«Πάμε όλοι μαζί».
«Κοντεύει μεσάνυχτα… Θα χάσουμε την Ανάσταση, σου λέω».
«Αν συνεχίσεις να ρωτάς, θα τη χάσουμε στ’ αλήθεια».
«Τι έχεις μέσα στην τσάντα;»
«Μη ρωτάς και περπάτα!».
Πήρανε το δρόμο, με βήματα βιαστικά. Ο πρώτος έτρεχε σα λαγός, κι οι άλλοι ακολουθούσαν απορημένοι, σαν μικρά, φοβισμένα λαγουδάκια. Το σκοτάδι είχε από ώρα σκεπάσει τα καντούνια του χωριού – κι ο κόσμος ακόμα δεν είχε ξεπορτίσει για τη λειτουργία της Ανάστασης.
«Σιγά που είναι αργά. Θα προλάβουμε», είπε ο πρώτος. Μονάχα οι μυρωδιές από τη μαγειρίτσα, τα τσουρέκια και τα κουλουράκια κυκλοφορούσαν στους δρόμους – κι ο σκύλος με το κουδουνάκι, που το ‘χε συνήθειο να βολτάρει τις νύχτες και τις μέρες να κοιμάται…
Καθώς βγαίνανε από το χωριό λιγοστεύανε οι μυρωδιές κι οι θόρυβοι – κι ακούγανε πιο δυνατά τις πατημασιές τους, τις ανάσες τους, μα και τις κουκουβάγιες που θαρρείς κάνανε κι εκείνες πρόβες για το «Χριστός Ανέστη».
«Μισό λεπτό ρε παιδιά, έχασα τη λαμπάδα μου από την τρεχάλα», ακούστηκε να λέει ο μικρότερος απ’ όλους…
Χάθηκε η φωνούλα του μέσα στο ποδοβολητό… Μα θα ‘χανε μαζευτεί είκοσι-τριάντα παιδιά… Αυτές οι μανάδες τους να δείτε χαρά που θα κάνανε… Φορέσανε όλα τα καλά τους και φύγανε από το σπίτι μια ώρα πιο νωρίς μ’ ένα ξερό «θα τα πούμε στην εκκλησία». Ούτε γκρίνιες που αργεί να σημάνει ο παπάς, ούτε καβγάδες για το τσουλούφι που δε λέει να γίνει χωρίστρα, ούτε λιγούρα για τη μαγειρίτσα μετά από τόσες μέρες νηστεία.
«Πού χαθήκανε όλα, τα σκασμένα; Κάτι ετοιμάζουνε πάλι… Πόσο ν’ αντέξει ακόμα ο έρμος ο παπάς τις στρακαστρούκες; Από πέρυσι βουίζει το δεξί του αυτί… Άμα χάσει και τ’ αριστερό πώς θα συνεννοείται με τον ψάλτη;»
Τρεχάλα στην τρεχάλα, φτάσανε. «Γρήγορα» είπε ο πρώτος, κι άδειασε το σακίδιό του: «φέρατε όλοι τα σύνεργα;» «Ναι!» φωνάξανε όλοι μαζί κι οι φωνές τους σαν να πέρασαν στο απέναντι βουνό και ξαναγύρισαν πίσω…
Το συνεργείο έβαλε μπροστά… Τέτοια μαεστρία, τέτοια σβελτάδα, τέτοια οργάνωση… «Μακάρι να πηγαίναμε έτσι και στην παρέλαση». «Σουτ… Γρήγορα… Προλαβαίνουμε δεν προλαβαίνουμε το «Χριστός Ανέστη»…
Μόλις που είχανε τελειώσει, ακούστηκε ο πρώτος ήχος της καμπάνας… «Τρεχάτε!». Τα σύνεργα μαζεύτηκαν και μπήκαν στο σακίδιο, οι γιακάδες σουλουπώθηκαν, οι χωρίστρες ξαναφτιάχτηκαν όπως όπως – κάποιες σταλίτσες ιδρώτα σκουπίστηκαν με το μικρό μαντηλάκι… «Τρεχάτε!!!»
Μπήκαν στην εκκλησιά μόλις ο παπάς έψελνε το «Δεύτε Λάβετε Φως». Ουφ… Ανακούφιση… Όλο το χωριό σάστισε καθώς είδε τόσα παιδιά μαζί, με τα σακίδια στην πλάτη, να μπαίνουν σαν προσκοπάκια μέσα και να κάνουν το σταυρό τους… Αν ήταν άλλη μέρα οι μανάδες τους θα τους κάνανε νοήματα ότι θα εξηγηθούν αργότερα, κουνώντας πάνω κάτω τα χέρια τους, μα τώρα κοιτούσαν να πάρουν το άγιο φως από τη λαμπάδα του παπά, και σε λιγάκι να ψάλουν το «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών»…
Η ακολουθία τέλειωσε – όλοι έγιναν μια μεγάλη χορωδία, άλλαξαν τα φιλιά της αγάπης, κι έπειτα δεκάδες μικρά φωτάκια βγήκαν από την εκκλησιά μαζί με τους πιστούς για να γυρίσουνε στα σπίτια τους. Σκιρτούσαν τα στομάχια στην υποψία της μυρωδιάς της μαγειρίτσας, και μέλωναν τα στόματα στη γλυκιά προσμονή του φαγητού.
«Κοιτάχτε!» ακούστηκε μια σαστισμένη φωνή, που σκέπασε τα βεγγαλικά και τις στρακαστρούκες… Κοιτάξτε απάνω στη ράχη!!!
Τι να δει κανείς απάνω στη ράχη; Κάποτε, λένε, ήτανε καταπράσινη, μα κάηκε κάποιο καλοκαίρι – στάχτη γίνανε τα δέντρα και τ’ άγρια ζώα. Καπνός είχανε γίνει τα πουλιά της. Και τους χειμώνες, οι βροχές παρέσυραν το λιγοστό της χώμα, κι είχε απομείνει γυμνή, όλο βράχια – φόβος και τρόμος των παιδιών. Ούτε τα φίδια δεν καταδέχονταν να ζήσουν εκεί… «Αν δε διαβάζεις, να γίνεις άνθρωπος, εκεί θα σου φτιάξω μια καλύβα. Ούτε νερό, ούτε σκιά δε θα ‘χεις», λέγανε σε κάποιους άτακτους. «Κρανίου τόπος» έλεγε ο παππούς – κι όλα τα παιδιά πίστευαν πως εκεί πάνω η γη ήτανε σπαρμένη από κρανία.
Τι να δει κανείς απάνω στη ράχη;
Σα να χαμήλωσαν όλα τα φωτάκια από τις λαμπάδες. Σαν να σβήστηκαν τα βεγγαλικά, σαν να σώπασαν οι κροτίδες. Κι οι μιλιές. Σώπασαν κι εκείνες και όλοι κοιτούσαν γεμάτοι απορία.
Κάποιοι μικροσκοπικοί γενναίοι μέσα τους καμάρωναν για το κατόρθωμά τους. Και τα χαμόγελά τους ήταν τόσο φωτεινά…
Η ράχη είχε γεμίσει από μικρά, αναμμένα κεράκια… Εκατοντάδες, χιλιάδες φλογίτσες που τρεμόπαιζαν στον αέρα της νυχτιάς είχαν σκεπάσει τη γύμνια της, την είχαν κάνει φωτεινότερη κι απ’ το καμπαναριό. Άλλες άναβαν, άλλες έσβηναν, άλλες θέριευαν κι άλλες χάνονταν λίγο λίγο…. Τόσο μεγάλη πασχαλινή λαμπάδα το χωριό δεν είχε ξαναδεί…
«Τι είναι αυτό;» αναρωτήθηκε κάποιος μεγάλος.
Μια μικρούλα, θαμπωμένη από το θέαμα, είχε προχωρήσει μπροστά από όλους τους άλλους και κοιτούσε – οι πυγολαμπίδες είχαν πάρει χαμπάρι πως έχουν ανταγωνιστή κι είχαν κυκλώσει τη ράχη πετώντας, μικρά πυροτεχνήματα της φύσης…
«Τι είναι αυτό;» ξαναρώτησε ο μεγάλος.
Η μικρούλα γύρισε πίσω να δει ποια ήταν εκείνη η φωνή και κατάλαβε πως είχε ξεμακρύνει πολύ. Φοβήθηκε, κι άρχισε να ψάχνει για την αδελφή της, φωνάζοντας δυνατά το όνομά της:
«Ελπίδα!!! Ελπίδα!!!»
«Ελπίδα!!! Ελπίδα!!!» άρχισαν να φωνάζουν όλοι μαζί. Κι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν ξανά.
«Ελπίδα! Ελπίδα!» αντήχησαν οι φωνές στη φωτισμένη ράχη, κι όλες οι φλογίτσες τρεμόπαιξαν μεμιάς μαζί. Χτύπησαν τότε δυνατά οι καμπάνες, χαρμόσυνα…. Μόλις σώπασαν, ακούστηκε και το κουδουνάκι του σκύλου, που γυρνούσε από την πιο περίεργη βραδινή βόλτα που είχε κάνει ποτέ…
Φύγανε και τα παιδιά ευχαριστημένα, και πήγανε να κοιμηθούν, με το φως στην ψυχή κι ένα ακόμη μικρό καρδιοχτύπι.
Το άλλο πρωί, ο μικρότερος απ’ όλους της παρέας ξεκίνησε να βρει τη λαμπάδα του, που είχε χάσει χτες βράδυ, στο δρόμο. Κι εκείνος, κι όσοι άλλοι ξυπνήσανε νωρίς εκείνο το πρωί σίγουρα θα είδανε πως οι πασχαλιές που είχαν φυτέψει τα παιδιά στο λιγοστό καμμένο χώμα της ράχης ήτανε κιόλας ανθισμένες.
Πηγή: eliaswords.blogspot.com