ΒΟΣΤΩΝΗ. Ολα ξεκίνησαν σ’ ένα μνημόσυνο στην πόλη του Λόουελ της Μασαχουσέτης πριν λίγες μέρες όταν στο γεύμα που ακολούθησε εις μνήμη του προσφιλούς νεκρού, όλοι οι ομογενείς μιλούσαν για την καλή ποιότητα και τη γευστικότητα των κολλύβων και έδιναν συγχαρητήρια στην Μάγδα Σιώτα που τα παρασκεύασε.
Είναι αλήθεια πως κάθε ομογενής μας έχει τη δική του Οδύσσεια, τους δικούς του κρυφούς πόνους, βάσανα και καημούς που έχουν σημαδέψει το διάβα της ζωής του. Το ίδιο ισχύει και για την Μάγδα Σιώτα, η οποία όταν χτυπήθηκε δυνατά στη ζωή βρήκε στα κόλλυβα όχι μόνο παρηγοριά, αλλά κι έναν τρόπο, μικρό έστω, οικονομικής στήριξής της.
Το 1992 έχασε τον σύζυγό της στα 39 του χρόνια κι εκείνη ήταν μόνο 35. Είπε, πως «πήγα σε μία κυρία και της ζήτησα να μου κάνει ένα δίσκο κόλλυβα για τα σαράντα του Κώστα, και μου είπε ότι κοστίζουν, (τότε) 120 δολάρια. Απόμεινα έκπληκτη, διότι δεν τα είχα τα 120 δολάρια, αφού καταλαβαίνετε είχαν προηγηθεί κηδείες και όλα τα συναφή, ήταν δύσκολα, πολύ δύσκολα και το πιο δύσκολο που δεν είχα κανέναν δικό μου άνθρωπο κοντά μου».
Ευχαρίστησε την κυρία και έφυγε και αποφάσισε να τα φτιάξει μόνη της: «Είπα στον εαυτό μου θα τα φτιάξω μόνη μου. Μου ήλθαν κάποιες αναμνήσεις στο μυαλό μου από τότε που ήμουν μικρό κορίτσι στο χωριό μας, το Μικρόκαστρο – Βοΐου της Μακεδονίας που παρακολουθούσα τις μεγάλες γυναίκες πώς έκαναν τα κόλλυβα, αλλά δεν είχα δώσει μεγάλη προσοχή τότε διότι δεν ήλπιζα ότι θα βρισκόμουν ποτέ στην ανάγκη να τα φτιάξω μόνη μου και μάλιστα για τον άνδρα μου στα 35 μου χρόνια».
Ετσι ξεκίνησε, φτιάχνοντας τα κόλλυβα του άνδρα της, στη συνέχεια για κάποιους πολύ γνωστούς και μάλιστα με τέχνη και γευστικότητα, οπότε η είδηση κυκλοφόρησε ανάμεσα στους ομογενείς του Λόουελ ότι η Μάγδα Σιώτα είναι εκείνη που κάνει τα τόσο ωραία κόλλυβα. Είπε ότι «η Παναγιώτα Κόκκινου που είχε το κατάστημα ελληνικών ειδών μου είπε γιατί δεν το κάνεις πιο συστηματικά να εξοικονομείς και μερικά χρήματα. Πράγματι, τύπωσα μερικές κάρτες, η Παναγιώτα το διαφήμισε από στόμα σε στόμα και σιγά-σιγά ξεκίνησα, το έμαθε ο κόσμος κι έτσι πρέπει να σας πω ότι κι εγώ ένιωθα χαρά που μπορούσα και συνέβαλλα με τον δικό μου τρόπο στον μετριασμό της θλίψης των ανθρώπων, αλλά ήταν και μία μικρή οικονομική βοήθεια για μένα αφού σχεδόν κάθε εβδομάδα είχα παραγγελίες, κι είχα δύο μικρά παιδιά να μεγαλώσω και φροντίσω».
Η φήμη της κ. Σιώτα ότι κάνει τα καλύτερα κόλλυβα εξαπλώθηκε και έξω από το Λόουελ. Είπε πως «άρχισαν να μου τηλεφωνούν και από άλλες πόλεις, όπως από το Αντόβερ και ανταποκρινόμουν και ανταποκρίνομαι». Οταν την ρωτήσαμε πόσο κοστίζει ένας δίσκος κόλλυβα, είπε «εκατό δολάρια τον κάνω, δεν το πάει η καρδιά μου να ζητήσω περισσότερα χρήματα διότι οι άνθρωποι είναι πονεμένοι, όπως κι εγώ τότε, ίσως να μην έχουν και οικονομική ευχέρεια. Τα έξοδα είναι σχεδόν τα μισά για τα υλικά, όπως του σησάμι, τα καρύδια, οι ζάχαρες, από αυτά που χρεώνω, αλλά όπως σας λέγω δεν το πάει η καρδιά μου να ζητήσω περισσότερα. Για το Αντόβερ χρεώνω 110 δολάρια επειδή είναι μακριά, τουλάχιστον να καλύπτω τα έξοδα της βενζίνης του αυτοκινήτου».
Εξηγώντας τη διαδικασία της παρασκευής των κολλύβων, είπε ότι «το Σάββατο βράζω το σιτάρι, το στραγγίζω, το απλώνω στο τραπέζι να στεγνώσει διότι αν έχει έστω και λίγο νερό δεν βγαίνει καλό το κόλλυβο, είναι υγρό. Το πρωί της Κυριακής ετοιμάζω τα καρύδια, τα αμύγδαλα, τις σταφίδες, το σουσάμι και στη συνέχεια το φτιάχνω και έτσι είναι φρέσκο πάντοτε».
Η κ. Σιώτα ήλθε στην Αμερική στις 14 Σεπτεμβρίου του 1978 όταν παντρεύτηκε τον σύζυγό της, ο οποίος είχε έλθει μικρό παιδί στην Αμερική και το 1978 είχε πάει στην Ελλάδα για επίσκεψη και γνωρίσθηκαν. Στην αρχή εργάσθηκε στο εργοστάσιο ενδυμάτων στο Λόουελ το Τζάμπα Ντρες. Είπε πως «εργαζόμαστε τότε πολλές Ελληνίδες εκεί», αλλά όταν έκλεισε το εργοστάσιο πήγε στη Βοστώνη και εργαζόταν στις γούνες στο κατάστημα του Αλεν Μίλερ πηγαινοερχόμενη κάθε μέρα από το Λόουελ στη Βοστώνη.
Είχε όνειρα να ανοίξει δικό της κατάστημα, αλλά όπως είπε «είχα ατυχία στη ζωή μου, πέθανε ο άντρας μου και με άφησε με δύο μικρά παιδιά 10 και 11 χρονών, τον Στέργιο και την Αγλαΐα». Λατρεύει τα δύο της εγγόνια της από τον γιο της, τον Κωνσταντίνο και την Μαγδαληνή, που έχει και το όνομά της.
Ονειρό της ήταν να σπουδάσει δασκάλα, αλλά όπως είπε «είχαμε πολλή περιουσία στο χωριό και δουλεύαμε στα χωράφια. Καλλιεργούσαμε οπωροκηπευτικά και καπνά. Μου έλεγε ο πατέρας μου, «τι σχολείο μου λες, έχουμε τόσες δουλειές να κάνουμε”. Σήμερα η κα Σιώτα αισθάνεται χαρούμενη με τα παιδιά και τα εγγόνια της.
Πηγή: Εθνικός Κήρυκας