π. Γεώργιος Φ. Αντζουλάτος
Η ιστορία του σύμπαντος ξεκινά με την ακατάληπτη έξοδο του Τριαδικού Θεού, όταν αγαπητικά αυτοαποκαλύπτεται και δημιουργεί τον ορατό και αόρατο κόσμο οριοθετώντας την απαρχή του χωροχρόνου. Κι όταν αυτός ο όμορφος κόσμος φθάνει σε σημείο έσχατης καμπής, ο Υιός εξερχόμενος από τους Πατρικούς κόλπους γίνεται άνθρωπος . Σύμφωνα με τη Πατερική Θεολογία, η έξοδος και η αναζήτηση, χαρακτηρίζει ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει, ότι κάθε φορά που επιθυμούμε μια καλύτερη προοπτική στη ζωή μας, εξερχόμαστε, κάνουμε δηλαδή υπέρβαση κάποιων ορίων, αφού ο εγκλεισμός και περιορισμός στα δεδομένα και στατικά, οδηγούν σε πλήξη, τελμάτωση και πνευματικό θάνατο.
Στο πέρασμα των αιώνων, η ιστορία βεβαιώνει πως οι λαοί επιχείρησαν πολλές φορές την αποστασιοποίηση από στεγανά που οι συγκυρίες τους περιέκλεισαν, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Η περιπετειώδης έξοδος «του λαού του Θεού» από την σκλαβιά της Αιγύπτου προς την γη της επαγγελίας (όπως περιγράφεται στο Βιβλίο Εξόδου) είναι ίσως το πλέον χαρακτηριστικό και γνωστό παράδειγμα στα γεγονότα της ιστορίας της ανθρωπότητας.
Μια άλλη έξοδος, των χρόνων της Καινής Διαθήκης, εμφορούμενη από ιδανικά και αξίες πανανθρώπινες, καταγράφεται στην ευρωπαϊκή ιστορία και διαδραματίζεται τον 16ο μ.Χ. αιώνα στο Ιόνιο Πέλαγος. Στις 3 Οκτωβρίου τού από Χριστού Γεννήσεως σωτηρίου έτους 1571, ένας στόλος αποτελούμενος από δεκάδες κωπήλατα και ιστιοφόρα σκάφη, εφοδιασμένα με κανόνια και οπλισμένα πληρώματα, απέπλευσε από την Ηγουμενίτσα κατευθυνόμενος νότια. Επρόκειτο για την αρμάδα των χριστιανικών δυνάμεων που συναποτελούσαν τον Ιερό Συνασπισμό, και είχε χαράξει ρότα και απόφαση για να συγκρουσθεί με τον οθωμανικό στόλο.
Αν και ο αρχικός σχεδιασμός ήταν η πλεύση προς το νησί του Πεταλά, η αρμάδα αναγκάστηκε λόγω ισχυρής θαλασσοταραχής να εισέλθει το βράδυ της 4ης Οκτωβρίου στο κανάλι μεταξύ Κεφαλονιάς και Ιθάκης όπου παραπλέοντας το Φισκάρδο κατευθύνθηκε δώδεκα μίλια νοτιότερα. Εισερχόμενη η αρμάδα στον ευρύχωρο κόλπο, έπλευσε μέχρι τον μυχό του, όπου και αγκυροβόλησε. Η συγκεκριμένη θέση ήταν στρατηγικά εξαιρετικά ασφαλής και εύστοχη επιλογή, αφού η χερσονίζουσα ορεινή απόληξη των Διχαλίων στεκόταν φραγμός στους ανέμους αλλά και στα αδιάκριτα βλέμματα του εχθρού που έπλεε ανατολικά.
Ευάριθμες αρχειακές και βιβλιογραφικές μαρτυρίες περιγράφουν με σαφήνεια την προσέγγιση στον άνετο και φιλόξενο κόλπο της ανατολικής Κεφαλονιάς, την διήμερη παραμονή σ΄ αυτόν, τα πολεμικά συμβούλια των ναυάρχων, την ενημέρωση για την πτώση της Κύπρου, τις κατασκοπευτικές κινήσεις του στόλου, τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες, τον ανεφοδιασμό των πλοίων, τις διερευνητικές περιπολίες, τις κατ΄ επανάληψιν αποτυχίες εξόδου λόγω τρικυμίας, αλλά και τον τελικό απόπλου του χριστιανικού στόλου προς τον Πατραϊκό κόλπο . Το πρωινό της Κυριακής 7ης Οκτωβρίου, ολόκληρη η χριστιανική αρμάδα, μια τρομερή δύναμη με περισσότερα από τριακόσια πλοία, «εξήλθε» από τα ασφαλή ύδατα της Κεφαλονιάς προκειμένου να ναυμαχήσει με τον τουρκικό στόλο. Το κοσμοϊστορικό γεγονός, περιγράφεται συνοπτικά στο απόσπασμα της δημώδους γραμματείας που ευθύς ακολουθεί.
Βραχύ χρονικό
«Καὶ εἰς τὰς ἐπτὰ τοῦ Ὀκτωβρίου μηνός, ἡμέρα Κυρϊακῆ, εὐγῆκε ἡ ἀρμάδα τῶν χριστιανῶν ἐκ τὴν Κεφαληνία, ἐκ μέρους Σάμος, καὶ ἡ ἀρμάδα ἡ τούρκικη εὐγῆκε ἐκ τὴν [Ναύπακτ]ον. καὶ ἀνταμόθηκαν εἰς τὸ [νησὶ τῶν Κου]τζουλάρων. αφοα΄ Ὀκτωβ[ρίου ἑπτά εἰς] τὰς τρεῖς ὥρας τῆς ἡμέρας [… ἔσ]μιξαν ἡ ἀρμάδες ἡ δύο. εὐ[γῆκε ἡ ἀρμ]άδα ἡ τούρκικη ἐκ τὴν Ναύ[πακτον κα]ὶ παγενάμενη ἡ ἀρμάδα τῶν χριστιανών, καὶ ἐδόθη ὁ πόλεμος ὁ θαυμαστὸς καὶ ὁ μέγας. Καὶ ἡ δύναμις τοῦ αὐθεντὸς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ καὶ ἡ πρεσβεία τῆς Παναγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων, διὰ τρεῖς ὤρας ἐνίκησαν οἱ χριστιανοὶ καὶ ἐκατάκοψαν καὶ ἐτρώποσαν καὶ ἐπίραν πολλὴν ἀρμάδα τῶν ἀγαρινῶν. ὀλίγα ἔφηγαν, καὶ ἐπίγαν μέσα εἰς τὴν Ναύπακτον. Καὶ ἔφηγαν καὶ πολλοὶ τούρκοι εἰς τήν γῆν. καὶ ἐκόπισαν καὶ πολλοὶ χριστιανοῖ. Καὶ ἥτον γενεράλες τῆς ἀρμάδας τῶν βενετίκων ὁ αὐθέντης ὁ Σεβαστίας Βενϊέρης, ὁ ὁποῖος ἔγινεν καὶ ἔπειτα πρίντζηπος Βενετίας, καὶ τῆς ἀρμάδας τοῦ ριγός, ὁ δόν Τζουάνες, νέος καὶ καλός».
Το παραπάνω απόσπασμα, προέρχεται από ένα βραχύ χρονικό, καταγεγραμμένο σε χειρόγραφο Νομοκάνονα , που σώζεται στη μικρή Βιβλιοθήκη της Μονής Αγριλίων , μιας Κεφαλονίτικης Μονής που ευρίσκεται ανατολικά της Σάμης . Ο κώδικας ανήκε στον ιερομόναχο Χριστόδουλο/Χρύσανθο Λιβαθυνόπουλο διατελέσαντα ηγούμενο της Μονής Αγριλίων κατά το πρώτο μισό του 18ου αι . Ενθύμηση στον κώδικα, χρονολογημένη στο έτος 1700, επιτρέπει να χρονολογήσουμε το χφ. οπωσδήποτε πριν από το τέλος του 17ου αιώνα .
Ανάλογο χρονικό που δημοσιεύθηκε από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο στα «Βραχέα Χρονικά» του , είναι και αυτό κεφαλληνιακής εργογραφίας και προέλευσης. Εμπεριέχεται σε Νομοκάνονα που εισήχθη στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, εξ αγοράς μιας συλλογής κωδίκων του Κεφαλονίτη ιερέα και συλλέκτη Νικολάου Πολλάνη. Αντιγραφέας αυτού τού κώδικα που περατώθηκε τον Ιούλιο του 1727, ήταν ο Κεφαλονίτης ιεροδιάκονος από τα Βαλσαμάτα, Νικόλαος Τζακαρισιάνος . Του ίδιου αντιγραφέα είναι γνωστά ακόμη δύο έργα, που χρονολογούνται τα έτη 1727 και 1728 , αμφότερα σχετιζόμενα με τη Μονή Αγ. Νικολάου Γρούσπας, στην περιοχή της Σάμης .
Όπως διαπιστώνεται και τα δύο χειρόγραφα που περιέχουν το «βραχύ χρονικό» με το συγκεκριμένο απόσπασμα, προέρχονται από την Κεφαλονιά, επιπλέον δε ο Νομοκάνων του Λιβαθυνόπουλου της Μονής των Αγριλίων είναι παλαιότερος από τον Νομοκάνονα του Τζακαρισιάνου της Συλλογής Πολλάνη. Ανάμεσα στα δύο χρονικά πρέπει να σημειωθούν ορισμένες διαφορές, που οφείλονται προφανώς στην αντιγραφή του κειμένου από προγενέστερη πηγή . Και επειδή σαφέστατα πρόκειται για δύο κείμενα εξ αντιγραφής, παραμένει αμείωτο το ενδιαφέρον μας για τον εντοπισμό του αρχικού χειρογράφου.
Στο χωρίο που παρατέθηκε, αναγράφεται, ως τοπικός προσδιορισμός της εξόδου του στόλου των χριστιανικών δυνάμεων, η Κεφαλονιά («Κεφαληνία» στο χφ των Αγριλίων, «Κεφαλλονία» στο χφ. της Εθνικής Βιβλιοθήκης). Το νησί του Ιονίου ως προσδιοριστικό σημείο της ναυμαχίας, απαντάται ονομαστικά και σε δύο ακόμη ελληνικά χειρόγραφα, ανάμεσα στα ελάχιστα που διασώζουν το ιστορικό επεισόδιο. Στο ένα, το Χρονικό του Γεωργιλά, διαβάζουμε: «τον αυτόν χρόνον [1571] ήρθε η αρμάδα του Τούρκου και την απάντησε η αρμάδα του Πρέντζιπέ μας και το Ρηγόπουλο, ουκουρτζουλάρου εις το κανάλι της Κεφαλονιάς και την εχαλάσανε κατά κράτος» , ενώ στο έτερο, το Οδοιπορικόν του Ιακώβου Μηλοΐτη, καταγράφεται: «εκεί από τον Έπαχτο, εγγύς Κεφαλονήας νήσος, επολέμησαν οι δύο αρμάδες, των τουρκών τα κάτεργα και των βενετσιάνων τα κάτεργα» .
Ωστόσο τα δύο κεφαλληνιακά χειρόγραφά που παραδίδουν το προαναφερθέν κείμενο, εστιάζουν ακόμη περισσότερο στον τόπο, καθιστώντας την περιγραφή εξόχως λεπτομερή, αφού πέρα από την γενικότερη αναφορά του νησιού του Ιονίου, κατονομάζουν με ακρίβεια την θαλάσσια περιοχή απ΄ όπου «εβγήκε» η αρμάδα των Χριστιανών: «εκ μέρους Σάμος». Ας σημειωθεί εδώ, πως στο χειρόγραφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης η γραφή είναι συνεχής και συντετμημένη κατά μία συλλαβή «ἐκμεσάμος», την οποία ο Σπ. Λάμπρος διαχώρισε και ανέπτυξε ως «ἐκ μέ[σα;] Σάμος». Όμως ο P. Schreiner διερωτάται στον υπομνηματισμό του, κατά πόσο είναι ορθή η συμπλήρωση και επί πλέον διορθώνει τον τόπο: «εκ μέσα Σάμης» .
Η έκφραση «μέρος Σάμου» δεν είναι άγνωστη στις πηγές. Απαντάται το έτος 1264 ως πλαγιότιτλος στο Πρακτικό της Λατινικής επισκοπής Κεφαλληνίας , ενώ μεταγενέστερα στην Επιτομή του ίδιου Πρακτικού (1677) σημειώνεται η κεφαλίδα «τα υπό τα μέρη Σάμου» . Χαρακτηριστικές είναι οι αναγραφές του 16ου αιώνα για την ίδια περιοχή υπό την έκφραση «κράτος της Σάμου», όπως αυτές εντοπίζονται σε πράξεις του νοτάριου Ανδρέα Αμάραντου . Ενδεικτικά αναφέρεται επίσης καταχώρηση του 1736, όπου απαντάται ο ευγενής Γεώργιος Ασάνης να παραχωρεί «ένα κοματι χοράφι ομπερ έχι ιστο μέρος τισ σάμος, ις τόπο στο λουτρό» . Τέλος, έχει επισημανθεί πως ο όρος «μέρος» χρησιμοποιείται «σε περιφέρειες ευρείες, επαρχίες θα λέγαμε, που έχουν ιδιαίτερη γεωγραφική και διοικητική σημασία» .
Η έκφραση λοιπόν «μέρος Σάμος» προσδιορίζει την περιοχή στον παγκόσμιο χάρτη, όπου ναυλόχησε και στη συνέχεια απέπλευσε για το ανοικτό πέλαγος ο χριστιανικός στόλος. Αυτό το «μέρος» δεν είναι άλλο από τον ευρύχωρο κόλπο στην ανατολική ακτογραμμή της Κεφαλονιάς , ο οποίος διαχρονικά διατηρεί την ίδια (της Σάμου ή της Σάμης) ονομασία , στον μυχό του οποίου ήταν κτισμένη κατά την αρχαιότητα η ακμαία ομώνυμη πολιτεία.
Αυτήν ακριβώς την γεωγραφική ταύτιση είχε προφανώς υπόψη του ο φλωρεντινός ουμανιστής Χριστόφορος Buondelmonti, όταν συντάσσοντας και σχεδιάζοντας το Liber Insularum Archipelagi το έτος 1420 με χάρτες και περιγραφές των ελληνικών νησιών , ο ίδιος κόλπος προσδιορίζεται και σημειώνεται πολύ χαρακτηριστικά ως «Samos» ή «Samo por.[to]» ή ως «Samo portus» . Ας σημειωθεί η απόδοση ιδιαίτερης έμφασης από τον Buondelmonti στο ιστορικό και αρχαιολογικό περιεχόμενο των περιγραφόμενων τόπων . Παρόμοιες αναγραφές, εντοπίζονται και στην αντιγραφή αυτού του παλαιότερου νησολογίου, από τον γερμανό χαράκτη Heinrich Hammer στα τέλη του 15ου αιώνα, όπου με ιδιαίτερο τρόπο (πάνω σε λευκή ετικέτα για να ξεχωρίζει μέσα στο βαθύ μπλε της θάλασσας) σημειώνεται η ονομασία «Portus Samo» ή «Samo portus» .
Ωστόσο, κατά εποχή της ναυμαχίας ο κόλπος της Σάμης είναι γνωστός στους πορτολάνους, στους χάρτες, όσο και στην δυτικοευρωπαϊκή ιστοριογραφία κυρίως ως «Val d’Alessandria». Για την ονομασία αυτή, μικρή φιλολογική αναδρομή επισυνάπτεται στο τέλος της παρούσης εργασίας. Στο σημείο αυτό παρατίθενται μερικές ενδεικτικές αναγραφές από τις πλέον σύγχρονες της ναυμαχίας, συνδεόμενες άμεσα με την επιχειρησιακή κινητικότητα της χριστιανικής αρμάδας, αφού επακολουθεί πλήθος συναφών περιγραφών.
Την επόμενη κιόλας ημέρα από τη νίκη των χριστιανικών δυνάμεων, στις 8 Οκτωβρίου 1571, ο Βενετός προνοητής της Βενετικής αρμάδας Antonio da Canal που συμμετείχε στη ναυμαχία, εξιστορώντας τα γεγονότα προς τον Δούκα της Σαβοΐας από την ελλιμενισμένη στο λιμάνι του Δραγαμέστου γαλέρα του, κάνει αναφορά στον κόλπο «Valle di Alessandria», όπου σταμάτησε η αρμάδα πριν από τη ναυμαχία . Παρόμοια αναφορά της 10ης Οκτωβρίου απαντάται και σε έκθεση που φυλάσσεται στο Κρατικό Αρχείο της Simansas, όπου αναφέρεται η τοποθεσία στο κάτω μέρους του καναλιού της Κεφαλονιάς ως «donde llaman Valli alexandi» .
Μια από τις πρωϊμότερες αναφορές, απαντάται στην έκθεση που συνέταξε στις 31 Δεκεμβρίου 1571 ο Girolamo Diedo, σύμβουλος του Βαΐλου της Κέρκυρας Francesco Corner. Στην εκτενέστατη και λεπτομερή περιγραφή της εκστρατευτικής πορείας, της μεγαλειώδους συγκρούσεως και της περιφανούς νίκης, οι ονομαστικές αναφορές στον κόλπο, επικεντρώνονται στην άφιξη της αρμάδας και στον τελικό απόπλου. Όπως γράφει ο βενετός σύμβουλος, η αρμάδα των χριστιανών φεύγοντας από την Κέρκυρα έπλευσε προς την Κεφαλονιά, όπου έφθασε στην Valle d’Alessandria, εκεί που ήταν η αρχαία Σάμη: «navigò alla Cefalonia, e si fermò in valle d’Alessandria, ove fu l’antica Samo» .
Η άφιξη της αρμάδας στην Κεφαλονιά περιγράφεται αναλυτικότερα από τον βενετό αρχιναύαρχο Sebastiano Venier στην αναφορά του προς τον Δόγη και την Γερουσία της Βενετίας, συνταγμένη έπειτα από την ολοκλήρωση της εκστρατείας και περατωμένη στις 3 Σεπτεμβρίου 1572. Εδώ ο εμπειροπόλεμος επικεφαλής του βενετικού στόλου, γράφει πως λόγω των αντίθετων ανέμων που στεκόταν εμπόδιο στην πορεία τους, αναγκάσθηκαν στις 5 Οκτωβρίου, να παραπλεύσουν το Φισκάρδο και να διαπλέοντας το κανάλι της Κεφαλονιάς, να αγκυροβολήσουν εμπρός από τη Σάμη: «alli 5. per andar valorosamente et presto andassimo in Val d’Alessandria 12 miglia più avanti, et per un poco di vento contrario sorzessimo, et qual imediate cessò et non si levassimo fino a le 22. hore andati quanto son longhe due galie tornorno» .
Τον αρχικό σχεδιασμό της ρότας του στόλου, δηλαδή την αναχώρηση από το Φισκάρδο, την πορεία προς το λιμάνι του Πεταλά και την έξοδο από τον κόλπο της Σάμης προς τον ανοικτό Πατραϊκό κόλπο, σημειώνει και ο E. M. Manolesso «a l’Isola della Ceffalonia nel canal Viscardo, e la notte feguente ve nendo li cinque, se levarono per passare nel porto Petala, a l’incontro de scogli Cruzzolari, ma dal vento contrario furono tratenuti nel porto di Val d’Alessandria» , ενώ ο G. P. Contarini επιβεβαιώνει σχετικά «si fece levata per andare nel porto Petala all’incontro de’ scogli di Cruzolari, ma per il vento del colfo di Lepanto forzevole si fermorno nel porto di val d’Alessandria nell’istessa Isola della Cefalonia» . Τέλος ας αναφερθούν ορισμένες μαρτυρίες από την ισπανόφωνη γραμματεία, τόσο για την άφιξη του χριστιανικού στόλου στον κόλπο όσο και από την έξοδό του: «y el dia siguiente llego a una parte de aquel canal llamada valle de Alexandria» , «salio del puerto de la valle de Alexandria» , «desde el puerto que dizen del valle de Alexandria» και «partio nuestra armada del puerto del valle de Alexandria en la Isla de Cephalonia quarenta millas de Lepanto» .
Επισημαίνεται, ότι στις παραπάνω αναφορές δίνεται έμφαση στον χαρακτηρισμό της γεωγραφικής περιγραφής του σημείου ως «portο» ή «puerto», που προσδιορίζει θαλάσσια περιοχή με φυσικές συνθήκες ασφάλειας. Αυτό σημαίνει πως η γνώση της γεωγραφίας της Κεφαλονιάς και ο απόλυτος προσδιορισμός του τόπου εξόδου του στόλου των χριστιανικών δυνάμεων, είναι δεδομένα εντελώς ξεκάθαρα. Ακριβώς όπως τα έχει υπόψιν του και ο συντάκτης τού εδώ παρουσιαζόμενου ελληνικού βραχέως χρονικού, ο οποίος πιθανότατα είχε άμεση αντίληψη του χώρου.
Επινίκιο στιχούργημα
Αλλά το χειρόγραφο των Αγριλίων, περιέχει επιπλέον μια αναγραφή σχετιζόμενη με την Ναυμαχία, που το καθιστά έτι περαιτέρω πολύτιμο για την συνεισφορά του στην ιστοριογραφική φιλολογία. Έπειτα από την καταγραφή των γεγονότων της Ναυμαχίας του βραχέος χρονικού, επισυνάπτεται εμβόλιμο (πριν από την καταγραφή των γεγονότων των ετών 1572 και 1573 που αποτελούν και το τέλος του χρονικού) ένα έμμετρο στιχούργημα δεκατριών στίχων, με δωδεκασύλλαβο μέτρο, το οποίο επιγράφεται: «Στίχοι εἰς τὴν νίκην τῶν χριστιανῶν. ποίημα ἐλαχίστου νικοδήμου ἱερομονάχου. ῥω[…] εἰς ὑπόμνημα. ᾳφοα΄ [Ὀκτωβρ]ίου ζ΄. ἡμέρα κυρϊακῆ» .
Στη μορφή που σώζεται, μόνο πέντε από τους δεκατρείς στίχους παραπέμπουν άμεσα στο θέμα της ναυμαχίας. Οι υπόλοιποι στίχοι προέρχονται είτε από χωρία της Παλαιάς Διαθήκης, είτε από την υμνολογία του ιαμβικού κανόνος της Κυριακής της Πεντηκοστής, είτε από λόγο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, είτε από το έργο «Ύμνοι Θείων ερώτων» του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Εδώ το μεταφέρουμε συμπληρωμένο (λόγω ανεπίστρεπτης φθοράς του χειρογράφου) από αντιγραφή ενός κώδικα (2306) της Εθνικής Βιβλιοθήκης . Αξιοσημείωτη είναι η πληροφορία που μας παρέχεται για τον παραπάνω κώδικα, ότι ανήκε και αυτός στη Συλλογή Πολλάνη . Τούτο σημαίνει πως το πόνημα του Ιερομονάχου Νικοδήμου, υπήρχε και σε άλλα χειρόγραφα που κυκλοφορούσαν στην Κεφαλονιά.
Το σύντομο αυτό επινίκιο ποίημα, θα πρέπει αρχικά να ήταν δεκαέξι στίχων, μερισμένο σε τέσσερα τετράστιχα, όπου θα σχηματιζόντουσαν και οι αντίστοιχες ομοιοκαταληξίες. Ακολουθεί η μεταγραφή του, με ορισμένες γραμματικές και τονικές διορθώσεις, με μία αντικατάσταση λέξης, αλλά και την απόπειρα προσθήκης δύο στίχων.
Θεοῦ προνοίᾳ καὶ ἁγίων πρεσβείαις
μέγα θαυμαστὸν καὶ παράδοξον ὅλον,
τὰς ὑπερφερεῖς Χριστοῦ θαυματουργίας
ἔθραυσεν ἐχθρῶν τὸν θαλάττιον στόλον.
Τῶν Ἀγαρηνῶν ἐν νήσῳ Κουτζουλάρι
ὕψωσεν καὶ ἴστασεν χριστιανῶν τὸ κέρας.
Πρώτη ὑπῆρχεν ἡμερῶν ἡ κυρία,
τρίτη γὰρ ὥρα ὑπῆρχε τῆς ἡμέρας.
Τριάδα σέβειν καὶ μέλπειν εἰς αἰώνας
σέβειν ἐν ἁπλότητι τῆς ἐξουσίας.
Ἡμᾶς βρωτοὺς ἅπαντας σώζοντα δῶρον
καὶ γάρ ἠγοράσθημεν αἵματι θείῳ.
Ἐλπίδα μᾶλλον προσλαβὼν ἀδιστάκτως
καὶ γὰρ κήδεται καὶ τῶν μικρῶν στρουθίων .
Οι περιορισμοί στην πρόσβαση των Αναγνωστηρίων λόγω πανδημίας, στέρησαν την δυνατότητα να ανατρέξουμε σε Βιβλιοθήκες επιδιώκοντας ανεύρεση και άλλων κωδίκων με το αυτό περιεχόμενο. Ευελπιστούμε στην σύντομη αποκατάσταση της ροής των αναγνωστών, ώστε να αποκτήσουμε μια κάποια πληρέστερη εικόνα σχετικών χειρογράφων.
Αφιερωματική εικόνα
Η νίκη σ’ αυτή την τόσο σημαντική ναυμαχία που σήμανε την αρχή της συντριβής της οθωμανικής αλαζονείας στη θάλασσα, αποδόθηκε από την ίδια κιόλας ημέρα, κατά κύριο λόγο, στη βοήθεια της μεγάλης προστάτιδος των πολεμουμένων χριστιανών, στην Υπεραγία Θεοτόκο, την παντοτινή υπέρμαχο στρατηγό. Στο βραχύ χρονικό που μόλις εξετάσαμε, αναγράφεται πως για τη νίκη των χριστιανών καθοριστική υπήρξε «καὶ ἡ πρεσβεία τῆς παναγίας Θεοτόκου». Προς επίρρωση της παλλαϊκής αυτής πίστεως, έρχονται οι ευάριθμοι ζωγραφικοί πίνακες της ναυμαχίας με κυρίαρχη την επίστεψη της Υπεραγίας Θεοτόκου, αλλά και οι λατρευτικές εικόνες Της, που συνδέονται με διάφορους τρόπους με τη Ναυμαχία.
Ως ένα από τα αξιολογότερα εκκλησιαστικά – ιστορικά κειμήλια της Κεφαλονιάς συνδεόμενο άμεσα με τη ναυμαχία και τον Βενετό αρχιναύαρχο Σεβαστιανό Venier, αναγνωρίζεται μία Θεομητορική εικόνα στον τύπο της Γλυκοφιλούσας διαστάσεων 1.02 x 0.66 μ., που θησαυρίζεται στον περικαλή Ενοριακό Ιερό Ναό της Κοιμήσεως Θεοτόκου της Σάμης . Τούτη η ιερή εικόνα δεν είναι μόνο ένα ιστορικό κειμήλιο, αλλά, κυρίως, το ιδιαιτέρως τιμώμενο θρησκευτικό μνημείο της σύγχρονης πόλης, της οποίας αποτελεί κόσμημα και καύχημα . Κατά την ημέρα της Αποδόσεως της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (23 Αυγούστου) η εικόνα λιτανεύεται μεγαλοπρεπώς στη Σάμη, αφού η Υπεραγία Θεοτόκος θεωρείται πολιούχος της .
Στην αγιογραφημένη σε φυσικό σχεδόν μέγεθος βρεφοκρατούσα Θεοτόκο, ο αγιογράφος προσέδωσε τον χαρακτηρισμό «Η ΜΟΝΗ ΕΛΠΙΣ ΤΩΝ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΩΝ» . Όπως έχει παρουσιασθεί διεξοδικά παλαιότερα, η εικόνα έχει πολλές ομοιότητες με τον γνωστό πίνακα Madonna della sedia (ή Madonna della Seggiola) του μεγάλου ζωγράφου της αναγέννησης Raffaello Santi . Το ενδιαφέρον για την ιστορική έρευνα εστιάζεται στο κατώτερο τμήμα της, όπου υπάρχουν αναγραμμένες σε ξεχωριστό πορφυρόχρωμο πλαίσιο δύο επιγραφές: στο κέντρο μία ελληνική ικετευτική και στη γωνία δεξιά μία λατινική αφιερωματική. Επειδή και οι δύο επιγραφές φέρουν χρονολογικές ενδείξεις, εξετάζεται πρώτα η λατινική όχι μόνον ως παλαιότερη, αλλά και επειδή διασώζει μια εξαιρετική μαρτυρία, η οποία καθιστά την εικόνα εξόχως σημαντική για την σχέση της με τη ναυμαχία.
Η αφιερωματική τετράστιχη μικρογράμματη επιγραφή, στρυμωγμένη στην ευάλωτη και εύκολα τρωτή (λόγω πιθανής τριβής) κάτω γωνία και έχοντας υποστεί σημαντικές φθορές, συμπληρώθηκε κατά το απώτερο αλλά και πρόσφατο παρελθόν (πάντως πριν από το 1960) με προχειρότητα, ίσως, και αβλεψίες. Υπό την πολύπαθη αυτή μορφή, το έτος 1865 κατεγράφει , ως ακολούθως: «Monumentum devotionis Sebastiani / Venierii propter insigner victoriam / quam eodem Duce adversus Turcus / anno 1573 retulit Venetia in Cycladis» . Αβίαστα γίνεται αντιληπτό ότι οι εσφαλμένες ενδείξεις «1573» και «Cycladis» που αφορούν τη νικηφόρο για τον S. Venier συγκεκριμένη ναυμαχία, στην αρχική τους γραφή θα πρέπει να ήταν 1571 και Curzolari, αντίστοιχα . Έτσι μπορούμε να παραθέσουμε την μετάφρασή της ως εξής: «Μνημείο ευσέβειας του Σεβαστιανού Venier για την έν¬δοξη νίκη την οποία με τον ίδιο αρχηγό, εναντίον των Τούρκων το 1571 πέτυχε η Βενετία στους Κουτζουλάρους».
Η ελληνική επιγραφή αποτελείται από δύο μέρη. Το κεντρικό είναι μια προσευχή γραμμένη πάνω σε ανοικτό κυματοειδές ειλητάριο με μεγαλογράμματη γραφή σε τρείς στίχους: «ΥΠΕΡΕΝΔΟΞΕ ΑΕΙΠΑΡΘ(Ε)ΝΕ ΕΥ(ΛΟ)ΓΗΜΕΝΗ ΘΕΟΤΟΚΕ ΠΡΟΣΑΓΑΓΕ ΤΗΝ ΥΜΕ / TEΡΑΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗΝ ΤΩ ΥΙΩ ΣΟΥ Κ(ΑΙ) ΘΕΩ ΗΜΩΝ Κ(ΑΙ) ΑΙΤΗΣΕ ΙΝΑ ΣΩΣΗ ΔΙΑ ΣΟΥ ΠΑΝ / ΤΑΣ ΤΟΥΣ. ΚΟΠΙΟΝΤΑΣ Κ(ΑΙ) ΔΙΑΚΟΝΟΥΝΤΑΣ ΕΝ ΤΗ ΑΓΙΑ ΜΟΝΗ ΤΑΥΤΗ. Α.Ψ.Λ.ς.». Ακριβώς από κάτω και ως συνέχεια, διαβάζουμε τη μικρογράμματη γραφή «ῥαφαήλ ἱερομόναχος ἄννινος καὶ ἡγούμενος ἱκετεύει». Κάτω από το κέντρο του στίχου επαναλαμβάνεται η χρονολογία «1736» . Την ταύτιση της μνημονευόμενης στην επιγραφή άγνωστης Μονής, κατέδειξε η αρχειακή έρευνα, όταν στο Νοταριακό Αρχείο της Κεφαλονιάς επισημάνθηκε πράξη του έτους 1736 στην οποία ο ιερομόναχος Ραφαήλ Άννινος, αναγράφεται ως ηγούμενος της Μονής των Αγίων Φανέντων της Σάμης .
Η ύπαρξη της λατινικής επιγραφής στην θεομητορική εικόνα, είχε παλαιότερα προκαλέσει σύγχυση ως προς την χρονολόγηση της εικόνος και την ένταξή της στα έργα του 16ου αιώνος . Πλέον είναι κοινώς αποδεκτό ότι η εικονογράφηση της Βρεφοκρατούσης Θεοτόκου χρονολογείται στο έτος 1736, διασώζοντας εξ αντιγραφής την πολύτιμη και αξιομνημόνευτη λατινική επιγραφή . Επαφιέμεθα στην προηγμένη τεχνολογία και τις υπερσύγχρονες τεχνικές, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η μεταβυζαντινή Βρεφοκρατούσα, επικαλύπτει την αρχική εικόνα της αφιέρωσης.
Αδιαμφισβήτητα, η Θεομητορική εικόνα που αφιέρωσε ο Σεβαστιανός Βενιερ μετά τη Ναυμαχία, υπήρξε κτήμα της Μονής των Αγίων Φανέντων. Το μαρτυρεί η ταυτόχρονη αναγραφή των δύο επιγραφών επί ηγουμένου της Μονής ιερομονάχου Ραφαήλ Αννίνου (1736) και το επιμαρτυρεί η παρουσία της εικόνος στα μέσα του 19ου αιώνα στο Μετόχι της Μονής των Αγίων Φανέντων , τον Ναό της Κοιμήσεως Υπ. Θεοτόκου στην περιοχή Λουτρό της Σάμης . Εμμέσως, επιβεβαιώνεται από το γεγονός της εικονογράφησης σειράς παρόμοιων εικόνων, ίσως από ανθίβολο , στην ευρύτερη περιοχή και της διάδοσης του ίδιου θέματος σε άλλα μέρη του νησιού .
Μονή Αγίων Φανέντων
Το μεγάλο όμως ερώτημα είναι: Για ποιόν λόγο ο Βενετός αρχιναύαρχος αφιέρωσε την εικόνα στη μονή των Αγίων Φανέντων; Στην συγκρότηση τής οποιασδήποτε απάντησης πρέπει να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα δεδομένα:
Α. Η Ιερά Μονή των Αγίων Φανέντων ιδρύθηκε στην κορυφή της αρχαίας ακροπόλεως της Σάμης, έπειτα από την φανέρωση των άφθαρτων και ολόσωμων ιερών λειψάνων των αγίων Γρηγορίου, Θεοδώρου και Λέοντος , οπωσδήποτε πριν από τον 9ο αιώνα . Έπειτα από την κατάλυση του Ορθόδοξου Θρόνου του νησιού (1207) και την μεταφορά των ιερών λειψάνων από τους Λατίνους στη Βενετία, η Μονή έπαυσε να λειτουργεί . Το έτος 1499 καταγράφεται ως απαρχή της δεύτερης περιόδου λειτουργίας της, αφού εκείνη την χρονιά οι μοναχοί Μητροφάνης και Παρθένιος προχωρούν στην ανασύστασή της . Συμπίπτει δηλαδή η επαναλειτουργία της, με την έναρξη της Βενετικής κυριαρχίας στην Κεφαλονιά . Η ίδια παλαίφατη Μονή, ήδη από τα μέσα του 16ου εκμεταλλεύεται το μεγαλύτερο σε έκταση νησί των Εχινάδων, τον Πεταλά, επί του οποίου καλλιεργεί σιτηρά και στα βοσκοτόπια του εκτρέφει αιγοπρόβατα . Σύμφωνα με αρχειακά τεκμήρια, στην εκμετάλλευση αυτή περιλαμβάνονται ακόμη τρία από τα μεγαλύτερα νησιά του νότιου συμπλέγματος των Εχινάδων, ο Βρόμωνας, η Μάκρη και η Οξιά, καθώς και ένα πέμπτο νησάκι με την ονομασία Κουνέλι .
Β. Στο αριθμητικό σύνολο των πέντε νησιών, κάνει λόγο αναφερόμενη στις Εχινάδες η δυτικοευρωπαϊκή γραμματεία εκείνης της εποχής. Ως «cinque isolette de’ Curzolari» τα περιγράφει o Girolamo Diedo που κατέγραψε εκτενή έκθεση για το χρονικό της ναυμαχίας και με τον ίδιο χαρακτηρισμό εντοπίζονται σε μεταγενέστερες δημοσιεύσεις . Ζητούμενο της έρευνας είναι, εάν τα πέντε νησάκια των Εχινάδων ήταν τότε έδαφος τουρκικό ή ανήκαν στις Βενετσιάνικες κτήσεις. Το ερώτημα είναι πολύ σημαντικό επειδή: α) λίγο καιρό πριν από τη ναυμαχία, με διάταγμα που εξέδωσε το 1568 ο σουλτάνος Σελίμ Β’, δημευόταν σε όλη την τουρκική επικράτεια η εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία , β) το ίδιο κιόλας βράδυ της ναυμαχίας, στον κόλπο του Πεταλά -ένα φυσικό απάνεμο ευρύχωρο λιμάνι ανάμεσα στις ακτές της Ακαρνανίας και της νησίδας των Εχινάδων- ελλιμενίστηκε μοίρα του συμμαχικού στόλου προφυλασσόμενη από καταιγίδα, παραμένοντας εκεί επί τετραήμερο και γ) αργότερα, πολύ αργότερα, στις αρχές του 19ου αιώνα, σε μια περίοδο διαμόρφωσης των συνόρων του ελληνικού κράτους, τα νησιά αυτά (με πρώτο τον Πεταλά) απασχόλησαν με διπλωματικές κινήσεις Ελλάδα, Βρετανία και Τουρκία .
Γ. Η υπόθεση εκ μέρους του Γερμανού περιηγητή Alexander Warsberg, που επισκέφθηκε έπειτα από τρεις αιώνες (1886) την εγκαταλελειμμένη πια Μονή των αγίων Φανέντων, πως «ίσως στο χώρο αυτόν πραγματοποιήθηκε το τελευταίο πολεμικό συμβούλιο πριν από τη ναυτική αναμέτρηση ακριβώς λόγω της προστασίας που προσέφερε αυτό το ισχυρό κάστρο» , πρέπει να παραμείνει μόνο, ως φευγαλέα αστήρικτη προσωπική του υπόθεση. Γιατί βεβαίως η Μονή έδινε την εντύπωση καστρομονάστηρου καθώς ήταν κτισμένη στην κορυφή του λόφου και δέσποζε στον κόλπο της Σάμης , αλλά καμία πηγή- εκ των όσων έχουν έλθει στην αντίληψή μας,- δεν αναφέρει πολεμικό συμβούλιο στον ιερό αυτό χώρο. Επιδέχεται όμως περαιτέρω έρευνα, η περίπτωση αποβίβασης του Βενετού αρχιναυάρχου από τη γαλέρα και ανόδου του στη Μονή, κατά το διήμερο αναμονής του στόλου στον κόλπο προ της ναυμαχίας.
Δ. Ο Ιερός ναός της Παναγίας στην περιοχή Λουτρό της Σάμης , Μετόχι της Μονής των Αγίων Φανέντων, κτισμένος στους πρόποδες του λόφου στην κορυφή του οποίου (226 μ.) δεσπόζει η κυρίαρχη Μονή, ευρίσκεται σε υψόμετρο 31μ. σε μικρή απόσταση, μόλις μερικών δεκάδων μέτρων, από την ακτή . Από τις ελάχιστες ως τώρα πληροφορίες, γνωρίζαμε ότι οι καμπάνες του έφεραν χρονολογία 1758 , αλλά και την περιγραφή του -κατά τον 19ο αιώνα- ως ναού οικοδομημένου «επί του χώρου ετέρου πολύ μεγαλυτέρου, αγνώστου πότε ανεγερθέντος και καταστραφέντος» . Εσχάτως η έρευνα ανέδειξε μία μαρτυρία που προέρχεται από τον υδρογράφο Βαρθολομαίο Crescenzio, ο οποίος στις παρατηρήσεις του για την Valle d’Alessandria αναφέρεται πολύ κατατοπιστικά, στην «Εκκλησία των Καλογήρων» (Chiesa de’ Caloiri) που ευρίσκεται στους πρόποδες του βουνού, κοντά στη πηγή με το γάργαρο νερό η οποία αναβλύζει δίπλα στα ερείπια του αρχαίου λιμενοβραχίονα της Σάμης . Με ακριβή χρονολόγηση της διέλευσής του Crescenzio από την ανατολική Κεφαλονιά το έτος 1595 , διαθέτουμε όχι μόνο την παλαιότερη πληροφορία για το Μετόχι της Παναγίας στο Λουτρό, αλλά και την εγγύτερη χρονικά είδηση για την ύπαρξη του ναού κατά το ημερολογιακό πλαίσιο διεξαγωγής της Ναυμαχίας. Έτσι μπορεί να ειπωθεί με ασφάλεια ότι ο ευμεγέθης ναός, τοπόσημο για την ευρύτερη περιοχή, ήταν σαφώς ευδιάκριτος από τους ναυάρχους που ελλιμένιζαν την αρμάδα τους «στο μέρος της Σάμος» εκείνες τις ημέρες του Οκτωβρίου του 1571. Ως εκ τούτου προσφερόταν για προσευχή, για ικεσία, για παράκληση στην Παναγία, προκειμένου Αυτή, να είναι τις δύσκολες ώρες της ναυμαχίας «των πολεμουμένων βοήθεια». Βάσιμα λοιπόν μπορεί να εκτιμηθεί πως ο Ναός της Παναγίας στο Λουτρό, το Μετόχι της Μονής των Αγίων Φανέντων, υπήρξε μετά από τη νικηφόρο ναυμαχία, ο πιθανότερος τόπος κατάθεσης του τάματος του Βενετού αρχιναυάρχου .
Τα τέσσερα θέματα στα οποία σύντομα επικεντρωθήκαμε κατά την παρούσα προσέγγισή μας (Βραχύ χρονικό, Επινίκιο στιχούργημα, Αφιερωματική εικόνα, Μονή Αγίων Φανέντων), έρχονται να τεκμηριώσουν το καθένα με την ιδιαίτερη βαρύτητά του, την ιστορική πραγματικότητα πως, η Ναυμαχία των Curzolari (κατ΄ άλλους του Lepanto), σχετίζεται αδιάρρηκτα με την Κεφαλονιά, ιδιαιτέρως δε με την περιοχή της Σάμης . Επισημαίνεται δε, ότι με το νησί του Ιονίου συνδέεται η ενθουσιαστική εφόρμηση της χριστιανικής αρμάδας και τα επινίκια της ναυμαχίας, ενώ με την Ναύπακτο συνδέεται ο απόπλους των τουρκικών κάτεργων και η υποχώρηση των ηττημένων Οθωμανών. Από εδώ, λοιπόν, το «porto Val d’Alessandria», το φυσικό λιμάνι της κοιλάδας της Σάμης, τα ξημερώματα της 7ης Οκτωβρίου 1571 «εβγήκε η αρμάδα των Χριστιανών» για να αναμετρηθεί νικηφόρα με την Οθωμανική υπερδύναμη, στέλνοντας στην Ευρώπη και σ΄ ολόκληρη την οικουμένη το μήνυμα της ελπίδας, της τόλμης, της νίκης.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Η ονομασία του κόλπου της Σάμης ως porto Val d’Alessandria
Ο ευρύχωρος κόλπος της ανατολικής Κεφαλονιάς, αποτυπώνεται εμφανέστατα σε χάρτη του παλαιότερου νησολογίου (1420) και ονοματοδοτείται ως «Samus porto» . Κατά την εποχή ωστόσο της ναυμαχίας είναι γνωστός στους πορτολάνους, στα νησολόγια, στους χάρτες, όσο και στην δυτικοευρωπαϊκή ιστοριογραφία κυρίως ως «Val d’Alessandria». Αν και η λέξη val ή vall ή valle σημαίνει αρχικά κοιλάδα, εν τούτοις με την ίδια λέξη χαρακτηρίζονται και οι κόλποι που ευρίσκονται εμπρός από τις κοιλάδες, λαμβάνοντας την ονομασία του τοπωνυμίου της στεριάς. Επειδή αυτή η ονομασία της συγκεκριμένης περιοχής της ανατολικής Κεφαλονιάς, είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη Ναυμαχία του 1571 (ήδη αναφέρθηκαν ορισμένες αναγραφές σε σχέση με το κοσμοϊστορικό γεγονός), παραθέτουμε στη συνέχεια ενδεικτικές μαρτυρίες από τις αρχές του 15ου αι. ως τα μέσα του 19ου αιώνα, που βοηθούν στο σχηματισμό μιας σφαιρικής εικόνας της χρήσης του τοπωνυμίου.
Μια από τις παλαιότερες πληροφορίες για την ονομασία του κόλπου κατά τον μεσαίωνα, προέρχεται από την περίοδο ηγεμονίας του κόμη Καρόλου α΄ Τόκου στην Παλατινή Κομητεία της Κεφαλονιάς και ειδικότερα από την περίοδο που ήταν σε γάμο με την Francesca Acciaioli. Σύμφωνα με αρχειακή μαρτυρία του Κρατικού Αρχείου της Βενετίας χρονολογημένη την 30ή Απριλίου 1395, ο ευγενής Nicolò Venier, κυβερνήτης της γαλέρας της Κρήτης (capitano della galea di Creta) όταν ήρθε στην Κεφαλονιά και ζήτησε από την Δούκισσα Φραντσέσκα τροφοδοσία για τη δουκική γαλέρα του, ανεφοδιάστηκε στην «Val d’Alexandria» .
Στον πορτολάνο του βενετού ευγενή Alvise da Mosto (1432-1488) η ακτογραμμή της Κεφαλονιάς περιγράφεται με κυκλική φορά Βορρά, Ανατολής, Νότου, Δύσης, Βορρά: Από το πόρτο του Φισκάρδου, πλέοντας κατά μήκος της ακτής του εν λόγω νησιού, περίπου 18 μίλια, θα δείτε έναν κόλπο με δύο μεγάλες παραλίες (spiagge grandi), μια προς το βορρά και την άλλη στο νότο: η μια προς το βορρά ονομάζεται κοιλάδα της Γαλιλαίας, αυτή προς το νότο ονομάζεται «d’Alessandria», όπου εκεί υπάρχει τρεχούμενο νερό και καλό αγκυροβόλι» .
Σε ελληνικό πορτολάνο του 16ου αιώνα που περιγράφει τον περίπλου του νησιού αντίστροφα, διαβάζουμε: «Ἀπό τὸν κάβο τοῦ Κάπρου μαΐστρο τρεμουντάνα, ὑπᾶς ἀνάμεσα τὸ Θιάκι καὶ τὴν Κεφαλωνία καὶ ὑπᾶς εἰς τὸ Πισκάρδο, εἶναι μίλλια μ΄. καὶ εἰς ἐτούτην τὴν στράτα εὑρίσκεις πόρτα πολλά. τὸ πρῶτο τὸ λέγουν πόρτο Τζενοβέζι καὶ τὸ δεύτερο τὸ λέγουν ἡ Βάλη δ’ Ἀλεσάντρα ἤγουν ἡ Σάμοσα. καὶ τούτη εἶναι κορφόπουλο καὶ πόρτο καὶ ἔχει καὶ καλό ράξιμο» . Στους παραπάνω πορτολάνους είτε κατεβαίνοντας προς νότο είτε ανεβαίνοντας προς βορρά την ανατολική ακτογραμμή της Κεφαλονιάς, οι ναυτικοί συναντούν την «spiaggia d’Alessandria» ή την «Βάλη δ’ Ἀλεσάντρα» με άμεση επεξήγηση και ταύτιση «ἤγουν ἡ Σάμοσα».
Στην αυγή του 16ου αιώνα οι μαρτυρίες προέρχονται από ταξιδευτές. Στις 29 Ιουνίου 1500, ο Οκταβιανός Cucci πλήρωμα σε γαλέρα ενετικής αρμάδας, πέρασε από την «Val di Alexandria», όπου -όπως επισημαίνει- είναι καλό αγκυροβόλι και έχει «καλό νερό» . Δυο χρόνια αργότερα ο Giovanni Danese, κληρικός του Αγίου Μάρκου της Βενετίας, αποπλέει από την πόλη των Δόγηδων την 1η Νοεμβρίου 1502 με προορισμό το Κάϊρο. Έπειτα από ταξίδι δυόμιση μηνών εισέρχεται στο στενό του Φισκάρδου και το πρωινό της 16ης Ιανουαρίου 1503, φθάνει στην «vale de Alexandria» όπου παραμένει ένα εικοσιτετράωρο. Το τοπίο τον συναρπάζει, όπως και η ερειπωμένη πόλη πάνω από την ακρογιαλιά, που στην αρχαιότητα την ονόμαζαν Σάμο. Τον εντυπωσιάζουν ακόμη το μεγάλο μέγεθος των ερειπωμένων λίθων όπως και τα πολλά πεσμένα μάρμαρα .
Η ίδια ονομασία καταγράφεται και από τους Βενετούς Προνοητές της Κεφαλονιάς τον 16ο αιώνα. Σε Έκθεση του έτους 1528, ο Nicolo Malipiero σημειώνοντας πως στο νησί υπάρχει άφθονη ξυλεία που μπορεί χρησιμοποιηθεί στη ναυπήγηση του στόλου της Γαληνοτάτης και πως η μεταφορά της είναι εφικτή με βόδια μέσω της Σάμης, καταγράφει και την εναλλακτική ονομασία με την οποία η περιοχή είναι γνωστή στους ναυτικούς: «per la via de Samo, aut per la vale de Alexandria come nominato li naviganti» . Η παρατήρηση του Malipiero ότι ο κόλπος της Σάμης είναι γνωστός ως «vale de Alexandria» στους ναυτικούς, επιβεβαιώνεται από τις αναγραφές της ονομασίες στους πορτολάνους της εποχής. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Προνοητής Antonio Calbo περιγράφοντας το έτος 1548 τα φυσικά λιμάνια του νησιού, γράφει για την περιοχή της Σάμης: «in un altro loco chiamato Samo, ditto Val de Alexandria, et li propinquo un altro porto piccolo chiamato Antisamo» .
Λίγο αργότερα ο Tomaso Porcacchi στο περισπούδαστο έργο του L’isole piu famose del mondo (1576), περιλαμβάνει χάρτη των Εχινάδων «il sito de Curzolari», στον οποίο σχεδιάζεται τμήμα της νοτιοανατολικής Κεφαλονιάς με την αναγραφή του κόλπου «Val d’Alesandria» . Λίγα χρόνια αργότερα, σε νησολόγιο που σχεδίασε στη Βενετία το έτος 1582 ο Έλληνας χαρτογράφος Antonio Millo, στην ανατολική ακτογραμμή της Κεφαλονιάς σχεδιάζεται με ευκρίνεια και ονοματίζεται ο κόλπος «val de alesandria» .
Στο περιγραφικό κείμενο για το νησί της Κεφαλονιάς που δημοσίευσε το έτος 1686 ο Vincenzo Coronelli, η ονομασία του κόλπου αποδίδεται με τον όρο «Val d’Alesandria» , ενώ στον λεπτομερέστερο χάρτη «Isola di Cefalonia» που τυπώθηκε από τον ίδιο δύο χρόνια αργότερα, με τον χαρακτηρισμό «Val d’Alessandria» χωροθετείται ειδικότερα το νότιο τμήμα του κόλπου της Σάμης, η θαλάσσια περιοχή από το Φρύδι του Καραβομύλου έως τα Διχάλια . Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο χάρτης που τυπώθηκε το έτος 1771 από τον J.-N. Bellin, όπου ο ευρύχωρος κόλπος χαρακτηρίζεται ως «Port Alexandre» . Λίγο αργότερα, το 1800, στην έκδοση του διπλωμάτη και περιηγητή André Grasset De Saint-Sauveur, σε χάρτη με τίτλο «Canal de Fiscardo et port de Thiaqui», ο ίδιος κόλπος σημειώνεται ως «P.[ort] du val de Alexandrie» .
Κλείνοντας τις σύντομες αναφορές στην χρήση του όρου Val d’Alessandria για τον κόλπο της Σάμης, παρατηρούμε ότι αυτές ατόνησαν τον 19 αιώνα, είναι σποραδικές και αφορούν συνήθως γενικές περιγραφές ενώ απαντάται ακόμη και η με παραφθορά ονομασία «Valessandri» . Ήδη από το 1770 1749 ο χαρτογράφος Jean Baptiste Bourguignon d’Anville είχε σημειώσει τον μυχό του κόλπου με διπλή ονομασία «Valle d’Alessandria ou de Samo» . Ως φαίνεται καθιερωνόταν πλέον η χαρτογραφική σήμανση της περιοχής με το διαχρονικά χρησιμοποιούμενο τοπωνύμιο, το οποίο απέδιδε με σαφήνεια την αδιάσπαστη σύνδεση της μακραίωνης ιστορίας της Σάμης.