«Όποιος δεν κάνει τη λατρεία μου· θα δοκιμάσει την οργή μου»
Η τρομερή αυτή φράση του Θεού στις «Βάκχες» του Ευριπίδη
βρίσκει την εκπληρωσή της τώρα που η υποδούλωσή μου δηλώθηκε·
και ο Θεός του Θεάτρου έφθασε να στείλλει στην Πατρίδα που τον γέννησε
την οργή του· στο πρόσωπο ενός αναίσχυντου προκλητικού κονκισταδόρα·
στην κορυφή της Γιορτής νά’χει το πρόσταγμα και ρεκάζοντας να μ’εξορίζει·
από το ίδιο μου το Σώμα, από το ίδιο μου το Αίμα.
Φταίω κι εγώ… με τα τόσα χρόνια σπουδής στο αλλότριο…
Λησμόνησα πως η Τέχνη μου γεννήθηκε εδώ· σαν ιερή Ανάγκη·
και όχι σαν καπρίτσιο ιδιότροπων αλλαζονικών homo sapiens
που προσποιούνται το νόημα!
Η Τέχνη μου γεννήθηκε μέσα από Δρώμενα Ζωής και Ανάγκης,
εναρμονισμένα με την Δημιουργία και τον Κύκλο της Ζωής,
τον Θάνατο και την Ανάσταση των πάντων.
Γι αυτό σε αντιδιαστολή με μιά θλίψη τσίρκου, φέρει ένα δέος Ζωηφόρου Θανάτου μέσα στο Οργιαστικό Ήθος του Σκιρτήματος της Άνοιξης.
Πάει καιρός που όλ’αυτά τα ξέχασα… και έγινα ο ζητιάνος της Οικουμένης…
Και να τα σεμινάρια…! Και να οι επιμορφώσεις…!
Κι ότι μαλακία έχει ειπωθεί για την Σκηνή στις 4 γωνιές της Γης, την άκουσα!
Όλοι οι άλλοι ήταν «σοφοί», «εξαιρετικοί», «άπιαστοι», «καταπληκτικοί»
εκτός από μένα που στο σώμα μου γεννήθηκε το Θέατρο.
Κι εμπέδωσα τον πιθικισμό ακόμα και σε ότι πράγματι καλό, ερχότανε απ’έξω·
κι εβίωσα τον ραγιαδισμό μες τις διδασκαλίες.
Οι δάσκαλοι της ψυχής μου έπρεπε πάντα να λέγονται Fabre… Tabre… Mabre…
και σχεδόν ποτέ Τάκης, Νίκος, Αντώνης· γιατί κι αυτοί τους Fabre… Tabre… Mabre… αναμασούσαν· με πλέγμα αδαούς κατωτερότητας.
Κι ας απαντούσε ακαταμάχητα ο Μάνος Χατζιδάκις :
«Σπούδασα στις Γειτονιές και στους Ήλιους της Ελλάδας…!»
όταν τον ρωτούσαν τι μόρφωση έχει λάβει.
Κι ας έθετε ο Δάσκαλος, ο Κουν, το πρωταρχικό :
«Είμαστε Έλληνες…!»
στην προσέγγιση του για την Δομή της Αρχαίας Τραγωδίας.
Κι ας διατύπωνε αποκαλυπτικά ο Τσαρούχης :
«Μέσα στη ζωή δεν με ενδιέφερε το Ελληνικό αλλά το όμορφο και το αληθινό· συνέβη όμως ψάχνοντας για το όμορφο και το αληθινό, να βρω το Ελληνικό…!»
Κι ας δίδασκε ο Κατράκης :
«Όσο πιό Έλληνας μένω, τόσο πιό διεθνής γίνομαι…!»
Αλλά και ο Μπέλλα Μπάρτοκ :
«Όσο πιό κοντά στην μουσική μου της Ουγγαρίας μένω, τόσο πιο πολύ επικοινωνώ με τις μουσικές των άλλων εθνών…»
Δεν ακυρώνουμε τους άλλους ανθρώπους …
μιλάμε όμως για μας που ακυρώνουμε -χρόνια τώρα- οι ίδιοι τους εαυτούς μας …
υποτιμώντας έτσι αφάνταστα τους άλλους ανθρώπους …
μιά που τους αφαιρούμε την δυνατότητα να ευργετηθούν από ότι ξεχωριστό μπορούμε να δημιουργούμε …
Διότι πήγα και στο εξωτερικό να με διδάξουν κι εκεί καθαρά πιά κατάλαβα
πως παρ’όλα μου τα χάλια, στην πραγματικότητα ο Δάσκαλος ήμουν… εγώ.
Κι έλεγε ο Πήτερ Μπρουκ για «την τεράστια Ελληνική μου παράδοση,
που με μεγάλη αφέλεια –είναι τα λόγια του!- και χωρίς σεβασμό
την άφησα να εκφυλισθεί.»
Και συμπλήρωνε ο Πήτερ Χωλλ για «το πολύτιμο, μοναδικό, άδηλο υλικό
που βγάζει ατταβιστικά το γονίδιο μου στην Σκηνή» προϊόν αιώνων.
Και εξέπληττε ευχάριστα ο Πήτερ Στάιν με τα υπέροχα και μοναδικά του σχόλια ανάμεσα στους ηθοποιούς για μένα· καθώς και με τ’αντίτυπα της Ιλιάδας
και της Οδύσσειας που κουβαλούσε και κουβαλάει πάντοτε μαζί του.
Και με την αίσθηση αυτή, υπεροχής και αναγνώρισης γύρναγα στην Ελλάδα·
και μου κοβόντουσαν πάλι τα φτερά, μέσα και πάλι στο ραγιαδισμό το στείρο,
την ατροφικότητα της υποτέλειας που δεν επιτρέπει πραγματικό πολιτισμικό σχεδιασμό και μέσα σ’ εκείνες τις αιώνιες στημένες ακροάσεις.
Ακατοχύρωτος· με την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος καταργημένη (σκάνδαλο παγκόσμιο!)· σε μοίρα χειρότερη κι από τις πόρνες των πορνείων,
αφού αυτές έχουν άδεια.
Σε εργασιακές συνθήκες μεσαιωνικές, ανασφάλιστος, απλήρωτος(!),
μέσα σε συμπεριφορές τρισάθλιες, όπου το ταλέντο συνήθως τιμωρείται,
και η πραγματική λατρεία ενός Χριστού-Διονύσου επί Σκηνής
μένει ασυγχώρητη.
Προσαρμοζόμουν για να υπάρξω. Ανοιγόμουν μόνο σε αληθινούς
–εκ του αποτελέσματος!- ηθοποιούς· επαγγελματίες ή ερασιτέχνες. Περιστοιχισμένοι όλοι μας από έναν εσμό «συναδέλφων» που πολύ απέχουν
από το να λειτουργούν το μυστικό της Σκηνής και το μυστήριο.
Έπρεπε μεσ’τους θιάσους να δείχνω ότι παραδέχομαι κάθε σοφιστική αγνωσία,
κάθε συμπλεγματισμό, κάθε στρέβλωμα στη ρίζα τής κραυγής μου άγονο.
Και όταν οι «πιστοί» γύρω μου διατράνωναν, αλαλάζοντας, την «πίστη» τους
στα αλλότρια, εγώ μέσα μου ψιθύριζα μυστικά σαν Μύρης :
«Τη εξαιρέσει εμού…»
Εμπέδωσα τόσα χρόνια και τη θεωρία του «Καλού Παιδιού»!
Ενώ ο Χριστός ας πούμε, παίρνει για το Θίασο του «καθάρματα», τον Πέτρο
το μαχαιροβγάλτη και το Ματθαίο τον κλέφτη, «καθάρματα» αλλά με ταλέντο Αγίου, Θεού δηλαδή κατά χάριν· εδώ το πρώτιστο που ενδιαφέρει συμπυκνώνεται στο ερώτημα: «Είναι καλό παιδί…;»
Το ταλέντο έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Όπως ακριβώς σε μια εγχείρηση καρδιάς
δε ρωτάμε για το γιατρό, τις ικανοτητές του, αλλά αν είναι «καλό παιδί», ε;
Όπως όμως είναι γνωστό, τα «καλά παιδιά» δεν έχουν ταλέντο.
Όπως επίσης είναι γνωστό ότι τα πραγματικά Καλά Παιδιά
δεν είναι εκείνα που φαίνονται αλλά αυτά που είναι.
Οι μετριότητες των διαχειριστών –πλην γνωστών και αγνώστων εξαιρέσεων- κατά κανόνα δεν αντέχουν το θείο χάρισμα στα μέλη των θιάσων τους·
ούτε ίσως στον ίδιο τον εαυτό τους· ενοχλεί… φοβίζει… δεν συνάδει
με την εμπεδωμένη δυστροφικότητα τού χρόνιου ευνουχισμού μας.
Όμως έτσι τα πρότυπα που περνάνε στο κοίλο ή κάτω στην πλατεία,
κατά κανόνα πολύ απέχουν –πλην γνωστών και αγνώστων εξαιρέσεων-
από το να συγκλονίσουν πραγματικά την ψυχή μιας κοινωνίας.
Τα styls ερμηνείας, οι τεχνικές, οι μέθοδοι και τα ευρήματα, οι οπτικές και
οι αναλύσεις, οι φωτισμοί, τα σκηνικά και τα κοστούμια, η διατυμπανισμένη διαφήμιση κι εκείνες οι φωτογραφίες…, όλα ευημερούν, όλα άρτια·
μέχρι που φθάνει η παράσταση και βλέπεις… Λείπει… αυτό που δεν ήλθε!
Γιατί όλα τα παραπάνω και η τεχνολογία μαζί, είναι για να υποστηρίξουν
την όντως θεατρική ουσία, όχι να την υποκαταστήσουν.
Το Θέατρο παραμένει έν’Αλώνι και μιά Ψυχή, με την Πόλη μαζεμένη γύρω τους·
την Πόλη μαζεμένη γύρω απ’την καρδιά της, της οποίας το μυστήριο
δεν εκβιάζεται, λειτουργείται· και μένοντας παρ’όλες τις αναλύσεις ανερμήνευτο, παριστάνεται· μέ θυσιαστικό εγωϊσμό καθαγιασμένο.
Και είναι άλλο το δέος που προκαλεί η τρέλλα μιας ένθεης σκηνικής μανίας,
και άλλο ο ψυχαναγκαστικός ερεθισμός μιας άγονα επινοημένης πληθωρικής υστερίας.
Πλην γνωστών και αγνώστων εξαιρέσεων, λοιπόν, «η εγχείρηση πετυχαίνει»,
ο ασθενής όμως πεθαίνει, μια που η αληθινή συγκίνηση δεν έρχεται ποτέ…
Έρωτας γίνεται· «παιδί» δεν πιάνεται!
Έτσι πήγαμε πίσω σε όλα· επιλέγοντας σε κάθε τι αντί του αληθινού
σπέρματος, κατά κύριο λόγο το «ακίνδυνο», το σαθρό, το διαπλεκόμενο.
Όλα αυτά τα ανέχτηκα ενώ έβλεπα ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός,
μεσ’τη Ρωμαϊκή του αρένα· και τώρα, στη δραματική και εμφανώς
προπολεμική αυτή περίοδο, κάνω τον απολογισμό …
Αφορμή, είναι ο Fabre. Όμως οι Fabre που θα με ακύρωναν,
μαζί με τους εγχώριους θλιβερούς αρλεκίνους τους, είχαν έλθει πολύ πιο πριν.
Κι αν έφυγε ο Fabre, o Fabre ειν’εδώ …
Γεώργιος Κακής Κωνσταντινάτος
kakis111@gmail.com
Απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών
του Τμήματος Θεάτρου του Α.Π.Θ.
Μέλος της Εθνικής Επιτροπής Ειδικών
της Biennale Νέων Ευρώπης κ΄Μεσογείου
(B.J.E.M.)