Του Ηλία Τουμασάτου
Απεκρίθη ᾿Ιησοῦς· ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου
Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, 18, 26
Στις ορθόδοξες εικόνες οι ιερές μορφές απεικονίζονται αβαρείς κι αέρινες. Πίσω απ’ τις πτυχώσεις των μακριών τους ενδυμάτων θαρρείς πως δεν υπάρχει σώμα. Κι αν κοιτάξεις το πρόσωπό τους, ταλαιπωρημένο κι αδύνατο από τις κακουχίες που υπέστησαν στον δρόμο τους για την αγιοσύνη, θα καταλήξεις μοιραία στο βλέμμα τους. Ένα βλέμμα που μοιάζει να μην κοιτάει εσένα, αλλά την ίδια στιγμή να είναι στραμμένο σ’ ολόκληρο το σύμπαν, εκείνο, το μεγάλο, αλλά ταυτόχρονα και σ’ ένα παράλληλο σύμπαν, εκείνο της δικής σου ψυχής.
Όταν είδα για πρώτη φορά τον παπα-Γεράσιμο, ένιωσα πως αυτός ο άνθρωπος που ξεπρόβαλε από το στενό δρομάκι της οδού Ντέριν δεν μπορεί, πρέπει να το έσκασε από κάποια εικόνα. Λες και κάποια εικονιζόμενη μορφή άξαφνα ζωντάνεψε, πήρε σάρκα και οστά κι άρχισε να περιδιαβαίνει τους δρόμους της μικρής μας πόλης. Ψηλός και λιγνός, με βλέμμα σαν εκείνο των εικόνων, από τη μια χαμηλωμένο, επί της γης, κι από την άλλη σπινθηροβόλο και λαμπρό, λες και καθρέφτιζε τον ουρανό. Αθόρυβο το βήμα του καθώς απομακρυνόταν από το οπτικό μου πεδίο, ντυμένος στα λιτά, συχνά ταλαιπωρημένα και τριμμένα ράσα του, που, όπως εκείνα στις εικόνες έμοιαζαν να μην κουβαλούν μέσα τους κανένα σώμα ανθρώπινο, παρά μόνο μια ψυχή, που το βάδισμά της δεν ακουγόταν, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν πατούσε πάνω στη γη, αλλά πετούσε χαμηλά, πλάι στους ανθρώπους. Κάθε φορά που τον έβλεπα, κάθε φορά ένιωθα κάποιον να πετάει στο πλάι μου, σαν τα μαυροντυμένα χελιδόνια που πετούν χαμηλά πριν τη βροχή. Και την ίδια στιγμή ένιωθα καμιά φορά τη μεγάλη αντίθεση με τα δικά μου, βαριά πολλές φορές βήματα, κι αναρωτιόμουν πώς εκείνος ο άνθρωπος μπορούσε να κάνει εκείνο που εγώ μπορούσα να κάνω μόνο όταν ήμουνα παιδάκι, στα όνειρά μου: Να πετάει.
Ήτανε γείτονάς μου ο παπα-Γεράσιμος, αν υποθέσουμε ότι η πραγματική του κατοικία ήταν το σπίτι που διέμενε, εκεί, στη μικρή γειτονιά κάτω από το εκκλησάκι της Παναγίας Ρακατζή. Μα δεν ήταν αυτό το αληθινό του σπίτι… Τον έβλεπα τόσες φορές, πεζό, χωρίς να νοιάζεται αν βρέχει ή έχει ήλιο, να πηγαίνει κάπου. Λες και το σπίτι του ήταν οι δρόμοι της πόλης μας, και του νησιού μας… Ή…ίσως οι δρόμοι εκείνοι να ήταν απλά ο προθάλαμος, ο διάδρομος για τα σπίτια όλων μας, για τα σπίτια όλων εκείνων που είχαν ανάγκη…Μ’ αυτό το σκεπτικό το σπίτι του ήταν τα σπίτια όλου του κόσμου… Από παντού ακουγόταν, διακριτικά και χαμηλόφωνα, όπως υποψιάζομαι ότι θα ήθελε ο ίδιος, ότι ο παπα-Γεράσιμος δεν σταματούσε ποτέ να προστρέχει σε όποιον χρειαζόταν βοήθεια, να θυσιάζει τα πάντα για τον συνάνθρωπο. Μυστικά και ήσυχα. Για την πράξη, όχι για τον απόηχο που θα ακολουθήσει.
Πολλές φορές περνώντας από το εκκλησάκι της Παναγίας έβλεπα ανθρώπους να τον περιμένουν εκεί, για να εξομολογηθούν. Παρόλο που απέχω παρασάγγας από αυτό που η κοινωνία μας χαρακτηρίζει «καλό χριστιανό», απέναντι στο μυστήριο της εξομολόγησης ένιωθα μεγάλο δέος. Είναι μια στιγμή όχι μόνο απόλυτης εμπιστοσύνης απέναντι στον παπά που βρίσκεται απέναντί σου, αλλά και μια αποκαλυπτική στιγμή για τον άνθρωπο, που φανερώνει τα πιο μύχια κομμάτια της ψυχής του στον θεό που πιστεύει. Γι’ αυτή την επίσης μυστική και ήσυχη εμπειρία, λίγα φανέρωναν οι άνθρωποι… Μια σχεδόν αόρατη, αραχνοΰφαντη αύρα πλανιόταν στα λόγια όσων είχαν ζήσει εκείνη την εμπειρία, που άφηνε να εννοηθεί πόσο λυτρωτική ήταν για τους ανθρώπους. Γιατί, αλίμονο, σήμερα που έχουν πολλαπλασιαστεί οι φωνές, έχουν λιγοστέψει δραματικά οι άνθρωποι που ξέρουν ν’ ακούνε με την καρδιά τους. Που θέλουν να ακούσουν για να μοιραστούν το βάρος απ’ αυτό που σε βασανίζει. Που μέσα τους κουβαλούν τη δύναμη για να σηκώσουν όλο το βάρος του κόσμου, αν χρειαστεί. Εκείνοι, οι αβαρείς, οι σχεδόν ασώματοι.
Ομολογώ πως πολλές φορές ένιωσα την επιθυμία να του μιλήσω κι εγώ, ποτέ όμως δεν βρήκα τη δύναμη. Μα εκείνος με αποκαλούσε, όπως όλον τον κόσμο «παιδάκι μου», όποτε με συναντούσε στο δρόμο, κι ας μη με είχε δει ούτε μια φορά στην εκκλησιά. Για χρόνια ένιωθε πατέρας όλων. Και ίσως ήταν. Και των πιστών και των άλλων. Ακριβώς απέναντι από την κάμαρά μου, στο εκκλησάκι της Ρακατζής πολλά ήτανε τα βράδια, χειμώνα καλοκαίρι, που οι πιστοί μαζεύονταν κι εκείνος λειτουργούσε. Ποτέ δεν πήγα. Μα όλες τις λειτουργίες τις άκουγα στο δωμάτιό μου, βυθισμένος σε χαρτιά και σε βιβλία. Και καμιά φορά, αργά το βράδυ, όταν η εκκλησούλα είχε πλέον απολύσει, τον άκουγα να χαιρετάει τους πιστούς λέγοντας «Καληνύχτα παιδάκι μου». Και μ’ έναν περίεργο τρόπο ένιωθα πως εκείνη η καληνύχτα περνούσε τον τοίχο του σπιτιού μου κι ερχόταν και σε μένα. Πως και μένα μου έλεγε καληνύχτα. Πως και για μένα, που δεν πάταγα στην εκκλησιά, που δεν τόλμησα να πάω ούτε μια φορά να κοινωνήσω, ένιωθε πατέρας.
Πατέρας όλων ήτανε και πριν εκλεγεί και χειροτονηθεί μητροπολίτης του νησιού μας. Ναι, το επιθυμούσε αυτό το αξίωμα, αλλά, πιστεύω, όχι για τον τίτλο, αλλά για να έχει μεγαλύτερη δυνατότητα να προσφέρει. Αυτή η αφιέρωσή του στην κοινωνική προσφορά είχε μεγαλύτερη δύναμη από κάθε αξίωμα, από κάθε τίτλο. Ήταν πέραν του κόσμου τούτου ο παπα-Γεράσιμος, έμοιαζε να εμφορείται από δυνάμεις που είναι πολύ πιο ουσιαστικές και πολύ πιο ισχυρές από τις ανθρώπινες ιεραρχίες. Με επίκεντρο όλων των δυνάμεων την άδολη και ανεπιτήδευτη αγάπη, εκείνη που ξεκινάει από τα βάθη της ψυχής και απευθύνεται στα βάθη της ψυχής. Εκείνη που μοιράζεται δίχως φειδώ, που μ’ έναν τρόπο υπεράνθρωπο, όσο περισσότερο τη σκορπάς τόσο πολλαπλασιάζεται μέσα σου, αλλά και ακόμη περισσότερο φυτρώνει και καρπίζει στις ψυχές των ανθρώπων. Όσων έχουν τη δύναμη να αποδεχτούν ότι η αγάπη είναι κατά πρώτο λόγο θυσία, και μοιρασιά. Αγάπη είναι να δίνεις ό,τι έχεις μέσα σου, κι αν μπορείς ακόμα περισσότερα. Κι αυτή η αγάπη γίνεται πηγή χαράς, κι ο άνθρωπος που την κοινωνεί στους άλλους είναι ο πιο πλούσιος άνθρωπος του κόσμου, κι ας είναι τρύπια τα παπούτσια του, κι ας ζει με τα απολύτως αναγκαία σ’ ένα μικροσκοπικό σπιτάκι σ’ ένα στενό δρομάκι της μικρής μας πόλης. Αλλά είπαμε, ο παπα-Γεράσιμος δεν ζούσε εκεί. Ζούσε παντού, ανάμεσά μας.
Την τελευταία φορά που τον είδα, λίγο πριν την εκλογή του, ήταν πάλι στο δρόμο. Κάπου πήγαινε πάλι. Κάπου που τον είχαν ανάγκη. Είχα παρκάρει το αμάξι έξω από τη Ρακατζή, και καθόμουν για κάμποση ώρα μέσα, βουλιαγμένος πάνω στο κάθισμα του οδηγού και παλεύοντας με τις δικές μου σκέψεις. Ένα χτύπημα στο τζάμι του αυτοκινήτου με έφερε ξανά στην επιφάνεια. Κοίταξα στα δεξιά μου, ήταν ο παπα-Γεράσιμος. Άνοιξα το τζάμι, τον καλημέρισα. Στο χέρι του κράταγε ένα ημερολόγιο της Μητρόπολης με την εικόνα της Παναγίας. «Πάρε παιδάκι μου» μου είπε και συνέχισε το δρόμο του. Δεν θέλω να περιγράψω το μέγεθος της γαλήνης που ένιωσα εκείνη τη στιγμή, έτσι ξαφνικά. Δεν το ήξερα, αλλά αυτές ήτανε οι τελευταίες του κουβέντες που θα άκουγα… Μα σ’ αυτές τις τρεις λέξεις ήταν κλεισμένη και η φιλοσοφία όλης της ζωής του:
«Πάρε, παιδάκι μου».
Δεν βρήκα τη δύναμη να πάω στην κηδεία, ούτε καν μέχρι το λαϊκό προσκύνημα της Μητρόπολης, ένα τετράγωνο παρακάτω από το σπίτι μου. Γιατί πιστεύω ότι ο παπα-Γεράσιμος ακόμα ζει. Για όποιους νομίζουν πως έφυγε εκείνο το βράδυ, εκείνη τη στιγμούλα, σ’ εκείνο το μοναστήρι μακριά από τον τόπο του, τις ίδιες εκείνες μέρες που με παιδικό σχεδόν, καθώς λένε όσοι ήταν κοντά του, ενθουσιασμό ετοιμαζόταν να γυρίσει στο νησί και να αναλάβει τα καινούρια του καθήκοντα, το ξαναλέω, ζει. Γιατί η αγάπη που τόσο απλόχερα μοίρασε σε όλους, ο σπόρος εκείνος που ενώνει τον ουρανό και τη γη, είναι ζωντανός, κι ας ξαναγύρισε εκείνος σε κάποια από τις ιερές εικόνες όπου κατοικούσε, πέραν του κόσμου τούτου. Αυτός ο σπόρος της αγάπης υπάρχει σ’ όλους μας. Και σε σένα, τον πιστό χριστιανό, και σε μένα. Αν θα φυτρώσει και θ’ ανθίσει, από όλους εξαρτάται. Κι από σένα κι από μένα. Το σίγουρο είναι πως η αγάπη δεν πεθαίνει. Γιατί και κείνη είναι πέρα από μας, πέρα από το σώμα μας. Είναι η αγάπη σαν τον παπα-Γεράσιμο, πέραν του κόσμου τούτου.
Το απόγευμα της Κυριακής πριν ο παπα-Γεράσιμος ταξιδέψει κοντά στο Θεό, η μάνα μου, που συνηθίζει να βλέπει παράξενα όνειρα, ήρθε και μου είπε αναστατωμένη: «Είδα ένα καντήλι που του τέλειωσε το λάδι. Κι έναν άνθρωπο προς την Ανατολή να ανεβαίνει ψηλά, πολύ ψηλά, κοιτώντας προς τη Δύση. Κι έλεγα μέσα μου, πώς ετούτος ο άνθρωπος ανεβαίνει τόσο ψηλά, χωρίς να ‘χει ούτε σκάλα, ούτε σκοινί, χωρίς καν να σκαρφαλώνει;». Όταν ο συνάδελφός μου ο Νίκος με πήρε συντετριμμένος τηλέφωνο το επόμενο πρωί, δεν μπορούσα να μη σκεφτώ εκείνο το όνειρο.
Τι να την κάνεις τη σκάλα, όταν έχεις ανεβεί όλα τα σκαλιά που οδηγούν στην πιο γνήσια και αφειδώλευτη αγάπη; Παπα-Γεράσιμε, εσένα, που η καρδιά σου χωρούσε όλον τον κόσμο, πώς θα μπορούσε τούτος ο κόσμος να σε χωρέσει;