Γράφει ο Σπύρος Αντύπας
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι ενορίτες, της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου Κυνοσάργους -Νέου Κόσμου παράγγειλαν στον Ληξουριώτη Αρχιμανδρίτη- Αγιογράφο, πατέρα, Παρθένιο Λουκέρη (παππά Λουκέρη) να τους αγιογραφήσει τα βημόθυρα του τέμπλου με τους Αρχαγγέλους καθώς και τις εικόνες των Αγίων Μυροφόρων Γυναικών και των Αγίων Αναργύρων του νεόδμητου τότε ναού. Πρωτοστάτες οικονομικά της παραγγελίας αυτής ήταν οι Κεφαλλονίτικες οικογένειες Παξινόπουλου, Φιλιππάτου, Νικολετάτου, Κολαϊτη και άλλες. Προϊστάμενος της εκκλησίας ήταν ο Αργοστολιώτης πατέρας μου, Πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντίνος Αντίππας, όπως έγραφε ο ίδιος το επίθετό του με «γιώτα και δύο ππ» με καταγωγή από την Έρισσο με το παρεπίθετο «Γάλλος».
Φροντίδα με πολύ μεράκι του πατέρα μου ήταν η απόδοση της δόξας, της τιμής και της προσκύνησης στον Θεό και τους Αγίους Του, επιμένοντας στην φιλανθρωπία, αλλά παράλληλα και στην ευπρεπή λαμπρότητα του ναού και με κάθε ευκαιρία στα ωραία εορταστικά συλλείτουργα συνοδευόμενα από έντεχνη χορωδιακή είτε βυζαντινή είτε ευρωπαϊκή ψαλτική, με ιδιαίτερη προτίμηση στην Επτανησιακή – Κεφαλληνιακή παράδοση. Τις χορωδίες κατά καιρούς ελάμπρυναν αξιόλογοι καλλιτέχνες από τις μεγάλες χορωδίες του Τσιλίφη, του Αλέπωρου, του Αποστολάτου, όσο καιρό αυτοί ήταν μαλωμένοι με τους μαέστρους τους λόγω παρεξηγήσεων και αυτό συνέβαινε συχνά και ερχόταν στον Αϊ Γιώργη για να ξεθυμάνουν τον καλλιτεχνικό τους οίστρο.
Με την ευκαιρία των αναθερμάνσεων των επαφών με τον παππα Λουκέρη λόγω τση παραγγολής (=παραγγελίας) των εικόνων, ξάναψε στους Κεφαλλονίτες και στον πατέρα μου ο νόστος να καμαρώσουν τον παππά Λουκέρη να λειτουργεί με φορεμένο το Επανοκαλύμαυχο του (Μαγνάδι, όπως το έλεγαν οι Κεφαλλονίτισες) και με το Σταυρό του, που πρόσφατα του τα εφόρεσε ο Γερόθεος ο Βουής, μητροπολίτης Κεφαλληνίας στη πολυκλινική του Αλιβιζάτου τση Αθήνας κάνοντάς τον Αρχιμανδρίτη από απλό παππά, μιας και ο «κακορίζικος..» ο Γερμανός ο Ρουμπάνης, πρώην μητροπολίτης Κεφαλληνίας, τόσα χρόνια δεν ενόγαγε να στιμάρει (=εκτιμήσει) την ιερατική του αξία. Με αυτά τα λόγια μετάφερνε το λαϊκό αίσθημα τση
Κεφαλλονιάς και ο Αναγνώστης ο Κλωντήρης ρασοφορεμένος σαν καλόγερος που ταξίδευε συχνά στην Αθήνα για προξενιές και άλλα τέτοια θελήματα.
Ήταν δύσκολο να καμαρώσουν τον παπά Λουκέρη στην εκκλησία που ελειτουργούσε τσι Κυριακάδες επειδή στο Δρομοκαΐτειο ψυχιατρείο που υπηρετούσε ήτανε προβληματική η πρόσβαση για «τσου γνωστικούς». Λέγανε, πως η ψαλτική του ήταν ίδια σε γλυκύτητα και τέχνη με τη ζωγραφική του. Μερικοί, μεταξύ των οποίων και η νόνα μου τον θυμόταν
και εδάκρυζε από συγκίνηση, λεβέντη, τόμου αποτέλειωσε τη τελευταία λειτουργία στο Σωτήρα στο Λιθόστρωτο του Αργοστολιού την ώρα του πρώτου σεισμού τση Κυριακής το 1953. Αλλά και οι άλλοι Κεφαλλονίτες της περιοχής που είχαν προσφύγει στην Αθήνα λόγω των πρόσφατων σεισμών, τσου εβούρλιζε τα φυλλοκάρδια κάθε ανάμνηση της πρόσφατα καταστραμμένης πατρίδας τους.
Κανονίστηκε το συλλείτουργο να γίνει στις 27 Αυγούστου, γιορτή του Αγίου Φανουρίου, δεύτερη μεγάλη γιορτή της ενορίας του Αγίου Γεωργίου.
Κατά ευτυχή συγκυρία Δεσπότης δεν θα λειτουργούσε εκείνη τη χρονιά όπως συνηθιζότανε τις άλλες χρονιές, γιατί οι Αρχιερείς της επικράτειας «στασίαζαν» έναντι της νέας απαίτησης του ΟΔΕΠ (Οργανισμός Διαχείρισης Εκκλησιαστικής Περιουσίας) που από δω και μπρος επέβαλε τα χρήματα της συμμετοχής Αρχιερέων σε ιεροτελεστίες, όπως γάμους,
βαφτίσια, κηδείες, μνημόσυνα, πανηγύρια κλπ., να κατατίθενται στα ταμεία του και όχι χωρίς απόδειξη, όπως συνηθιζόταν, στα χέρια των Δεσποτάδων. Για την ιστορία, αναφέρεται η αυστηρή επιμονή στην τήρηση της «ιερής αποχής αυτής» από τους τότε βοηθούς Επισκόπους Αθηνών με μαχητικά ενάντιους τον τότε Αρχιμανδρίτη Αυγουστίνο Καντιώτη, πριν
γίνει Δεσπότης…, τους Μητροπολίτες Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιο και τον πρώην Λήμνου Βασίλειο. Έτσι εκείνη τη περίοδο εθεωρείτο «απεργοσπαστικό», τουλάχιστον στην περιοχή της Αρχιεπισκοπής, να βάλει Δεσπότης πετραχήλι σε οποιαδήποτε ιεροτελεστία.
Στο συλλείτουργο έλαβαν μέρος, ο παππά Λουκέρης λαμπροφορεμένος με ατσάκιγη λαμέ στολή με γαλάζιες αποχρώσεις και γυαλιστερό λευκό στιχάριο, με μια εντυπωσιακή χρυσή πόρπη στο «περιζόνιο» και «επιγονάτιο» με ιδιόχειρα ζωγραφισμένο τον Χριστό, το οποίο το χάρισε για ανάμνηση στον πατέρα μου μετά και το διατηρώ μέχρι σήμερα στο σπίτι μου σαν «πολύτιμο κειμήλιο». Δεύτερος λειτουργός ήταν ο παπά Γ. ο βήχας, πρόσφυγας του 1922 από την Κωνσταντινούπολη, πολύ αδύνατος σαν να γλύτωσε από φρέσκο νεομαρτύρων του Φώτη Κόντογλου και με κάτασπρη μακριά γενειάδα και κότσο, με λετζέρα (=ανάλαφρη) φωνή που τη γλύκαιναν τα κλαψιάρικα πολίτικα ποικίλματα των Ανατολίτικων ήχων και των μινόρε που χρησιμοποιούσε, αυστηρά βυζαντινός ψάλτης και μανιώδης καπνιστής. Κατόρθωνε με πολύ επιτυχία να εκμεταλλεύεται τις
ευκολίες της μικροφωνικής εγκατάστασης που εκείνη την εποχή δεν ήταν μόνιμη, αλλά τη νοίκιαζαν οι εκκλησίες για τις μεγάλες γιορτές παρά τις αντιρρήσεις των τότε ευσεβιστών ότι πρόκειται για αμαρτωλόηλεκτρικό μηχάνημα, που δεν έχει θέση στην εκκλησία. Το παρατσούκλι του οφειλόταν στο ότι έπασχε από συχνές εξάρσεις βήχα από χρόνια ασθματοειδή βρογχίτιδα που διέκοπταν συχνά τη ψαλτική του. Τρίτος λειτουργός ήταν ο πατέρας μου με έκδηλη τη συγκίνηση που θα
συλλειτουργούσε με τον παπά Λουκέρη που από μικρός τον θαύμαζε σαν θρύλο.
Ο άλλος συν εφημέριος της εκκλησίας άρτι αφιχθείς εξ Αμερικής με αραιά γένια εξ ου και το παρατσούκλι εξηντατρίχης, συγγενής ανερχόμενου κεντρώου τότε πολιτικού και πιστός στο δόγμα «….τάϊμ ιζ μάνεϊ….» θα λειτουργούσε στην ολονυκτία και τον υπόλοιπο χρόνο με προσδοκία για τυχερά… θα ευλογούσε τις προσφερόμενες Φανουρόπιτες. Εις μάτην όμως,
οι προϊστάμενοι από χρόνια δεν είχαν συνηθίσει τους ενορίτες να είναι γενναιόδωροι σε αυτή την εκδήλωση.
Όλα, στο συλλείτουργο του Αγίου Φανουρίου άρχισαν και εξελίσσονταν με κατανυκτική μεγαλοπρέπεια. Στην μικρή είσοδο ο παππά Λουκέρης εφόρεσε το Μαγνάδι του και εισόδευσε με τους άλλους δύο παππάδες ως προεξάρχων, σαν Κόντες του Λίμπρο Ντ’ Όρο, ονειρεμένο αρχοντικό μοντέλο για προσωπογραφία του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου. Ο παππά Γ. Βήχας φορώντας λαδί καλοκαιρινή στολή, κρατώντας το Ευαγγέλιο, έβγαλε νευρικά το σοναμέντο του (διαπασών), είπε το Σοφία Ορθοί σε χρωματικό ήχο Β΄, μήπως φιλοτιμηθούν οι συλλειτουργοί του και αλλάξουν ύφος, κόψουν τις αρμονίες και κατεβάσουν τις μουσικές βάσεις τους που είχαν πάρει τα επτανησιακά τονικά ύψη. Εις μάτην όμως. Ο προεξάρχων προτίμησε να πει το αργό Ζακυθινό «….Δεύτε Προσκυνήσομε ν…» και έκανε νοήματα να τον συνοδεύσει το κόρο στις κάτω φωνές και ο πατέρας μου να του κάνει το πάνω τερτσάκι όπως το έκανε νεαρός πριν από τριάντα χρόνια στο Αργοστόλι. Συνέχισαν με τα απολυτίκια της γιορτής και των άλλων Αγίων του Ναού εναλλάξ με το κόρο, αλλά προς απογοήτευση του παπά Γ. Βήχα που περίμενε να τον αφήσουν να ψάλει κάτι μόνος, συνέχισαν οι ιερείς με τα απολυτίκια των Αγίων της Επτανήσου, όπως συνηθίζεται στη Κεφαλονιά δηλαδή του Αγίου Γερασίμου, του Αγίου Διονυσίου και του Αγίου Σπυρίδωνα. Η βαλίτσα τράβαγε πολύ… Κάτι τέτοιο ήταν πρωτάκουστο, άγραφο και προκλητικό στους θιασώτες του Πατριαρχικού Κωνσταντινοπολίτικου τυπικού. Από κει και πέρα νόμισε ο παππά Γ. βήχας ότι θα του παραχωρήσουν οι συλλειτουργοί να πει τουλάχιστον το κοντάκιο της εποχής και τράβηξε νευρικά με αγένεια στο δεξιό μέρος της Αγίας Τράπεζας που στεκόταν το μικρόφωνο κοντά στο
στόμα του. Αλλά μεταρσιωμένοι στην πανδαισία τους οι Κεφαλλήνες συλλειτουργοί συνέχισαν απνευστί να ψάλουν, μεγαλοπρεπώς και μεγαλοφώνως το κοντάκιο της εορτής «Ιωακείμ και ¨Αννα….» όπως το είχε τονίσει ο μακαρίτης ο Χαράλαμπος Μοσχόπουλος από το Ληξούρι με επαναληπτικό κάντο στις καταλήξεις. Ο παππά Γ. Βήχας άρχισε να χάνει
την υπομονή του και να μουρμουρίζει με νευρικότητα κάτι που έμοιαζε με μυστικές ευχές της Θείας Λειτουργίας. Οι Κεφαλλήνες συλλειτουργοί τελείωσαν τη κορώνα της προτελευταίας φράσης κάπου στις επάνω γραμμές του πενταγράμμου… «…η Στείρα τίκτει την Θεοτόκον…..» και έκαναν παύση για να πάρει την κατάληξη «…..και τροφόν της ζωής ημών ….» η χορωδία που καθυστερούσε μέχρι να βρει τον τόνο. Τότε άρχισε ο παροξυσμός του βήχα του παππά Γ. Βήχα να τον προδίδει και ακούστηκε δυνατά επειδή είχε βάλει προηγουμένως αποκλειστικά μπροστά στο στόμα του το μικρόφωνο από όλα τα μεγάφωνα μέσα και έξω από την εκκλησία η φράση που προηγουμένως μουρμούριζε ……« γκουχ-γκουχ…πάψτε ρε Η-Ι-ΣΟΥ-Ι-ΤΕΣ»
και όσο ο παροξυσμός του βήχα συνέχιζε, επαναλαμβανόταν ακούσια αλλά καθαρά η λέξη «γκουχ- γκουχ–Η-Ι-ΣΟΥ-Ι-ΤΕΣ γκουχ… γκουχ..Η-Ι-ΣΟΥ-Ι-ΤΕΣ…» μέχρι που τελείωσε ο παροξυσμός. Οι άδοντες ιερείς μέσα στον ψαλτικό τους οίστρο … ή και λόγω ανωτερότητας μαρτυρούν ότι δεν το κατάλαβαν εκείνη τη στιγμή. Οι ακροατές όμως τους περιέγραφαν μετά το γεγονός με κάθε λεπτομέρεια εκδηλώνοντας τα συναισθήματά τους άλλοι με ιερή αγανάκτηση και άλλοι με το προσωπικό
τους χιούμορ και τα σκαρίκια (=συγχαρητήρια). Εγώ θυμάμαι τη σκηνή σαν όνειρο διατρέχοντας τότε τη δεύτερη δεκαετία της ζωής μου, όντας παππαδάκι του Ιερού. Τη θυμάμαι όμως πολύ περισσότερο με τις σχετικές παραλλαγές από τις άπειρες φορές που την ξανάκουσα. Ο παππά Λουκέρης και ο πατέρας μου το διαλαλούσαν και το επαλαλάμβαναν σε γνωστούς καιφίλους σαν να τους έχει απονεμηθεί το ΜΕΓΑΛΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ.
Μέχρι το τέλος της ζωής του ο πατέρας μου μνημόνευε με πολύ σεβασμόκαι συγκίνηση τους συλλειτουργούς του, ιδιαίτερα στη γιορτή του Αγίου Φανουρίου, και πρόσθετε με Επτανησιακή ικανοποίηση:
«Δεν μας είπε και τίποτα κακό ο παππά Γ.Βήχας. Δεν μας είπε ΑΜΑΝΕΤΖΗΔΕΣ ή ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΥΣ που δε θα ξέραμε που να κρυφτούμε από τη ντροπή… Ο Κύριος να τον αναπαύει… Αιωνία του η μνήμη…».