτικοποίησης προσκρούει στην ίδια τη λογική, διότι σε αυτή την περίπτωση δεν θα γινόταν ρητή αναφορά για τους φορείς που μπορούν να αναλάβουν αυτή την υπηρεσία.
Δεύτερος λόγος: Δεν υπάρχει ζήτημα αντισυνταγματικότητας, γιατί σε κανένα μέρος του νομοσχεδίου δεν αναφέρεται ότι η νέα ρυθμιστική αρχή θα αποφασίζει για την τιμολογιακή πολιτική. Η νέα ρυθμιστική αρχή έχει καθαρά εποπτικές και γνωμοδοτικές αρμοδιότητες. Οι κανονιστικές αρμοδιότητες για την κοστολόγηση του νερού παραμένουν αρμοδιότητα των Υπουργών και για τον σκοπό αυτό εκδίδουν κοινή υπουργική απόφαση. Διαβάζω το άρθρο 34 παράγραφος 6 του νομοσχεδίου: «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Οικονομικών και
Εσωτερικών, κατόπιν γνώμης της Γνωμοδοτικής Επιτροπής της παραγράφου 3 του άρθρου 4 και εισήγησης της Ρ.Α.Α.Ε.Υ., προς την Επιτροπή, καθορίζονται οι γενικοί κανόνες κοστολόγησης και τιμολόγησης υπηρεσιών ύδατος, τα μέτρα βελτίωσης αυτών…» κ.λπ.. Άρα, έχουμε και πάλι επιχειρήματα από την Αξιωματική Αντιπολίτευση που προσκρούουν στην ίδια τη λογική.
Πώς επιχειρείται, άραγε, η ιδιωτικοποίηση, όταν με το νομοσχέδιο η κανονιστική αρμοδιότητα για την τιμολόγηση του νερού παραμένει ευθύνη των Υπουργών; Το κράτος, το δημόσιο είναι αυτό που βάζει τους κανόνες. Η νέα ανεξάρτητη αρχή θα εξασφαλίζει ότι αυτοί οι κανόνες τηρούνται.
Τρίτος λόγος: Δεν υπάρχει ζήτημα αντισυνταγματικότητας γιατί με τη δημιουργία ρυθμιστικής αρχής έχουμε σαφή διάκριση ελεγκτή και ελεγχόμενου, κάτι που υπηρετεί και το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος. Με τον τρόπο αυτό, ενισχύονται τα δικαιώματα των πολιτών, οι οποίοι θα μπορούν να απευθυνθούν σε ανεξάρτητη αρχή σε περίπτωση που παραβιάζονται τα δικαιώματά τους.
Ο έλεγχος σήμερα είναι πλημμελής και γι’ αυτό απαιτείται συστηματικά να ελέγχει, να εποπτεύει μια δημόσια ανεξάρτητη αρχή. Έχουμε τριακόσιες δημοτικές επιχειρήσεις και χρειάζεται διαφάνεια και έλεγχος. Μόλις το 40% των δημοτικών επιχειρήσεων σήμερα υποβάλλει συστηματικώς στοιχεία στο κεντρικό πληροφοριακό σύστημα. Όμως, και πάλι η ορθότητα αυτών των στοιχείων δεν ελέγχεται. Άρα, ελεγκτής των επιχειρήσεων αυτών δεν μπορεί να είναι ο εαυτός τους, αλλά μια ανεξάρτητη αρχή.
Τέταρτος λόγος: Το Σύνταγμα ορίζει ότι το κράτος πρέπει να μεριμνά για τη δημόσια υγεία. Σας λέω χαρακτηριστικά ότι το 60% των δημοτικών επιχειρήσεων δεν δημοσιεύει στοιχεία για την ποιότητα του νερού που καταναλώνουν οι πολίτες. Δεν γνωρίζουμε την ποιότητα του πόσιμου νερού. Δεν υπηρετεί, λοιπόν, το Σύνταγμα η ύπαρξη εποπτικής αρχής για τον έλεγχο, όπως ορίζει και η ευρωπαϊκή νομοθεσία; Δεν χρειάζονται βοήθεια οι δημοτικές επιχειρήσεις από μια εξειδικευμένη δημόσια αρχή;
Περαιτέρω το άρθρο 21 του Συντάγματος εισάγει την αρχή της αειφορίας και την προστασία του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων. Από τα στοιχεία που έχουμε φαίνεται ότι σήμερα χάνεται το 35% του νερού σε απώλειες. Δεν υπάρχουν μηχανισμοί μέτρησης απωλειών. Είναι γνωστό ότι χάνουμε πάρα πολύ νερό, ειδικά στην άρδευση. Δεν μπορεί να γίνει σοβαρή διαχείριση των επιφανειακών και υπογείων υδάτων χωρίς μια εξειδικευμένη ρυθμιστική αρχή. Άρα, κύριε Πρόεδρε, θεωρώ ότι το νομοσχέδιο υπηρετεί το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος. Το νομοσχέδιο με σεβασμό στο Σύνταγμα δίνει λύσεις προς την κατεύθυνση αυτή, διατηρώντας τον εξουσιαστικό και κανονιστικό ρόλο του κράτους και στην κυριότητα των υποδομών και στην τιμολόγηση.
Έρχομαι πολύ γρήγορα στις άλλες τρεις αιτιάσεις αντισυνταγματικότητας προς το νομοσχέδιο και πιο συγκεκριμένα στο άρθρο 162 παράγραφος 8 που αφορά τη μετεγκατάσταση της Ακρινής Κοζάνης. Με το άρθρο αυτό καταργείται ρητώς η νομοθετική υποχρέωση μετεγκαταστάσεως του οικισμού. Στο πλαίσιο της δίκης το δημόσιο επικαλέστηκε ότι ενόψει αλλαγής των δεδομένων και του συναφούς νομοθετικού πλαισίου, νέο ΕΣΕΚ λόγου χάριν, που αναστέλλει την πρόοδο της επεκτάσεως των λιγνιτωρυχείων, έχει σιωπηρώς καταργηθεί η οικεία υποχρέωση.
Το ΣτΕ δεν επείσθη και ένεκα παραλείψεως από το κράτος εκδόσεως Προεδρικού Διατάγματος, Πράξεων περί μη μετεγκαταστάσεως, κλπ, ακύρωσε την παράλειψη αυτή της Διοίκησης, την επί δέκα και έντεκα χρόνια –αν θέλετε- παράλειψη της Διοίκησης. Δεν προσβάλλεται όμως το δεδικασμένο άρθρο 10 του Συντάγματος, αλλά αλλάζει, καταργείται ρητώς ό,τι ίσχυε απλώς. Άρα, δεν έχουμε καμία παραβίαση του Συντάγματος.
Προστασία δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του άρθρου 25 δεν τίθεται διότι επί έτη ως εκ των ειρημένων ήταν σαφές ότι δεν θα επεκταθούν τα λιγνιτωρυχεία. Αντισταθμίσαμε τα κίνητρα παραμονής κατοίκων, είπαν «Ναι», ΥΠΕΝ, ενεργειακή κοινότης, κλπ. Άρα, δεν υφίσταται κανένα θέμα αντισυνταγματικότητας ως προς το άρθρο 162, παράγραφος 8.
Έρχομαι στο άρθρο 216, προτελευταίο εδάφιο, για το οποίο προβάλλετε αίτημα αντισυνταγματικότητας και αφορά τις οικοδομικές άδειες σε μη δασικού χαρακτήρα εκτάσεις. Ο νόμος μιλούσε για οικοδομικές άδειες σε δασικού χαρακτήρα εκτάσεις αδιακρίτως, δηλαδή υλοποιηθείσες και μη. Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας 1364/2021 ομιλεί περί μη προστασίας και μη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Κατά το άρθρο 24, παράγραφος 1, του Συντάγματος δήλωνε ότι προέχει της όποιας δικαιολογημένης εμπιστοσύνης η προστασία των δασών και της φύσεως, καθ’ ότι πρόκειται περί μη εισέτι υλοποιηθεισών αδειών σε δάση και δασικές εκτάσεις που χαίρουν αυξημένης συνταγματικής προστασίας.
Εξάλλου εξαιρούνται με το νομοσχέδιο οι οικοδομικές άδειες που καλύπτονται από το τεκμήριο νομιμότητας, ακόμη και μη υλοποιηθείσες, σε μη δασικού χαρακτήρα εκτάσεις, δηλαδή χορτολιβαδικά, βραχώδεις εκτάσεις, εφ’ όσον εξεδόθησαν έως τον ν. 4280/2014.
Και τέλος, ως προς το προτεινόμενο άρθρο 253, παράγραφος 1, για τη διόρθωση ορίων οικισμών, πρόκειται περί μεταβατικής ρυθμίσεως που δεν θίγει την προστασία του περιβάλλοντος ή πολεοδομικές συνταγματικές επιταγές του άρθρου 24, παράγραφος 1 και 2 του Συντάγματος. Εάν ετίθετο συνταγματικό ζήτημα, τούτο θα αφορούσε μόνον τη δυνατότητα τούτο να γίνεται με υπουργική απόφαση, αντί προεδρικού διατάγματος άρθρου 43, παράγραφος 2, του Συντάγματος. Προεδρικά διατάγματα θα εκδοθούν ούτως η άλλως με τα νέα τοπικά πολεοδομικά σχέδια για το σύνολο της επικρατείας. Μέχρι τότε όμως και καθ’ όσον πρόκειται περί ερμηνείας παλαιών και συχνά ασαφών κειμένων ή διαγραμμάτων –φανταστείτε ότι είναι διαγράμματα 1:5.000 από το 1985- για να μη σταματήσει η οικονομική ζωή στη χώρα μας όταν ιδίως πρόκειται για «γκρίζες» ζώνες και οι πολεοδομίες ζητούν διευκρινίσεις, πρέπει να μπορεί με υπουργική απόφαση κατόπιν γνώμης του ΚΕΣΥΠΟΘΑ να διορθώνονται ή να αποσαφηνίζονται σφάλματα. Πρόκειται, δηλαδή, όχι για δυνατότητα οριοθετήσεων ή επεκτάσεων, αλλά περί όλως εντοπισμένου ζητήματος με εξόχως λεπτομερειακό τεχνικό ή και τεχνικό χαρακτήρα. Άρα, ο Υπουργός δύναται να διαθέτει και, πολλώ μάλλον, να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα.
Δεν υφίσταται, λοιπόν, κανένα θέμα σε κανένα από τα τέσσερα τμήματα τα οποία θίγονται περί δήθεν αντισυνταγματικότητας, αλλά είναι λόγοι που κατατέθηκαν μόνο για εντυπωσιασμό και για κανέναν άλλο λόγο. Ζητώ να καταψηφίσετε το αίτημα αυτό περί της αντισυνταγματικότητας.