Νικόλαος Φαραντούρης*
Η σημερινή αμερικανική άρση της υποστήριξης του έργου ως «μη βιώσιμου» και «πεδίου έντασης στην περιοχή» υιοθετεί τις πάγιες θέσεις της Τουρκίας και προκαλεί ανεπίγνωστη αμηχανία στην ελληνική κυβέρνηση.
Θέτω τα εξής ερωτήματα προς την ελληνική κυβέρνηση:
⒈ Πίστεψε ποτέ πραγματικά στον αγωγό EastMed;
⒉ Αν ναι, φρόντισε να τον υπερασπιστεί εγκαίρως θωρακίζοντας το πρότζεκτ και αποσπώντας ισχυρές δεσμεύσεις, π.χ. στο πλαίσιο διμερών συμφωνιών (πρόσφατη ελληνοαμερικανική αμυντική συμφωνία κ.λπ.);
⒊ Αν όχι, γιατί προχώρησε στην πανηγυρική υπογραφή με τυμπανοκρουσίες το 2020 τριμερούς διακρατικής συμφωνίας για τον EastMed, χαρακτηρίζοντας το έργο «ιστορικής σημασίας», καθιστώντας έτσι ενδεχόμενη ματαίωσή του πολύ πιο οδυνηρή και ταπεινωτική;
⒋ Μετά την ολοκλήρωση της δρομολογούμενης ιδιωτικοποίησης της ΔΕΠΑ, που αποτελεί μαζί με την ιταλική Edison τους κύριους του έργου, ποιος (ιδιώτης) θεωρούσε ότι θα αναλάμβανε να χρηματοδοτήσει την κατασκευή ενός αγωγού εκτιμώμενου κόστους περί τα 6,86 δισ. δολάρια;
⒌ Τέλος, ανεξάρτητα από τον εάν πίστεψε ή όχι στο έργο και το στήριξε ή όχι επαρκώς, φρόντισε τουλάχιστον να εξασφαλίσει ότι σε περίπτωση ματαίωσης, η Ελλάδα θα ελάμβανε κάποια ισχυρά ανταλλάγματα (π.χ. αμερικανική πίεση στην Τουρκία για συνυποσχετικό για τη Χάγη για υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ, άρση του casus belli, ευρωπαϊκές εγγυήσεις και ανταλλάγματα στο πλαίσιο μιας συνδιάσκεψης για την Ανατολική Μεσόγειο);
Ας σταθούμε στα γεγονότα:
Ο EastMed σχεδιάστηκε για να φέρει τα κοιτάσματα φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου υποθαλάσσια στην Ευρώπη διά μέσου της Ελλάδας σε συνδυασμό με τον υλοποιούμενο (ήδη εκτός αρχικού χρονοδιαγράμματος) διασυνδετήριο ελληνο-βουλγαρικό αγωγό (IGB) και έναν άλλο μελλοντικό ελληνο-ιταλικό αγωγό, τον Poseidon. Η εταιρεία που σχεδιάζει και χρηματοδοτεί την ανάπτυξη του Poseidon είναι επίσης η εταιρεία που σχεδιάζει και χρηματοδοτεί την κατασκευή του αγωγού EastMed: μια κοινή κατά 50%-50% επιχείρηση της ελληνικής εταιρείας ΔΕΠΑ και της ιταλικής Edison.
Ο ΕastMed έλαβε στο παρελθόν ισχυρή διακυβερνητική στήριξη, όσο και γενναιόδωρη χρηματοδότηση των προκαταρκτικών τεχνοοικονομικών μελετών του από την Ε.Ε. Το 2013 το έργο εντάχθηκε από την Ε.Ε. στα λεγόμενα Εργα Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος, ενώ την περίοδο 2015-2018 η Ε.Ε. προχώρησε σε γενναιόδωρη χρηματοδότηση τεχνικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών μελετών ύψους πλέον των 49 εκατομμυρίων δολαρίων, οι οποίες χαρακτηρίζουν το έργο τεχνικά εφικτό και οικονομικά βιώσιμο.
Στις 20 Μαρτίου 2019 υπογράφτηκε στο Τελ Αβίβ διακρατική συμφωνία μεταξύ των τριών χωρών, παρουσία του Αμερικανού τότε υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, ο οποίος εξέφρασε την ισχυρή στήριξη των ΗΠΑ στο έργο αυτό, το οποίο θα διαφοροποιούσε τις πηγές ενέργειας και θα συνέβαλλε στην ασφάλεια εφοδιασμού της Ευρώπης. Σε συνέχεια της διακρατικής αυτής συμφωνίας, στις 2 Ιανουαρίου 2020 υπογράφτηκε πανηγυρικά στην Αθήνα η «Συμφωνία EastMed» μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ, η οποία εγκρίθηκε από τα αρμόδια νομοθετικά όργανα των τριών χωρών με στόχο την ολοκλήρωση του έργου μέχρι το 2025 (στη συνέχεια μετατέθηκε για το 2027).
Οι ΗΠΑ στο ανώτατο επίπεδο του επικεφαλής της διπλωματικής αντιπροσωπίας Μάικ Πομπέο αλλά και διά χειλέων προέδρου Tραμπ είχαν εκφράσει την αμέριστη συμπαράστασή τους σε ένα πρότζεκτ που έφερνε τις τρεις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου ακόμη πιο κοντά και προωθούσε, όπως υποστήριζαν, την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού και τη διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας της Ευρώπης. Βέβαια, στο παρελθόν δεν είχαν λείψει επιφυλάξει και ενστάσεις από διάφορους παράγοντες. Ωστόσο, η επίσημη θέση των ΗΠΑ όπως είχε εκφραστεί όλα αυτά τα χρόνια και μέχρι χθες ήταν εξαιρετικά υποστηρικτική.
Η σημερινή αμερικανική άρση της υποστήριξης του έργου ως «μη βιώσιμου» και «πεδίου έντασης στην περιοχή» υιοθετεί τις πάγιες θέσεις της Τουρκίας και προκαλεί ανεπίγνωστη αμηχανία στην ελληνική κυβέρνηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι το αμερικανικό non-paper κοινοποιήθηκε στις πρωτεύουσες όλων των εμπλεκόμενων χωρών της περιοχής: Αθήνα, Λευκωσία, Τελ Αβίβ.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η δημοσιοποίηση της αντίθεσης των ΗΠΑ στο πρότζεκτ έρχεται κατόπιν της επ’ αόριστον ανανέωσης της ελληνοαμερικανικής αμυντικής συμφωνίας του Οκτωβρίου, «στο υψηλότερο επίπεδο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων», κατά τις διατυπώσεις της κυβέρνησης. Και έναν μήνα μετά το βεβιασμένο και εν πολλοίς άδοξο ταξίδι Μητσοτάκη στη Μόσχα για τις τιμές του ρωσικού φυσικού αερίου.
Στα αρχικά ερωτήματα προς την ελληνική κυβέρνηση, οι απαντήσεις ενδεχομένως προκύπτουν από την ίδια την αλληλουχία των γεγονότων, που επιβεβαιώνουν ότι η επικοινωνιακή διαχείριση της εξωτερικής και ενεργειακής πολιτικής, χωρίς διορατικότητα, μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις είναι ο συντομότερος δρόμος για οδυνηρή και ταπεινωτική πτώση.
* Καθηγητής της Ευρωπαϊκής Εδρας Jean Monnet στο Δίκαιο Ενέργειας και Ανταγωνισμού και διευθυντής Μεταπτυχιακών στην Ενέργεια στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Διετέλεσε επί 10ετία διευθυντής Νομικών Υπηρεσιών και νομικός σύμβουλος στη ΔΕΠΑ και πρόεδρος της Νομικής Επιτροπής του EUROGAS στις Βρυξέλλες. Είναι σύμβουλος του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.
Πηγή: efsyn.gr