Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Διαλόγου με την Ιστορία» που διοργανώνεται υπό την αιγίδα της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής Unesco πραγματοποιήθηκε χθες, 27 Σεπτεμβρίου στην αίθουσα τελετών του Ιονίου Πανεπιστημίου, τη παρουσία εκλεκτού κοινού, η παρουσίαση του ιστορικού μυθιστορήματος «Στα σκαλοπάτια τ’ Ουρανού» της Ευρ. Λειβαδά.
Την εκδήλωσε χαιρέτισε ο Περιφερειάρχης Ιονίων Νήσων κ. Θόδωρος Γαλιατσάτος και η Πρύτανης του Πανεπιστημίου Καθ. Αναστασία Σαλή-Παπασαλή. Για το βιβλίο μίλησαν με ιδιαίτερα θερμά λόγια και με ανάλυση ο κάθε ένας από την δική του επιστημονική σκοπιά ο Αρχιερατικός Επίτροπος φιλόλογος και δρ. Θεολογίας πρωτ. Θεμιστοκλής Μουρτζανός, ο αρχιτέκτονας και συγγραφέας κ. Νίκος Παργινός και ο κοινωνιολόγος- οικονομολόγος και πρόεδρος της UNESCO Ιονίου κ. Γεώργιος Σκλαβούνος. Την εκδήλωση έκλεισε η συγγραφέας που μίλησε για τους προβληματισμούς της κατά τον χρόνο συγγραφής, καθώς επίσης εξέφρασε τις θερμές της ευχαριστίες για τους συμπαρουσιαστές της, για τις εκδόσεις Λιβάνη που την εμπιστεύονται, και για την κ. Κουκουβίνου των εκδόσεων για την αμέριστη αρωγή της.
Στη συνέχεια οι παρουσιαστές ήταν καλεσμένοι στο πλαίσιο της ρωσικής εβδομάδας «Διεθνές κοινωνικό φόρουμ στα Ιόνια Νησιά» σε δεξίωση στο πολεμικό πλοίο MOSCΒA, το οποίο θα καταφθάσει στο Αργοστόλι στις 2 Οκτωβρίου 2014.
ΣΤΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ
Ομιλίες κατά την παρουσίαση του ομότιτλου βιβλίου της Ευρυδίκης Λειβαδά
Η Ιστορία φαίνεται ότι συνηθίζει να ασχολείται με τα σπουδαία γεγονότα. Αυτά που αλλάζουν τη ζωή των ανθρώπων και που προκαλούν μεταβολές στους γεωπολιτικούς χάρτες του κόσμου. Καμία όμως ιστορική αλλαγή δεν έρχεται ξαφνικά. Επωάζεται στις καρδιές των ανθρώπων.Πυροδοτείται από τις αδικίες, τις φιλοδοξίες, τα ιδανικά αυτών που πρωταγωνιστούν. Και συνδέεται με πρόσωπα που δεν έχουν κατ’ ανάγκην ως στόχο την αλλαγή. Οι συγκυρίες οδηγούν σε νέους δρόμους. Όμως η Ιστορία δεν παύει να γράφεται από την τελική έκβαση των όσων κυοφορούνται. Και όταν η αλλαγή ολοκληρωθεί, τα ονόματα των πρωταγωνιστών της μένουν στα βιβλία ή ως ονοματοδοσίες δρόμων. Το φορτίο όμως των κόπων, των συναισθημάτων, των λαθών, των θυσιών, της ζωής και του θανάτου, της καλοσύνης και της κακίας, του αδίστακτου και του ηρωικού που οδηγεί στην αλλαγή, κρύβεται σταδιακά πίσω από τις κουρτίνες του χρόνου. Ώσπου όλοι και όλα χάνονται οριστικά στο πέρασμά του.
Ο ιστορικός έχει ως αποστολή του να καταγράψει τα γεγονότα. Να τα ερμηνεύσει. Να προβεί και σε κρίσεις για τα πρόσωπα. Όμως ο ιστορικός είναι επιστήμονας. Και η επιστήμη καλείται να μιλά με βάση γεγονότα, αποδείξεις, πηγές. Δεν μπορεί να εισχωρήσει στα ανθρώπινα συναισθήματα, τουλάχιστον όσον αφορά στη διάρκειά τους. Να δει τη στιγμή. Το βάθος τους. Το πώς διαμορφώνεται το κίνητρο της αλλαγής. Ο ιστορικός μπορεί να προβεί σε γενικότερες διαπιστώσεις ή να εντοπίσει κίνητρα. Συνήθως όμως βλέπει την έκβαση των έργων, των προθέσεων, του χαρακτήρα, των επιλογών των ανθρώπων. Μπορεί να ξεκινήσει από τις προθέσεις τους. Δεν μπορεί όμως να μείνει σ’ αυτές. Να τις ζωγραφίσει. Να προχωρήσει σε μία ανάλυση στιγμιότυπο-στιγμιότυπο και να βοηθήσει ώστε οι μετέπειτα να σπουδάσουν την πορεία της ύπαρξης ενός πρωταγωνιστή προς την αλλαγή, προς τη νίκη ή την ήττα.
Εδώ έρχεται ο λογοτέχνης.
Ο λογοτέχνης παίρνει το ιστορικό γεγονός, την αλλαγή ή την στασιμότητα, τους πρωταγωνιστές της, καταγεγραμμένους ή αφανείς, κυρίως τους αφανείς, γεννά κι άλλους, μέσα από την φαντασία του ή μέσα από το πώς θα ήθελε να έχει διαμορφωθεί η εξέλιξη της πλοκής του έργου του ή της ιστορίας, και μας δίδει τη δυνατότητα να ταξιδέψουμε στην ύπαρξή τους. Να απαντήσουμε στο ερώτημα: τι είναι αυτό που τους έκανε πρωταγωνιστές; Τι είναι αυτό που οδήγησε στην ιστορική αλλαγή; Τι είναι αυτό που τελικά τους φέρνει στην υπέρβαση του ιστορικού χρόνου και τους ανεβάζει στα σκαλοπάτια του ουρανού; Ο καθένας λογοτέχνης καλείται βεβαίως να απαντήσει στο ερώτημα: τι είναι γι’ αυτόν η λογοτεχνία. Έκφραση ψυχής; Σπουδή στην τέχνη και κατάθεση της εμπειρίας; Ανάγκη; Φαντασία; Αναζήτηση της αλήθειας ή κατασκευή της; Ή και μια απόπειρα διδαχής, δημιουργίας μιας παρακαταθήκης που θα επιτρέψει στους αναγνώστες του, του παρόντος και του μέλλοντος, να εμπνευστούν ή να απορρίψουν λογοτεχνικές και ιστορικές μορφές, που είναι βέβαιο ότι μπορούν να ταιριάξουν στα ζητούμενα πολλών από αυτούς. Ο διδακτισμός δεν μπορεί βεβαίως να είναι ο καθαυτό στόχος και να σημαδεύει τον τρόπο γραφής ενός λογοτέχνη, διότι τότε η λογοτεχνία γίνεται στρατευμένη κι αυτό γεννά προβληματισμούς για την σχέση της με την αλήθεια. Ωστόσο, κάθε λογοτεχνικό κείμενο με αρετές, αφήνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη του να διδαχθεί. Να γνωρίσει την εποχή στην οποία αναφέρεται, ιδίως όταν το λογοτέχνημα έχει τις πηγές του στην Ιστορία, και να αντλήσει μηνύματα για τη δική του αφύπνιση, τον προβληματισμό του και την πορεία του. Τελικά, μ’ αυτό τον τρόπο η λογοτεχνία δίνει ζωή στην Ιστορία!
Αυτό πετυχαίνει η Ευρυδίκη Λειβαδά στο μυθιστόρημά της Στα σκαλοπάτια τ’ ουρανού. Συγγραφέας με λογοτεχνικό ταλέντο, με μαστοριά στη γραφή και ξεχωριστή ικανότητα τόσο περιγραφής όσο και αφήγησης, αλλά και την ίδια στιγμή, μυθοπλασίας, πετυχαίνει στο βιβλίο της να μας παρουσιάσει την εικόνα της Κεφαλονιάς, της ιδιαίτερης πατρίδας της, στον ταραγμένο 19ο αιώνα. Χρησιμοποιώντας κλασικά λογοτεχνικά μοτίβα, όπως αυτά του ημερολογίου και της αναγνώρισης, αξιοποιώντας στοιχεία από την λαϊκή παράδοση τόσο του τόπου της, όσο και γενικότερα, όπως το ξεμάτιασμα και η προίκα, δοσμένα με το ιδιαίτερο επτανησιακό λεξιλόγιο, αλλά και επιτρέποντας στον εαυτό της να διαλεχθεί με σύγχρονα στοιχεία όπως το άνοιγμα της λογοτεχνίας στην ψυχολογία και το μεταφυσικό μυστήριο, μας δίνει την ευκαιρία να διαβάσουμε ένα μυθιστόρημα στο οποίο η Ιστορία διαλέγεται με την τέχνη του λόγου, μας βοηθά να σπουδάσουμε τον αγώνα των ριζοσπαστών για την ελευθερία και την δημοκρατία και να δούμε την οπτική της συγγραφέως πάνω στο θέμα του ακατανίκητου έρωτα, που γίνεται πάθος, βεβηλώνει και καταστρέφει. Και την ίδια στιγμή, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, περιδιαβαίνουμε σε μία συναρπαστική περιπέτεια με ήρωες άρχοντες κι αρχόντισσες, αριστοκράτες, ανθρώπους του λαού, μοναχούς και μοναχές, αγρότες και υπηρέτες, τρελούς και γνωστικούς, ξένους και ντόπιους, έναν ολόκληρο κόσμο που συνταιριάζει τα Επτάνησα με την Γηραιά Αλβιόνα στα χρόνια της προετοιμασίας και του αγώνα για ανεξαρτησία.
Ιδιαίτερα επίκαιρη η τότε εποχή. Μας δείχνει ότι η δίψα για ελευθερία και δημοκρατία ξεπερνά τον χρόνο. Μας δείχνει ότι ακόμη και οι καλύτερες προθέσεις, όπως αυτή του τοποτηρητή της Κεφαλονιάς Νέιπιερ, όταν η γενικότερη πολιτική δεν βοηθά, δεν μπορούν να δώσουν στους ανθρώπους και τους λαούς την ευκαιρία να προοδεύσουν αληθινά, μολονότι μπορεί σε επίπεδο έργων, πολιτισμού, ποιότητας ζωής να συμβάλουν αποφασιστικά. Τίθεται βεβαίως το ερώτημα, το οποίο απασχόλησε στον αγώνα για την Ένωση με την Ελλάδα, όλους τους Επτανήσιους: καλύτερα ελεύθεροι, χωρίς όμως την πρόοδο που θα επιθυμούσαμε, ή εξαρτημένοι και με βελτίωση της ποιότητας ζωής μας; Καλύτερα να ακολουθούμε τον δικό μας δρόμο ή να ανήκουμε κάπου, να έχουμε τα απαραίτητα της ζωής και να είμαστε ενταγμένοι στον «προοδευμένο» κόσμο, χωρίς όμως ουσιαστική ελευθερία και δημοκρατία;
Οι πολιτικές ελίτ στην πατρίδα μας γενικότερα έχουν απαντήσει προ πολλού στο ερώτημα. Ο απλός κόσμος όμως εξακολουθεί να ονειρεύεται και να ελπίζει στην ελευθερία και τη δημοκρατία, ίσως με ρομαντισμό και απουσία ρεαλισμού, ωστόσο με την προσδοκία ότι κάποτε κάτι θα αλλάξει. Ο Σολωμικός λόγος εξακολουθεί να περιγράφει την κατάσταση: «Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ κι αγαπημένε, πάντοτ’ ευκολόπιστε και πάντα προδομένε». Γι’ αυτό και η ευθύνη των πολιτικών μας είναι τεράστια. Η όποια εξαπάτηση του λαού, εκτός από αγυρτεία, αποτελεί και συνέχεια μίας ανήθικης στάσης ζωής, η οποία οδήγησε και οδηγεί στην εξαχρείωση της κοινωνίας μας.
Από την άλλη αξίζει να σταθούμε στα λόγια της συγγραφέως: «Δύο, με τη φλόγα της αρετής, μπορούν να κάνουν έναν νέο κόσμο, απαλλαγμένο από κάθε λογής δηλητήριο. Δωσ’ μου το χέρι σου να διασχίσουμε μαζί την πύρινη οδό». Τα συλλογίζεται όλα τούτα. Όμως οι ερωτευμένες ψυχές τους δειλιάζουν, μελαγχολούν, βιώνουν έντονα τα προβλήματα των ανθρώπων που αγαπούν, και τα προβλήματα αυτά είναι ανασταλτικά στην πρόοδο και αποκάλυψη των πολύ προσωπικών τους συναισθημάτων. Αυτά τα λόγια δείχνουν ότι η αλλαγή στη ζωή, η αληθινή επανάσταση έρχεται όταν οι άνθρωποι επιλέγουν το δρόμο της αρετής και της αγάπης, όταν έχουν την αίσθηση του χρέους έναντι των οικείων τους, αλλά και έναντι του κόσμου. Το τίμημα όμως είναι το κλείσιμο στον εαυτό μας, η θυσία των μεγάλων συναισθημάτων. Χαρακτηριστικό και το παράδειγμα του Κερκυραίου μεγάλου Κυβερνήτη Ιωάννου Καποδίστρια. Η ζωή όμως είναι μία. Και αναρωτιόμαστε, καθώς διαβάζουμε τα λόγια της συγγραφέως, αν τελικά αξίζει η θυσία. Η συγγραφέας, με ταγραφόμενά της, αφήνει να διαφαίνεται καταφατική απάντηση. Ο δρόμος αυτός όμως δεν είναι για όλους.
Σημειώνουμε τον πετυχημένο τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας παρουσιάζει τη ζωή των συνεργατών των κατακτητών, οι οποίοι δεν διστάζουν να εκμεταλλευτούν την ισχύ τους έναντι των απλών ανθρώπων για να πλουτίσουν οι ίδιοι εις βάρος τους. Το χρήμα διαφθείρει τον άνθρωπο. Το χρήμα κάνει ακόμη και τα ιερότερα της ζωής που είναι ο γάμος και η οικογένεια να γίνονται μία συναλλαγή. Είναι συνηθισμένο το μοτίβο σε κείμενα Επτανησίων του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, όπως του Λασκαράτου, του Θεοτόκη, του Ξενόπουλου, να περιγράφεται αυτή η αέναη σύγκρουση ανάμεσα στον έρωτα και την οικονομική επιφάνεια και εξασφάλιση, ανάμεσα στα δύο μεγάλα μονοπάτια της ζωής: εξουσία και αυτάρκεια ή αγάπη που δεν θα τα έχει όλα. Και την ίδια στιγμή, η συγγραφέας σχηματοποιεί την άρνηση του αρχοντολογιού να ακολουθήσει το λαϊκό αίσθημα στα πρόσωπα που πλουτίζουν χάρις στην συνεργασία με τους Άγγλους.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν ακόμη ο χαριτωμένος τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται οι σχέσεις Ορθοδόξων και Καθολικών, με αφορμή την εικόνα της Παναγίας της Πρεβεζιάνας, το επεισόδιο με την λιτάνευση του Επιταφίου την Μεγάλη Παρασκευή του 1848, η άρνηση του λαού να συμμετάσχει στην δέηση υπέρ του τοποτηρητή και η αποδοκιμασία του Αρχιεπισκόπου ο οποίος ήταν αγγλόφιλος, αλλά και η προβολή κληρικών όπως ο παπα-Φωκάς, που διαφύλαξε το μυστικό της οικογένειας της Κυμώς με σεβασμό στην αποστολή του, η λαϊκή ανάγνωση της ευχής του γάμου από τον απλοϊκό ιερέα, η άγαμη μητέρα που γίνεται μοναχή και όλο αυτό το δέσιμο των ανθρώπων με τη θρησκεία, όχι ως αναζήτηση πνευματικότητας και εσωτερικού βάθους, αλλά με τον τρόπο των Επτανησίων, που βλέπουν τη θρησκεία ως συστατικό στοιχείο της παράδοσής τους, ως καταφυγή στις δυσκολίες της ζωής και που ζητούν από τον κλήρο τους να έχει δυναμική παρουσία στο κοινωνικό γίγνεσθαι, πάντα στα πλαίσια του δημοκρατικού ήθους και του αγώνα για ελευθερία. Μία θρησκεία δηλαδή κοινωνικού και όχι τόσο πνευματικού περιεχομένου.
Από τους πιο δυνατούς διαλόγους του μυθιστορήματος είναι η αμοιβαία εκμυστήρευση των του έρωτος από τις δύο κεντρικές ηρωίδες, τις ξαδέρφες Σεμίνα και Κυμώ. Ο έρωτας που τελικά ανεβάζει τους ανθρώπους στα σκαλοπάτια του Ουρανού. Που είναι φως και την ίδια στιγμή θάνατος. Χαρά και λύπη. Που δύσκολα μπορεί ο άνθρωπος να τον αντέξει. Η μία ηρωίδα εξαφανίζεται. Η άλλη, αφού βρίσκει τις λύσεις στα αινίγματά της, επιστρέφει στο τέλος του μυθιστορήματος στην Κεφαλονιά. «Ουρανός» είναι το ατμόπλοιο ιονικών συμφερόντων με το οποίο ταξιδεύει προς το νησί. Στα σκαλοπάτιά του βρίσκεται η Κυμώ, έτοιμη να συνεχίσει τον αγώνα για την ελευθερία. Στα σκαλοπάτια που η δίψα για ζωή, για αλήθεια, για αγάπη είναι τα συστατικά στοιχεία που μας ανοίγουν το δρόμο για τον ουρανό και την ίδια στιγμή μας δείχνουν τι σημαίνει να είναι κάποιος αληθινά ελεύθερος.
Ευχαριστούμε και συγχαίρουμε την συγγραφέα για το μυθιστόρημά της, όπως επίσης και για το ότι μας υπενθύμισε ότι θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία και την ίδια στιγμή ότι ένας ήρωας δεν γεννιέται, αλλά γίνεται. Αρκεί να το λέει η καρδιά του. Και δεν έχει σημασία αν είναι άντρας ή γυναίκα. Ο βιβλικός λόγος άλλωστε (Παροιμ. 29,10) πάντοτε θα έχει ισχύ: «Γυναίκα ανδρείαν τις ευρήσει; Τιμιωτέρα εστί λίθων πολυτελών η τοιαύτη»!
Κέρκυρα, 27 Σεπτεμβρίου 2014
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Ομιλία του Νίκου Παργινού στην παρουσίαση του βιβλίου στην Κέρκυρα
Φίλες & φίλοι. Με μεγάλη χαρά και ιδιαίτερη τιμή βρίσκομαι απόψε εδώ, στο πλευρό μιας νέας και ταλαντούχας επτανήσιας συγγραφέως, για να πω κι εγώ από την πλευρά μου δυο λόγια για το νέο της βιβλίο. Είναι μεγάλη η τιμή που γίνεται στο πρόσωπό μου, να βρίσκομαι ανάμεσα σε εκλεκτούς ομιλητές, σ’ έναν χώρο που σηματοδοτεί τόσα πολλά, τόσο για τη γνώση και την ιστορία, όσο και για το αύριο και το μέλλον ετούτου του τόπου.
Μα επιτρέψτε μου, είναι μεγάλη και η συγκίνησή μου, να συμμετέχω κι εγώ σε τούτο το ιερό μνημόσυνο, στην κεντρική εκδήλωση μνήμης για την επέτειο της δολοφονίας του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Πόσο μάλλον, όταν ακόμα το μελάνι δεν έχει στεγνώσει από το τελευταίο μου βιβλίο, το πιο πρόσφατο ταπεινό εγχείρημά μου, να καταπιαστώ λογοτεχνικά με τις ιστορικές αλήθειες και τα ιδανικά που πρέσβευε ετούτη η ανεξερεύνητη, ακόμα και στις μέρες μας, ηρωική μορφή. Θα ήθελα λοιπόν, πρώτα από όλα, να ευχαριστήσω τον αξιότιμο κ. Σκλαβούνο για την τιμή και την εμπιστοσύνη που επέδειξε στο πρόσωπό μου, προσκαλώντας με σε τούτο το διαλογικό πανηγύρι με την ίδια την ιστορία. Αλλά και όλους εσάς, για την παρουσία και το ενδιαφέρον σας για την αποψινή και όχι μόνο εκδήλωση που σηματοδοτεί πολλά και σημαντικά.
«Ναι, επιτρέπεται να βιάζουμε την ιστορία…», έλεγε μεταξύ σοβαρού και αστείου ο Αλέξανδρος Δουμάς, «…με την προϋπόθεση όμως ότι θα της κάνουμε παιδί». Δυστυχώς, βέβαια, στις μέρες μας, γινόμαστε όλο και πιο συχνά, μάρτυρες άκαρπων ιστορικών βιασμών. Βιασμών που αντί να καρποφορήσουν έναν γόνιμο και διαρκή διάλογο με το παρελθόν, εξυπηρετούν ευτελείς σκοπιμότητες και εθνικούς καιροσκοπισμούς στο περιθώριο μιας μίζερης και στείρας πραγματικότητας. Ένας άλλος, ο νομπελίστας Ισλανδός συγγραφέας, Χαλντόρ Λάξνες, προχώρησε ένα βήμα παραπέρα τον συλλογισμό του Αλεξάνδρου Δουμά, υποστηρίζοντας πως: «Η διαφορά ανάμεσα σ’ έναν μυθιστοριογράφο και σ’ έναν ιστορικό, είναι πως ο πρώτος λέει ψέματα επίτηδες και χάριν αστεϊσμού, ενώ ο δεύτερος λέει ψέματα έχοντας τη φαντασίωση ότι λέει την αλήθεια». Σύμφωνα, πάλι, με μια γενική παρατήρηση, στα αφηγηματικά έργα συνήθως διαχέονται ιδέες και προκαταλήψεις, εκλαϊκεύονται επιστημονικές, φιλοσοφικές και ανθρωπολογικές θεωρίες, καθιστώντας το ίδιο το αφηγηματικό έργο ως πολιτισμικό ενδιάμεσο που συντελεί στη διάδοση ιδεών και στη μετάδοση θετικών ή αρνητικών στερεοτύπων. Κι αν η επιστημονική ιστορία και η γραφή της αποτελούν κυρίως επαναπροσέγγιση τεκμηρίων και αναζήτηση της ερμηνείας των φαινομένων, η μυθιστορηματική ιστορία, αποτελεί, κυρίως, πρόσληψη της ίδιας της Ιστορίας μέσα από δευτερογενείς πηγές ή από άμεσες βιωματικές αφηγήσεις και εμπειρίες. Δεν είναι τυχαίο που η ίδια η ιστορία θεωρείται για πολλούς δημιουργούς ως λογοτεχνικό παίγνιο που χρησιμοποιείται κατά το δοκούν.
Με ποιο τρόπο, όμως, το ιστορικό μυθιστόρημα φέρνει την Ιστορία στην καρδιά του παρόντος; Πόσο καλά μπορούμε να αναπαραστήσουμε το πνεύμα και το κλίμα μιας άλλης εποχής και τι ακριβώς πρέπει να γίνει ώστε να συνδεθεί αυτό το πνεύμα και αυτό το κλίμα με τα καυτά ζητήματα της δικής μας εποχής; Και πόσο θεμιτό είναι τελικά να μετατρέπεις την ιστορία σε νουάρ μυθιστόρημα;
Μη με κοιτάτε, δεν έχω τις απαιτούμενες απαντήσεις, βιβλία γράφω και θέτω απλά τα ερωτήματα. Αν θέλετε παρόλα αυτά την προσωπική μου άποψη, δεν έχω παρά να σας καταθέσω μια από τις αιτίες που θεωρώ πως για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν μας επέτρεψε να παρατηρήσουμε την κοινή πορεία που ακολούθησαν η ιστοριογραφία και το μυθιστόρημα και το ό,τι λειτούργησαν συμπληρωματικά. Ήταν η κοινή πεποίθηση ότι τα δυο αυτά είδη ανήκουν σε δυο διαμετρικά αντίθετους χώρους. Η ιστοριογραφία στο χώρο της έρευνας και της πραγματικότητας, και το μυθιστόρημα στο χώρο της τέχνης, της καλλιτεχνικής δημιουργίας, της φαντασίας. Ιστορικοί και φιλόλογοι σεβάστηκαν και αναγνώρισαν στο διάβα του χρόνου ετούτη την αυτονομία της άλλης πλευράς. Αναμφίβολα, όμως, το ιστορικό μυθιστόρημα είναι η πιο δύσκολη μορφή μυθιστορήματος γιατί πέρα της προϋπόθεσης να είναι καλό, ως μυθιστόρημα ταυτόχρονα πρέπει να είναι και σωστό ιστορικά. Για το πραγματικά μεγάλο δε, ιστορικό μυθιστόρημα, απαιτείται ακόμα μια προϋπόθεση. Η νέα προσέγγιση, η νέα θεώρηση της ιστορικής περιόδου όπου εξελίσσεται η πλοκή του.
Λένε πως υπάρχουν ουσιαστικά δυο κίνητρα για να διαβάσεις ένα βιβλίο. Το ένα είναι για να το απολαύσεις. Το άλλο, είναι για να παινευτείς γι’ αυτό. Δεν σας κρύβω, πως απόψε, βρίσκομαι εδώ γιατί διαβάζοντας το «Στα σκαλοπάτια τ’ Ουρανού» και το απόλαυσα, αλλά και θέλω να παινευτώ γι’ αυτό. Για να δημιουργήσεις ένα δυνατό βιβλίο, πρέπει να διαλέξεις πρώτα από όλα ένα δυνατό θέμα. Κι αυτό το κάνει η Ευρυδίκη Λειβαδά. Η ιστορία του διαδραματίζεται στην Κεφαλονιά του 19ου αιώνα, στη σκιά της Αγγλοκρατίας, στα Επτάνησα της καταπίεσης, των λαϊκών εξεγέρσεων, των κινημάτων και των κοινωνικών μεταβολών. Οι αντιθέσεις της εποχής, οι ιδιαιτερότητες της κοινωνίας, οι ιστορικές μορφές, αλλά και οι διαφορετικοί μυθιστορηματικοί χαρακτήρες που πρωταγωνιστούν στο βιβλίο, καθιστούν την έννοια του «διαφορετικού» καθοριστική για την εξέλιξη της πλοκής του. Έρωτας και μίσος, αφέντες και υπηρέτες, επαναστάτες και υποτελείς, αστοί και αγρότες, το μυθιστόρημα μοιάζει να μοιράζεται σε δυο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος, μιας σκληρής και συνάμα όμορφη εποχής που δυστυχώς, παραμένει ελάχιστα γνωστή στο ευρύ κοινό. Το βιβλίο, πέρα από ο,τιδήποτε άλλο, εξυμνεί τον έρωτα και τα πάθη, που αγκαλιάζουν μαεστρικά τους χαρακτήρες και εκείνοι μοιάζουν να παλινδρομούν, όπως και κάθε ερωτική ιστορία ή πάθος, μεταξύ της φαντασίας και της λογικής, της εξουσίας και της επανάστασης.
Κεντρική πρωταγωνίστρια του βιβλίου η Κυμώ, που μαζί με την αινιγματική και αιθέρια ξαδέρφη της, Σεμίνα, καταφθάνουν στο νησί της Κεφαλονιάς. Ετούτο το ταξίδι, οι εντυπώσεις, οι περιπέτειες, τα μυστικά, οι αποκαλύψεις και οι εξαρτήσεις από τα πάθη και τον έρωτα, αποτελεί και το πρώτο επίπεδο γραφής του βιβλίου, μια αφηγηματική γραμμή που καλύπτει και το μεγαλύτερο μέρος του. Μια πορεία που μοιάζει με ανεξερεύνητο κόσμο που μέσω της γραφής αποκτά άξαφνα μια μικρή ρωγμή, που είναι όμως ικανή να φωτίσει τα πάντα, σελίδα τη σελίδα, καθώς το φως της γνώσης για τον αναγνώστη και της επίγνωσης για τους ήρωες εισέρχεται σιγά – σιγά κι αποκαλύπτει αλήθειες καλά κρυμμένες, και σκαλοπάτι το σκαλοπάτι μας μεταφέρει στον λογοτεχνικό ουρανό της ιστορικής αφήγησης.
Η Ευρυδίκη Λειβαδά στήνει το παιχνίδι της καλά στη σκακιέρα της συγγραφής. Ξέρετε, εμείς οι συγγραφείς, δεν διαβάζουμε ποτέ τους συναδέρφους μας, έχουμε πάντα όμως την τάση να τους αναλύουμε. Δέστε, λοιπόν, κατά την ταπεινή μου άποψη, τι κάνει η αγαπητή Ευρυδίκη σε τούτο το βιβλίο. Από τη μια η ηρωίδα της και η νέα περιπέτειά της στην Αγγλοκρατούμενη Κεφαλονιά. Από την άλλη, το ίδιο το παρελθόν. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση που θα καθιστούσε ίσως μονότονο και κουραστικό το πόνημα, πλαισιώνεται μαεστρικά με την εξιστόρηση σε πρώτο πρόσωπο του πατέρα της, μέσα από το εύρημα της χρήσης του ημερολογίου του νεκρού Άγγλου που περιγράφει τη ζωή και τη δράση του στην Κεφαλονιά μερικά χρόνια νωρίτερα. Κι έτσι, το παρελθόν, μοιάζει να αναδύεται από το περιθώριο και να διεκδικεί να καθορίσει το ίδιο το παρόν, αποκαλύπτοντας ένα επτασφράγιστο μυστικό που θα αλλάξει την ίδια τη ροή της ιστορίας. Εκρηκτικό μέχρι στιγμής το μείγμα, αλλά η Ευρυδίκη το πάει ακόμα παραπέρα.
Η ιστορία και η αλήθεια της ταυτίζονται με την εξιστόρηση σε πρώτο πρόσωπο, όπου το ημερολόγιο αποτελεί το πολυσύνθετο φόντο του έργου που εξυμνείται η ιστορία, ενώ η μυθοπλασία και η τριτοπρόσωπη εξιστόρηση βρίσκονται στο προσκήνιο, εκεί όπου η λογοτεχνία παίζει τον κύριο ρόλο και καθοδηγεί τα νήματα. Πέρα όμως και πάνω από τα δυο ευδιάκριτα επίπεδα αφήγησης, μερικά σκαλοπάτια για την ακρίβεια πιο πάνω, ορίζεται και μια τρίτη μυστική και απόκρυφη εξιστόρηση, αποτέλεσμα των υπερφυσικών δυνάμεων που δείχνει να διαθέτει η αινιγματική φιγούρα της Σεμίνας. Από τη μια οι αποκαλύψεις και οι προκλήσεις του παρόντος και από την άλλη το υπερφυσικό στοιχείο που δρα καταλυτικά όχι προς την ανατροπή των δεδομένων, αλλά προς τον χρωματισμό και τη συμπλήρωσή τους.
Κι ενώ η Ευρυδίκη μας καθηλώνει με το συγγραφικό της εύρημα, βάζει σε εφαρμογή και τα απαραίτητα αναισθητικά της εργαλεία για να χρυσώσει το χάπι της ανάγνωσης. Όλα διαδραματίζονται στη Κεφαλονιά, σ’ ένα σκηνικό που, όπως αποδεικνύεται, το γνωρίζει πολύ καλά. Η έρευνά της, τα ιστορικά στοιχεία στα οποία ανατρέχει, αλλά και η αγάπη της γι’ αυτόν τον τόπο είναι διάχυτα στις σελίδες του βιβλίου. Μένει κάτι ακόμα. Το περιτύλιγμα για να μας κάνει να μπούμε ακόμα περισσότερο στην ίδια την ιστορία της. Η λαϊκή παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα του τόπου, ο επιτηδευμένος σεβασμός στους γλωσσικούς ιδιωματισμούς της περιοχής, η επίμονη και εξαιρετική περιγραφή των φυσικών τοπίων, αλλά και η πειστική περιγραφή της καθημερινότητας των ηρώων, με παράθεση λεπτομερειών που καταδεικνύουν τη δουλειά και το μεράκι της δημιουργού.
Δεν σας κρύβω πως η γραφή της Ευρυδίκης, με μάγεψε από τις πρώτες σελίδες. Οι περιγραφές της, οι λογοτεχνικές της βουτιές στα ενδότερα των χαρακτήρων, ειδικά της πρωταγωνίστριας, ακόμα και οι επιτηδευμένες λεπτομέρειες που προσθέτουν αυτή την αίγλη σ’ ένα μυθιστόρημα, έκαναν τις σελίδες να κυλούν γρήγορα, κι έτσι το βιβλίο, παρά τη μεγάλη του έκταση, δεν αποδείχθηκε κουραστικό.
Κάποτε, κάποιος είπε πως τέσσερα πράγματα είναι πάντα περισσότερα από ό,τι νομίζουμε. Τα χρόνια μας, τα χρέη μας, τα σφάλματά μας και οι εχθροί μας. Ζούμε σε μια εποχή που αρχίζουμε για τα καλά να συνειδητοποιούμε ετούτη την οδυνηρή αλήθεια. Ίσως γι’ αυτό και να είναι επιβεβλημένη η επιστροφή στην ιστορική αλήθεια, εκεί όπου τα χρόνια, παρότι πολλά, μπορείς να τα ξαναζήσεις σε μια στιγμή, εκεί όπου τα χρέη, παρότι τεράστια, μπορείς να τα ξεπληρώσεις με ευγνωμοσύνη, εκεί όπου τα σφάλματα, παρότι πάμπολλα, μπορούν να σε οδηγήσουν στο σωστό δρόμο, κι εκεί όπου οι αλλοτινοί εχθροί μπορούν να μετατραπούν σε τωρινούς συμμάχους.
Έχουν περάσει 183 χρόνια από τη δολοφονία του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Οι βρετανικές αρχές συνεχίζουν να θεωρούν το φάκελο της υπόθεσης άκρως απόρρητο, μη επιτρέποντας την πρόσβαση σ’ αυτόν. Είναι ακόμα πιο τραγικό όμως, εμείς οι ίδιοι, με τις επιλογές και τη στάση μας, να αποκλείουμε χωρίς λόγο και αιτία την πρόσβασή μας στα ίδια εκείνα τα μονοπάτια της ιστορίας, που έχουν τόσα πολλά να μας διδάξουν. Κι ετούτο το βιβλίο, το νέο σου βιβλίο, Ευρυδίκη, αποτελεί μια ακόμα καλή αφορμή. Να στρέψουμε την προσοχή μας και πάλι προς το μέρος της, και να οπλίσουμε το σημερινό μας αίολο βήμα με τις αλλοτινές μας ιστορικές στιβαρές παραστάσεις.
Ευρυδίκη, είμαι σίγουρος πως ετούτο το νέο σου παιδί, θα αγαπηθεί τόσο από το αναγνωστικό κοινό, όσο κι από την ίδια την ιστορία.
Σας ευχαριστώ.
Νίκος Παργινός
Αρχιτέκτων – Συγγραφέας