Όταν η καραντίνα, λόγω κορωνοϊού, σε έχει περιορίσει μέσα στο χώρο του σπιτιού σου, η ζωή γίνεται μονότονη όσο και αν προσπαθείς να τη στολίσεις με κάθε λογής δραστηριότητες.
Τα έχω δοκιμάσει όλα.
Καθαρίζω την αυλή δύο φορές την ημέρα.
Κλαδεύω κάθε μέρα σε σημείο που κοντεύουν να μείνουν μόνο οι ρίζες των δένδρων και φυτών.
Σκουπίζω το πλακόστρωτο πρωί και βράδυ.
Έχω καθαρίσει δεν ξέρω και εγώ πόσες φορές την αποθήκη και το γκαράζ σε βαθμό που έχουν… αδειάσει.
Διαβάζω δύο φορές την εφημερίδα μου.
Διαβάζω ότι βρω μπροστά μου. Ακόμα και παλιές ιατρικές συνταγές που λόγω… ιερογλυφικών χρειάζονται δέκα λεπτά για να διαβάσεις την κάθε μία!
Το απόθεμα των αδιάβαστων βιβλίων βρίσκεται στο ναδίρ.
Γενικά κάνω ότι μπορώ για να σπάσω τη μονοτονία αλλά δεν φαίνεται να τα καταφέρνω!
Μου λείπει ο θόρυβος των αυτοκινήτων που περνούσαν έξω από το σπίτι μου.
Μου λείπουν οι φωνές των παιδιών που δεν παίζουν πια στις αλάνες.
Μου λείπουν οι φωνές του πλανόδιου που έχει πια σταματήσει να περνά και να διαλαλεί τις πραμάτειες του.
Μου λείπει το καφεδάκι στο αγαπημένο μου στέκι.
Γενικά μου λείπουν αυτά που είχα και που τα περισσότερα δεν μου πολυάρεσαν τότε.
Παρόλα αυτά κάνω υπομονή γιατί έτσι πρέπει να κάνω. Το προστάζει η ανάγκη για την προστασία μας από αυτό τον αναθεματισμένο ιό.
Κάνω υπομονή και αναπολώ βλέποντας από τη βεράντα μου τη τόσο αλλαγμένη γειτονιά!
Τίποτα δεν είναι το ίδιο.
Μόνο οι γάτες και τα σκυλιά περιφέρονται ανέμελα και τα πουλιά του ουρανού.
Α, ναι. Και τα απορριμματοφόρα του δήμου. Αυτά συνεχίζουν τις τακτικές επισκέψεις τους σπάζοντας για λίγο, πολύ λίγο, τη μονοτονία!
Μετά πάλι η σιωπή.
Κι’ έτσι κάθομαι και σπάω το μυαλό μου να βρω κάτι διαφορετικό να κάνω. Μια νέα απασχόληση.
Κι’ όσο κάθεσαι και σκέπτεσαι, κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους, οι αναμνήσεις κάνουν χορό, λες και μόλις αποφοίτησαν από το Μπόλσοϊ και θέλουν να σε εντυπωσιάσουν! Άλλοτε ευχάριστες και άλλοτε δυσάρεστες σου κρατάνε συντροφιά και σε ταξιδεύουν σε χρόνια περασμένα.
Σου έρχονται στο νου γεγονότα και καταστάσεις που για κάποιο λόγο ρίζωσαν στη μνήμη σου…
Μια από αυτές τις θύμησες έχουν για πρωταγωνιστή ένα ζευγάρι ποδοσφαιρικά παπούτσια. Τα πρώτα πραγματικά ποδοσφαιρικά παπούτσια που φόρεσα και ανακουφίστηκαν τα πόδια μου.
Ήταν αρχές της δεκαετίας του 1960. Το ποδόσφαιρο στην Κεφαλλονιά δεν είχε ακόμα, όπως και κάθε τι άλλο, συνέλθει από τους καταστροφικούς σεισμούς του 1953.
Όλη η ποδοσφαιρική δράση γινόταν στο Μέτελα. Ο θεός να το έκανε γήπεδο. Ήταν ένας επίπεδος χώρος, γεμάτος πέτρες κάθε μεγέθους, που στις δύο άκρες του είχαν τοποθετηθεί τα δοκάρια. Έπεφτες κάτω και τσακιζόσουνα! Σε αυτό τον αφιλόξενο ποδοσφαιρικά χώρο έρεε το… αίμα της νεολαίας του Αργοστολίου.
Οι στολές των ομάδων κατά προσέγγιση όμοιες, οι μπάλες δερμάτινες με κορδόνι και βαριές. Όσο για τα παπούτσια μη το συζητάτε. Ήταν απλά της πλάκας. Οι περισσότεροι φορούσαμε παπούτσια τένις! Μετά από 5-6 σουτ σου πονούσανε τα πόδια! Γι’ αυτό και όταν ο αξέχαστος μικρός αδελφός του πατέρα μου, ο Βαγγέλης, μου έκανε στη γιορτή μου δώρο ένα ζευγάρι ποδοσφαιρικά παπούτσια πέταξα στα σύννεφα! Ήταν σαν η ομάδα μου να είχε κερδίσει τον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας!
Με τα παπούτσια αυτά έπαιξα μπάλα 5-6 χρόνια και τα εγκατέλειψα μόνο όταν άφησα πίσω μου τα πάντα για να αρχίσω, τον Ιανουάριο του 1970, το νέο κεφάλαιο της ζωής μου στη μακρινή και φιλόξενη Αυστραλία.
Μπορεί η… ένδοξη δράση των ποδοσφαιρικών μου παπουτσιών να σταμάτησε εκείνο το Γενάρη. Οι θύμησες, όμως, που σμίλεψαν παραμένουν πάντα ζωντανές.
Γιώργος Μεσσάρης
(ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ποδοσφαιρικά παπούτσια… Το δώρο που μ’ έκανε να πετάξω στα… σύννεφα!)