Την απάντησή του στο σύνθημα «Κάτσε καλά Γεράσιμε» δίνει ο πρώην υπουργός Παιδείας Γεράσιμος Αρσένης, μέσω του βιβλίου του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg. Μέσα από τις σελίδες του επιρρίπτει ευθύνες για την αποτυχία της μεταρρύθμισης στην παιδεία, μεταξύ άλλων, και στον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη. Διαπιστώνει ότι στη δημόσια συζήτηση με αντικείμενο την κρίση στην παιδεία, την περίοδο που διατηρούσε το σχετικό χαρτοφυλάκιο (1996-2000), γινόταν ελάχιστη αναφορά στην ποιότητα της εκπαίδευσης, στην ανάγκη αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών. «Γενικά η προσοχή είχε εστιαστεί στα συμπτώματα και όχι στα αίτια της κρίσης», αναφέρει.
Στο βιβλίο του «Γιατί δεν έκατσα καλά», ο Γεράσιμος Αρσένης περιγράφει τη φιλοσοφία και το περιεχόμενο πίσω από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που προσπάθησε να προωθήσει, γνωρίζοντας, όπως σημειώνει, ότι ήταν για τον ίδιο ένα εγχείρημα «υψηλού ρίσκου» στο οποίο «διακινδύνευα όλο το πολιτικό μου κεφάλαιο».
Μεταξύ των προϋποθέσεων για την επιτυχία της μεταρρύθμισης ήταν, όπως εξηγεί, η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να προχωρήσει με το εγχείρημα, ο υψηλός βαθμός συνοχής και στήριξης από τα μέλη της κυβέρνησης και το ΠΑΣΟΚ, καθώς και η συνεχής ενημέρωση του κοινού από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας για τα μέτρα και την πορεία των αλλαγών.
Οσον αφορά το παρατεταμένο κύμα καταλήψεων από μαθητές λυκείου που σημειώθηκε εκείνη την εποχή, ο κ. Αρσένης υποστηρίζει ότι βασικό ρόλο στις αντιμεταρρυθμιστικές κινήσεις έπαιξαν ο θεσμός της αξιολόγησης και η διαχείριση των πόρων για τη στήριξη της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Επισημαίνει μάλιστα ότι ιδιαίτερα το θέμα της αξιολόγησης «υποκινήθηκε από τους εκπαιδευτικούς και στη συνέχεια πέρασε, εντέχνως, στους μαθητές». Και αναρωτιέται «πόσο ανήθικο παιχνίδι είναι η εκμετάλλευση της αφέλειας, του ενθουσιασμού, του αυθορμητισμού και του αντεξουσιαστικού παρορμητισμού του νέου για αλλότριους σκοπούς».
Τα εμπόδια πάντως στη μεταρρύθμιση που πήγαζαν από τη διαχείριση των σχετικών πόρων τα αποδίδει ο ίδιος στο «ενδιαφέρον εκδοτικών συγκροτημάτων στη διαχείριση προγραμμάτων υλικοτεχνικής υποδομής». Δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στην εμπλοκή των συνδικαλιστικών οργανώσεων στην υποκίνηση των αντιδράσεων σχετικά με την αξιολόγηση, για την οποία μάλιστα επισημαίνει ότι «δεν θα είχε καμία τύχη στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συζήτησης των βασικών αρχών ενός σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος».
Το αναπάντητο ερώτημα, σύμφωνα με τον κ. Αρσένη, είναι: «Αφού οι εκλογές κερδήθηκαν, αφού είχαν δεχθεί ότι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ήταν γεγονός και θα καθόριζε το πλαίσιο λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος για πολλά χρόνια στο μέλλον, γιατί ο κ. Σημίτης αποδόμησε ένα σημαντικότατο επίτευγμα της δικής του κυβέρνησης που το είχε άλλωστε και ο ίδιος προσωπικά στηρίξει; (…) Εχασε μια εξαιρετική ευκαιρία για τον τόπο, την κυβέρνησή του και τον εαυτό του. Κρίμα».