Από το 1907, ο ανδριάντας του Ηλία Μηνιάτη στο Ληξούρι, ως δημόσιο γλυπτό, αποτελεί ένα τοπόσημο για την πόλη που γέννησε τον διασημότερο Νεοέλληνα ιεροκήρυκα. Πόσοι, όμως, γνωρίζουν, ότι στην Ιακωβάτειο Βιβλιοθήκη απόκειται μια ενδιαφέρουσα προσωπογραφία του;
Πριν την παρουσιάσουμε εδώ ως έκθεμα του μήνα Ιουλίου και για να διευκολυνθεί ο σημερινός θεατής στην «ανάγνωσή» της, προτάσσουμε σύντομα βιογραφικά στοιχεία για τον εικονιζόμενο, έναν Ληξουριώτη ιεράρχη, ο οποίος άφησε ως γραπτή παρακαταθήκη στο έθνος ένα έργο που προκαλεί το ενδιαφέρον μέχρι σήμερα.
Ο Ηλίας Μηνιάτης (1669-1714) γεννήθηκε στο Ληξούρι, πέθανε στην Πάτρα και ετάφη στον Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Μηνιατών στη γενέτειρά του. Προστατευόμενος του Ληξουριώτη Μητροπολίτη Φιλαδελφείας, Μελετίου Τυπάλδου, δεκαετής εισήχθη στο Φλαγγινιανό Φροντιστήριο στη Βενετία, όπου σπούδασε επί δέκα έτη και απέκτησε θεολογικές, φιλολογικές και φιλοσοφικές γνώσεις. Εκτός από τις κλασικές γλώσσες (αρχαία ελληνικά, λατινικά), γνώριζε ακόμη εβραϊκά, γερμανικά, γαλλικά και ιταλικά. Είκοσι ετών διορίστηκε καθηγητής στο Φλαγγινιανό Φροντιστήριο, «νεώτατος» χειροτονήθηκε διάκονος και πολύ ενωρίς αναδείχθηκε σε ικανό ιεροκήρυκα. Δίδαξε και κήρυξε στη Ζάκυνθο, στην Κεφαλονιά, στην Κέρκυρα, στη Βενετία, στην Κωνσταντινούπολη. Όντας γλωσσομαθής και έχοντας αποκτήσει και γνώσεις της διπλωματικής επιστήμης, χρησιμοποιήθηκε από τους Βενετούς και σε διπλωματικές υποθέσεις. Το 1711 χειροτονήθηκε επίσκοπος Καλαβρύτων και Κερνίκης. Στην ιστορία έμεινε ως «ο ευγλωττότατος των ιεροκηρύκων μας». Στα κηρύγματά του χρησιμοποιούσε δημώδη γλώσσα, ώστε να είναι κατανοητός και από τον απλό λαό. Οι λόγοι του είναι «μνημεία γλώσσης εθνικής, πηγαί πλούτου γνώσεων και ως άριστα θρησκευτικά βιβλία επί γενεάς ολοκλήρους υπήρξαν […] τιμαλφή των οικογενειών εγκόλπια».
Από το συγγραφικό του έργο περισπούδαστο θεωρείται το «ιστορικοκριτικόν και απολογητικόν σύγγραμμα» Πέτρα Σκανδάλου, ενώ από τα κηρύγματά του αναφέρουμε εδώ εκείνο που εξεφώνησε στον Άγιο Γεώργιο των Ελλήνων στη Βενετία την 25η Μαρτίου 1686 (;). Απευθυνόμενος στην Παναγία, επαναλάμβανε: «Έως πότε, πανακήρατε Κόρη, το τρισάθλιον γένος των Ελλήνων έχει να ευρίσκεται εις τα δεσμά μιας ανυπόφορης δουλείας;[…]». Ο Λόγος αυτός τον αναδεικνύει σε πρωτοπόρο της ελληνικής ελευθερίας, πριν ανακινηθεί το θέμα της αποτίναξης του τουρκικού ζυγού από τους Νεοέλληνες Διαφωτιστές. Τα κηρύγματά του, εκδόθηκαν το 1718 στη Λειψία, με τη φροντίδα του πατέρα του , Φραγκίσκου Μηνιάτη, με τον τίτλο Διδαχαί, και έκτοτε γνώρισαν πολλές άλλες εκδόσεις, μέχρι την τελευταία το 2020.
Ένδειξη της θετικής υποδοχής και της πρόσληψης του έργου του αποτελεί και ο ικανός αριθμός προσωπογραφιών του που κυκλοφορούσαν. Μια απ’ αυτές απόκειται στην Ιακωβάτειο Βιβλιοθήκη στο Ληξούρι, την οποία και παρουσιάζουμε αμέσως παρακάτω:
Άγνωστος, Προσωπογραφία Ηλία Μηνιάτη, 19ος αι. (;), ελαιογραφία σε μουσαμά, 49χ43 (56χ50) εκ., Ληξούρι, Κεντρική Δημοσία Βιβλιοθήκη – Μουσείο Ληξουρίου –Ιακωβάτειος
Σε ουδέτερο κιτρινωπό βάθος απεικονίζεται μορφή ιερωμένου μέχρι το στήθος, με ελαφρά στροφή προς τα δεξιά ως προς τον θεατή. Έχει κοντή, πυκνή, σκουρόχρωμη γενειάδα που χρυσίζει από το φως που καταυγάζεται στο πρόσωπό του, μαύρα ζωηρά μάτια που κοιτάζουν εκτός του πεδίου του θεατή και φέρει μαύρο επανωκαλύμμαυχο (κουκούλιον). Φορεί αρχιερατικό μανδύα, ο οποίος κουμπώνει στον λαιμό με τρόπο που ανοίγει και φαίνεται το μαύρο εσωτερικό ένδυμα, πάνω στο οποίο προβάλλεται μεγάλος εγκόλπιος σταυρός.
Τα χείλη, επιμελώς σχεδιασμένα, είναι ελαφρώς ανοικτά, σαν να συλλαμβάνεται ο εικονιζόμενος σε στιγμή κηρύγματος και μάλιστα σαν να εκστομίζει κάτι ευχάριστο, ενώ τα «ομιλούντα» μάτια και οι ανοδικές γραμμές του προσώπου δημιουργούν ένα ευφρόσυνο πρόσωπο, το οποίο ακτινοβολεί αγάπη και αγαθότητα. Η μειλίχια μορφή με το φωτεινό, καθαρό πρόσωπο αποπνέει πνευματικότητα.
Ο αρχιερατικός μανδύας, ο οποίος κατά παράδοση είναι συνήθως πορφυρός έως βυσσινόχρους με κίτρινη φόδρα, εδώ δομείται εξωτερικά από τα δύο αυτά ζεστά χρώματα, το κίτρινο και το κόκκινο, τα οποία ενεργοποιούν όλη τη σύνθεση. Η ελευθερία στη χρωματική απόδοση και η έλλειψη των χαρακτηριστικών επωμίδων του αρχιερατικού μανδύα μήπως παραπέμπουν σε όψιμη χρονολόγηση της παρούσας προσωπογραφίας, η οποία πιθανότατα στηρίζεται σε παλαιότερη, η οποία φιλοτεχνήθηκε, αφού ο Ηλίας Μηνιάτης χειροτονήθηκε επίσκοπος Καλαβρύτων και Κερνίκης το 1711;
Για την προσωπογραφία του Μηνιάτη στην Ιακωβάτειο Βιβλιοθήκη, δεν έχει εντοπιστεί, μέχρι στιγμής, καμιά πληροφορία, η οποία θα φώτιζε την έρευνα και θα διευκόλυνε τον ερευνητή στη χρονολόγησή της και στην ταύτισή της με έργο συγκεκριμένου καλλιτέχνη. Είναι γνωστό ότι οι διάφορες προσωπογραφίες του που κυκλοφορούσαν δεν απέδιδαν πάντοτε σωστά τα προσωπογραφικά του χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με τον Ηλία Τσιτσέλη, η ακριβέστερη προσωπογραφία βρισκόταν μέχρι την Ένωση στην οικία του Διονυσίου Μηνιάτη, η οποία από την Κεφαλονιά μεταφέρθηκε στη Φλωρεντία από τον ζωγράφο Γεώργιο Μηνιάτη (1820-1895). Ο τελευταίος φιλοτέχνησε «εξ αυτής τινά αντίγραφα», εκ των οποίων τουλάχιστον ένα σωζόταν στην Κεφαλονιά στην οικογένεια Σπυρίδωνος Μηνιάτη και άλλο ένα είχε στην κατοχή του ο Γερμανός Καλλιγάς. Το έργο της Ιακωβατείου θα μπορούσε να είναι ένα από αυτά τα αντίγραφα, αλλά το γεγονός, ότι δεν το γνώριζε ο Ηλίας Τσιτσέλης, μας οδηγεί στην υπόθεση ότι στην οικογένεια Ιακωβάτου έφθασε αυτό αργότερα, μετά το 1904, έτος έκδοσης του Α΄ τόμου των Κεφαλληνιακών Συμμίκτων. Σήμερα, στην Αίθουσα Υποδοχής του Μητροπολιτικού Μεγάρου στο Αργοστόλι, σώζεται άλλη προσωπογραφία του Μηνιάτη σε μεγαλύτερη ηλικία και με ελαφρώς μεγαλύτερες διαστάσεις, 62χ50,5 (78χ68)εκ.
Στη δεκαετία του Τριάντα από απογόνους του Γεωργίου Μηνιάτη δωρήθηκαν στη Βιβλιοθήκη Αργοστολίου 21 έργα, από τα οποία σήμερα σώζεται μόνο ένα στο Κοργιαλένειο Μουσείο. Ανάμεσα στα δωρηθέντα και λανθάνοντα σήμερα ήταν και προσωπογραφία του Ηλία Μηνιάτη, διαστάσεων 75χ64 εκ., η οποία μπορεί να ταυτίζεται με εκείνη, την οποία ο ζωγράφος πήρε στη Φλωρεντία, βάσει της οποίας ο Ηλίας Τσιτσέλης περιγράφει τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του ιεράρχη: «φέρει βραχείαν μέλαιναν γενειάδα, είνε [sic] μάλλον λεπτοφυής, έχει φυσιογνωμίαν ζωηράν και αρρενωπήν και συμπαθή και κατά την στάσιν μεγαλοπρεπή[…]». Τα χαρακτηριστικά αυτά ταιριάζουν με τα χαρακτηριστικά που έχει ο Μηνιάτης στην προσωπογραφία της Ιακωβατείου στο Ληξούρι. Έτσι, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η σωζόμενη προσωπογραφία στο Ληξούρι είναι ένα από τα αντίγραφα που φιλοτέχνησε, σε μικρότερες διαστάσεις, ο Γεώργιος Μηνιάτης και η λανθάνουσα προσωπογραφία από τα Κατάλοιπά του θα μπορούσε να ήταν η αρχική, το πρωτότυπο έργο που αναφέρει ο Τσιτσέλης, το οποίο τού χρησίμευσε ως πρότυπο. Η αναγεννησιακή αύρα του παρόντος πίνακα, όσον αφορά στον διάχυτο φωτισμό και στην καθαρότητα των χρωμάτων, συνηγορεί στην απόδοσή του στον Γεώργιο Μηνιάτη, ο οποίος είχε επηρεαστεί από τον ιταλικό κλασικισμό. Η συνεχιζόμενη έρευνα θα καταδείξει το βάσιμο ή όχι της υπόθεσής μας.
Δώρα Φ. Μαρκάτου
Ιστορικός τέχνης
τ. Αναπλ. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων