Συνέντευξη στην δημοσιογράφο της Ε.Ε.Ε, Λυγερή Βικάτου
«Ο καλλιτέχνης δεν εφησυχάζει ποτέ». Στη φράση αυτή συνοψίζεται η στάση ζωής της Μαρίας Φαραντούρη. Η μεγάλη μας ερμηνεύτρια, η οποία πριν από μερικούς μήνες βραβεύτηκε από την Ένωση Επτανησίων Ελλάδας για την προσφορά της στην τέχνη και την κοινωνία, μας μίλησε για το παρελθόν αλλά και το μέλλον της μουσικής της πορείας, για «το θαύμα της τέχνης», τις παιδικές της μνήμες, τα σχέδιά της, και φυσικά τον Μίκη Θεοδωράκη:
– Ας γυρίσουμε τον χρόνο πίσω. Τι ρόλο νομίζετε ότι έπαιξε η καταγωγή που είχαν οι γονείς σας από τα Επτάνησα στην αγάπη σας για την δυτική μουσική;
– Σίγουρα οι γονείς μου έπαιξαν μεγάλο ρόλο, γιατί του πατέρα μου του άρεσαν πολύ οι καντάδες. Αλλά και η μητέρα μου τις τραγουδούσε, παρ’ ότι δεν είναι από την Κεφαλονιά, είναι από τα Κύθηρα. Της άρεσαν, θυμάμαι, ο Χατζηαποστόλου, ο Αττίκ, αλλά και ο Γιαννίδης, ο Χαιρόπουλος, το ελαφρό τραγούδι της εποχής – που τότε το έλεγαν ελαφρό αλλά ήταν πολύ σημαντικό. Τις Κυριακές που κάναμε τραπέζια με τους συγγενείς πάντα τραγουδάγαμε, αλλά και καθημερινά, ένα τραγούδι συνόδευε το τέλος του τραπεζιού. Μεγάλωνα ακούγοντας αυτά αλλά και στο ραδιόφωνο κλασική μουσική, όταν – σπάνια – είχαν κάποιο πρόγραμμα. Δεν είχα επιρροή από ανατολίτικα ακούσματα, παρ’ ότι έμενα στη Νέα Ιωνία που ήταν εργατική συνοικία και υπήρχε διάχυτο το πνεύμα του λαϊκού τραγουδιού που τραγουδούσε ο Καζαντζίδης, η Γιώτα Λυδία κλπ. Η δική μου η κλίση ήταν το δυτικό τραγούδι, η καντάδα, το κλασικό. Η χαρά μου ήταν όταν πηγαίναμε στο σπίτι ενός ξαδέρφου μου, πολύ μεγαλύτερου σε ηλικία, ο οποίος είχε στο σπίτι του ένα γραμμόφωνο και ακούγαμε Βέρντι. Τραγουδούσε κ ο ίδιος, ήταν βαρύτονος. Ήταν ο παππούς της Μαριέττας της Φαφούτη.
– Υπάρχει τέτοια συγγένεια; Δεν είναι γνωστό…
– Ναι, υπάρχει! Της έχω πολύ τρυφερότητα, τη θεωρώ και ταλαντούχα. Της εύχομαι να έχει μια πολύ καλή πορεία στο τραγούδι και να μην το δει ως μία καριέρα, αλλά, αφού αγαπάει τη μουσική πραγματικά, να προχωρήσει και να φτάσει σε βάθος.
– Η συνάντηση στα 16 σας με τον Μίκη Θεοδωράκη, είναι αυτή που τα αλλάζει όλα;
– Ναι, βέβαια. Δεν καλλιέργησα τα στοιχεία λυρικής τραγουδίστριας που είχε η φωνή μου, γιατί γνώρισα τον Μίκη και με κράτησε στην οικογένειά του. Μου είπε «πολλές κλασικές υπάρχουν, αλλά εσύ θα γίνεις τραγουδίστρια δική μου, η μούσα μου». Αυτό είπε όταν με πρωτογνώρισε και με άκουσε: «θέλεις να γίνεις η μούσα μου; Γεννήθηκες για να τραγουδάς τα τραγούδια μου» και εγώ του απάντησα: «το ξέρω». Ήταν μια σχέση πάρα πολύ έντονη, καρμική. Ήταν ο πατέρας μου, ήταν και είναι ο μέντοράς μου. Προχθές που είμαστε στο μπαλέτο Ζορμπάς, ήρθε και συγκινήθηκα πολύ.
– Έχετε σκεφτεί την πορεία σας αν δεν είχατε διασταυρωθεί με τον Μίκη Θεοδωράκη;
– Ίσως θα ακολουθούσα το κλασικό τραγούδι, γιατί όλοι μου έλεγαν να πάω στο ωδείο να ακολουθήσω τη σχολή του λυρικού τραγουδιού, βέβαια κανείς δεν μπορεί να ξέρει την πορεία που θα είχα, αλλά είχα αυτή την κλίση. Δεν μου άρεσε να τραγουδώ σε κέντρα. Θυμάμαι μικρούλα είχα πάει στον Οικονομίδη που μάζευε τα ταλέντα στο πεδίον του Άρεως. Είχα μάθει ένα ιταλικό τραγούδι και το έλεγα με κλασική χροιά. Μου είπε «αχ κορίτσι μου, η φωνή σου είναι για ελαφρό τραγούδι, πρέπει να πας στο ωδείο». Από μικρή είχα συνείδηση πως μάλλον η φωνή μου αυτόν τον δρόμο θα πρέπει να ακολουθήσει. Μέχρι που μπήκε ο Μίκης στο δρόμο μου και ακολούθησα αυτή τη σχολή. Και αυτός βέβαια έχει κλασικά στοιχεία.
– Στη συνεργασία με τον Τσαρλς Λόιντ μας βγάλατε μια εντελώς άλλη πλευρά: η τζαζ ταίριαξε και αυτή στη φωνή σας.
– Έχε υπ’ όψιν σου, ότι το τραγούδι του Μίκη, το «Κράτησα τη ζωή μου», η «Φαίδρα» αλλά και το ελληνικό παραδοσιακό τραγούδι, το ηπειρώτικο κυρίως αλλά και τα νησιώτικα και τα θρακιώτικα έχουν τέτοια στοιχεία που μπορούν – λόγω πεντατονικής κλίμακας που είναι και το μπλουζ – με μια παραλλαγή και μια αλλαγή στην εναρμόνιση να γίνουν και τζαζ. Η σύγχρονη free jazz δεν είναι μόνο τα αμερικάνικα στοιχεία αλλά παίρνει στοιχεία και από Ινδίες, Λατινική Αμερική, από παντού, από όλες τις μουσικές πηγές. Έτσι λοιπόν, και τα δικά μας τραγούδια. Ο Τσαρλς Λόιντ με είχε ακούσει στην Καλιφόρνια, στο Πανεπιστήμιο της Σάντα Μπάρμπαρα και του άρεσα πάρα πολύ. Δημιουργήθηκε μια πολύ καλή σχέση μεταξύ μας, αμοιβαίου θαυμασμού και έχουμε κάνει συναυλίες μαζί σε όλο τον κόσμο: Αμερική, Αυστραλία, Γαλλία, Βρετανία, Πολωνία, Βέλγιο και φυσικά Ελλάδα. Είναι πραγματικά πολύ ωραία αυτή η συνεύρεση της μουσικής, της αφροαμερικάνικης κουλτούρας που διεισδύει στην ελληνική παράδοση και στο έντεχνο τραγούδι όπως το έφτιαξε ο Μίκης Θεοδωράκης. Αυτή την φορά στο Ηρώδειο ήρθε και η νέα γενιά – των τριαντάρηδων – των κορυφαίων μουσικών της Νέας Υόρκης στη τζαζ, ο Γκέραλντ Κλίβερ στα ντραμς, ο Γκέραλντ Κλέιτον στο πιάνο, ο Τζο Σάντερς στο μπάσο, όλοι τους πολύ σπουδαίοι μουσικοί. Ο Σινόπουλος ήταν στην ποντιακή λύρα και ο Τάκης Φαραζής έκανε την επιμέλεια του προγράμματος. Ήταν μαζί μας και ο Γιάννης Σπάθας, που είπε τρεις μπαλάντες του. Δημιουργήσαμε μια καταπληκτική συναυλία.
– Μετά από πενήντα χρόνια εξαιρετικά επιτυχημένης πορείας, μου δίνετε την αίσθηση ότι συνεχίζετε να έχετε την ίδια αγωνία πριν από κάθε συναυλία, σαν να αρχίσατε χθες να τραγουδάτε, για να δανειστώ τον περσινό τίτλο της συναυλίας σας «Χθες άρχισα να τραγουδώ».
– Βέβαια, δεν εφησυχάζει ο καλλιτέχνης. Κάθε φορά είναι σαν να αποκαλύπτεται κάτι καινούριο. Αυτό είναι και το θαύμα της τέχνης. Το ωραίο τραγούδι πάντα σου δίνει μια ανάγκη να το ξαναδημιουργήσεις, να αποκαλύψεις το μυστικό του πάλι, ιδίως όταν τραγουδάς ποίηση. Αισθάνομαι πολύ τυχερή που στην πορεία μου συνάντησα τόσο μεγάλους δημιουργούς, τον Μίκη Θεοδωράκη, αλλά και τον Μάνο Χατζηδάκη. Οι οποίοι – και αυτό είναι σημαντικό – μου εμπιστεύτηκαν ολόκληρα έργα τους, όχι μεμονωμένα τραγούδια. Ο Χατζηδάκης μου έδωσε τη «Μελισάνθη», τα «Παράλογα», την «Αμοργό», τη «Σκοτεινή μέρα», ο Μίκης ο Θεοδωράκης το «Canto General», την «Κατάσταση πολιορκίας», το «Πνευματικό εμβατήριο». Τότε οι καλλιτέχνες έγραφαν κύκλους τραγουδιών. Μετά άλλαξαν οι εποχές και οι ανάγκες. Οι δημιουργοί δεν έχουν τα μέσα που είχαν τότε, έχουν μόνο το ίντερνετ, το οποίο καλό είναι, αλλά και πιο δύσκολο να βρεις τον αποδέκτη σου. Παλαιότερα, δεν είχαμε μέσα προβολής, δεν υπήρχε τηλεόραση καν, έγραφε όμως κάτι η εφημερίδα και γέμιζαν τα γήπεδα!
– Μαρία Κάλλας του λαού, Joan Baez της Μεσογείου, έχετε ακούσει τόσους επαίνους όλα αυτά τα χρόνια. Εσείς, για πιο πράγμα – πέρα από τη φωνή σας φυσικά – είστε πολύ περήφανη;
– Σίγουρα είναι πολύ ωραίο για τον καλλιτέχνη να αναγνωρίζεται η δουλειά του, η φωνή του και η στάση ζωής του στην τέχνη, αλλά ποτέ δεν άλλαξαν όλα αυτά τον χαρακτήρα μου. Από 16 χρονών παιδί που με γνώρισε ο Μίκης είχα μια πορεία πολύ σφιχταγκαλιασμένη με το έργο. Είχα πολύ μεγάλη τύχη, να έχω έναν μεγάλο δημιουργό που γράφει τραγούδια που πάνε στη φωνή μου, που είναι κλασικός, που είναι ο στυλοβάτης του ελληνικού τραγουδιού. Εγώ αισθάνομαι ότι πρέπει να ακολουθώ αυτό που πιστεύω. Ευχάριστα είναι η αναγνώριση, οι εξαιρετικές κριτικές, αλλά δεν μου άλλαξαν τα μυαλά, πάντα έμενα σταθερά στην πορεία μου. Ξέρεις τι με γοητεύει; Οι διθυραμβικές κριτικές που απαντούσαν με έναν τρόπο στις κριτικές που χτυπούσαν τη χώρα μου για τα οικονομικά και μάλιστα πολύ άσχημα. Γραφόταν έξω ότι η χώρα καταρρέει και την ίδια στιγμή η «Le Monde» έγραφε: «η Ελλάδα μας κάνει να τη σεβόμαστε για τον πολιτισμό της, για την ποίησή της και την ωραία της μουσική». Με κάνει πολύ πιο υπερήφανη όταν προβάλλεται το δικό μας τραγούδι προς τα έξω. Το να προβάλεις τη γλώσσα σου, να συνηθίζει ο κόσμος να ακούει την ελληνική γλώσσα σαν μια πανάρχαια γλώσσα που μπορεί να ακούγεται σε όλο τον κόσμο. Είναι πολύ σημαντικό αυτό. Δεν έγινα ιντερνάσιοναλ, που τραγουδάω σε ξένη γλώσσα. Βεβαίως και τραγουδάω κάποια τραγούδια στα αγγλικά, δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι ότι βγάζεις την κουλτούρα σου, της γλώσσας στο εξωτερικό. Ποιος άλλος το κάνει αυτό; Κανείς. Πρώτη φορά εμείς και ο Θεοδωράκης το κάνουμε.
– Τα σχέδια σας για το μέλλον;
– Αυτό που μπορώ να σου πω είναι ότι έχουμε προγραμματίσει μέσα στο 2015 να γιορτάσουμε μαζί με τον Μίκη τα 90 του χρόνια με μια μεγάλη περιοδεία στην Ελλάδα αλλά και όλο τον κόσμο. Και να σου μιλήσω και για ένα όνειρό μου, που είναι ακόμη στο ψάξιμο: θέλω κάποια στιγμή να έχω ένα χώρο, όπου να μπορούν να αναδεικνύονται παιδιά που ασχολούνται με την κλασική ή την τζαζ και σήμερα βρίσκουν πόρτες κλειστές και απογοητεύονται. Κλείνοντας, θα ήθελα να προσθέσω και κάτι για την ιδιαίτερη πατρίδα μου την Κεφαλονιά, που υπέφερε πολλά από τους σεισμούς. Είχαμε κάνει τον Μάρτη πολλοί καλλιτέχνες μια συναυλία με τίτλο «Θα είμαι εκεί», με πρωτοβουλία του «Βήμα FM», ωστόσο οι άνθρωποι εκεί έχουν ακόμη προβλήματα. Εύχομαι στους συμπατριώτες μου να αποκατασταθούν γρήγορα οι ζημιές. Πιστεύω ότι οι Κεφαλλονίτες πάλι θα τα καταφέρουν, γιατί είναι άνθρωποι αγωνιστές στη ζωή, που δεν αφήνουν τίποτα στην τύχη.
Η Ένωση Επτανησίων Ελλάδας ευχαριστεί θερμά την κυρία Φαραντούρη για τον χρόνο που μας διέθεσε.
ΕΝΩΣΗ ΕΠΤΑΝΗΣΙΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ