Βαγγέλης Μαζαράκης: Οι σεισμοί του 1953 που άλλαξαν την Κεφαλονιά για πάντα
Κοινωνία
13/08/2025 | 14:37

Η ομιλία του Βαγγέλη Μαζαράκη στο Επίσημο Μνημόσυνο για τους Σεισμούς του ’53

Οι Σεισμοί  1953

Ήταν μαγικές μέρες του Αυγούστου. Καταγάλανος ουρανός, ήρεμη και σαγηνευτική θάλασσα, γαλήνια φύση… Τα Επτάνησα, όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα, προσπαθούσαν να συνέλθουν από τις τραγικές συνέπειες τού πολέμου και τού  επακολουθήσαντος εμφύλιου σπαραγμού.
Αύγουστος του 1953. Δύσκολες μέρες. Ο αγώνας για την επιβίωση συνεχής και αδυσώπητος με τη μετανάστευση να ερημώνει τα Ιόνια Νησιά. Ήταν ένας Αύγουστος που επιφύλασσε για τα όμορφα Επτάνησα ακόμα τραγικότερες μέρες.

Ο Εγκέλαδος, ο αρχηγός των Γιγάντων, είχε αρχίσει πάλι να ξυπνάει! Όταν κάποτε θα κουραζόταν να ταρακουνάει τα Νησιά του Ιονίου θα άφηνε πίσω του εκατοντάδες νεκρούς και ολοκληρωτική καταστροφή στην Κεφαλονιά, τη Ζάκυνθο και την Ιθάκη. Κυριακή 9 Αυγούστου του 1953. 9 και 41 πρώτα λεπτά το πρωί και οι εκκλησιές γεμάτες. Ξαφνικά ακούστηκε μια βοή και στη συνέχεια η γη ταρακουνήθηκε. Οι Κεφαλλονίτες, οι Ζακυνθινοί, οι Ιθακήσιοι αλλά και οι Λευκαδίτες, συνηθισμένοι στα καμώματα του Εγκέλαδου, δεν έδωσαν και μεγάλη σημασία. Δεν μπορούσαν καν να διανοηθούν το τί τους επιφύλασσαν οι ημέρες που θα ακολουθούσαν.
Ο πρώτος σεισμός της 9ης Αυγούστου προκάλεσε ελάχιστες ζημιές.

Ο ΔΙΟΝΎΣΗΣ ΜΟΣΧΟΝΆΣ γράφει στο χρονικό του για τον σεισμό

«Κυριακή 9 Αυγούστου του 1953.
Ψάλτες δεξιός Γερασιμάκης Κουταβάς, αριστερό στασίδι Νίκος Κανελόπουλος. Βρισκόμαστε στο σημείο της ακολουθίας που ο Γερασιμάκης ψάλει το “οι τα Χερουβίμ…”όπου μια σεισμική δόνηση μεγάλης διάρκειας έκανε τους πολυελαίους να χορεύουν τον τρελό της καταστροφής ρυθμό, το κτίσμα του ναού να τρέμει με κίνηση ταλαντευόμενη και βίαια και το εκκλησίασμα σύξυλο, να ακούει τον τρομακτικό θόρυβο απο την πτώση των κορνιζών των κτιρίων. Ο παπά–Γιάννης τρομαγμένος στην πύλη εθεώρει την επερχόμενη θύελα άναυδος.

Αφού το κακό σταμάτησε, τέλειωσε τη λειτουργία διαβαστά και αφού έκλεισε το ναόν εξήλθε. Αντικρίζοντας το δρόμο ανατρίχιασε από το θέαμα που αντίκρισε. Μπαλκόνια, κεραμίδια, ατσούπια, κορνίζες ατάκτως και βιαίως εριμμένα στον δρόμο, άλλα να κρέμονται σα σάβανα, άλλα πεσμένα να φράσουν το διάβα. Περάσαμε τον δρόμο εν τάχει και μπαίνοντας σε πλατεία και λεωφόρο, αντικρίσαμε κόσμο συγκεντρωμένο, πούχε το φόβο συνοδό και στις ψυχές διάχυτη την λύπη. Πλησιάζοντες το σπίτι, καταλάβαμε πως είχε υποστεί σοβαρές ζημιές, μα μη έχοντας που αλλού να πάμε μείναμε, με τη σκέψη, αν συμβεί νέος σεισμός να πεταχτούμε γρήγορα στον κήπο. Λάθος μεγάλο η αντίληψή μας.

Η ζωή από κείνη τη στιγμή άλλαξε για όλο τον κόσμο. Οι άνθρωποι αλάλιασαν, άλλοι γινήκανε αλλόφρονες, άλλοι έχασαν τον εαυτό τους. Δεν ήταν τίποτα όπως πρώτα, ούτε μέσα μας, ούτε όξου μας, μήτε στις συμπεριφορές μας. Ο φόβος στην προσμονή του χειρότερου είχε κυριαρχήσει. Το έβλεπες στη φύση στα ζωντανά παντού. Η αποφυγή των στενών δρόμων και η προτίμηση των ανοιχτών χώρων, ήτανε κυριαρχούν συναίσθημα. Κατήντησε κουβεντιάζοντας να παπαγαλίζουμε τα ίδια και τα ίδια, γίναμε ειδικοί, μιλούσαμε γιατί έπρεπε να μιλούμε, κι όχι γιατί γνωρίζαμε τι λέγαμε. Είμαστε σε παραλογισμό. Οι ζημιές στην πόλη σημαντικές. Η πολιτεία είχε στείλει έναν Υπουργό για μια πρώτη εκτίμηση της κατάστασης. Μα καταστροφές είχαν γίνει και σε άλλα κομμάτια του νησιού, Ιθάκη και Σάμη και Εληό και Παλική.»

«Ηταν Κυριακή πρωί… εννιά του Αυγούστου… Κόσμος πετάχτηκε στους δρόμους… Φωνές… Ανησυχία… Μικροπανικός… Μα γρήγορα όλα περάσανε. Η Κεφαλονιά τόχει στο ριζικό της να ταράζεται. Οι σεισμοί δεν απολείπουν. Και ισχυροί παλαιότερα και αδύνατοι συχνά. Γεννιώμαστε, μεγαλώνουμε, πεθαίνουμε σε ένα τόπο που χοροπηδά κάτω από τα πόδια μας.Ο σεισμός ξεχάστηκε σε λίγα λεφτά… Μονάχα από περιέργεια κοίταξα το ρολόι στον πύργο απέναντι από το σπίτι μας. Ήταν δέκα παρά τέταρτο…

Και όμως… όταν βγήκαμε στους δρόμους και άρχισαν οι διαδόσεις αντί να μας ηρεμήσει η συναναστροφή, τέντωσε τα νεύρα μας και ένα νυχτοπούλι ανησυχίας έκρωξε μέσα μας. Τα σπίτια στο Αργοστόλι δεν είχανε πάθει ζημιές. Κάτου όμως στην παραλία, στο τελωνείο, ένα μπαλκόνι, ολόκληρη πλάκα, έπεσε απάνου στο αυτοκίνητο του «Μικέλη» που ήτανε αραγμένο περιμένοντας το πλοίο και το έκανε πλάκα. Ευτυχώς δεν υπήρχε κανείς μέσα.

Εκεί όμως που οι ζημιές ήτανε μεγάλες, πέσανε σπίτια, λαβωθήκανε άνθρωποι, ήταν η Πύλαρος και το Θιάκι. Ο τηλέγραφος διαρκώς ζήταγε βοήθεια. Γιατροί επιστρατευθήκανε, υλικό έστειλε το Νοσοκομείο, επιταχτήκανε καΐκια στη Σάμη, περάσανε απέναντι και το βράδυ που γυρίσανε οι γιατροί, αφού διαβεβαιώσανε πως μια γυναίκα ήταν ο μόνος νεκρός και καμμιά τριανταριά τραυματίες, από τους οποίους οι περισσότεροι ελαφρά, παρ’ όλο που τα σπίτια είχανε ξεχαρβαλωθεί και στο Βαθύ και σ’ όλη τη γειτονική περιοχή, πέσαμε να κοιμηθούμε ήσυχοι πως μέχρι εδώ ήτανε…Η άλλη μέρα έφερε τη γαλήνη.» θα μας πληροφορήσει ο  Δεμπόνος .
Στο τέλος του Ιουλίου ο Ιερόθεος Βουής  μητροπολίτης Κεφαλληνίας βρισκετε στο πατρικό του σπίτι στην  Αγία Ευφημία της Πυλάρου και από τις  31 ιουλίου 1953 ξεκίνησε την περιοδεία του  από την γενέτειρα του  στην  Πύλαρο σε όλο το νησί . Ο πρώτος σεισμός  την 9η Αυγούστου τον βρίσκει να λειτουργεί στην Μονή των Θεμάτων . Σημαντικές οι πληροφορίες που θα μας δώσει το ημερολόγιο του Ιεράρχη.

«Ο ΣΕΙΣΜΌΣ ΛΈΓΕΙ ΠΡΟΞΈΝΗΣΕ  ΜΕΓΊΣΤΑΣ  ΖΗΜΙΑΣ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΉΡΙ ΚΑΙ ΟΛΟΣΧΕΡΉ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΉ ΣΤΗΝ ΠΥΛΑΡΟ»  Το  διαπιστώνει ο ίδιος  περιοδεύοντας πεζή τα χωριά Λογαράτα, Καρουσάτα,Λεκατσάτα, Ραυτοπουλάτα, Φερεντινάτα και Δενδρινάτα προσπαθώντας να απαλύνει  τον πόνο της καταστροφής στους δυστυχείς κατοίκους της περιοχής του. Και την επόμενη ημέρα 10 Αυγούστου  με παρέα τον διάκονο του συνεχίζει πεζή τις επισκέψεις στα χωριά της περιοχής.

Πέρασε το βραδινό της Κυριακής και η Δευτέρα ήσυχα, χωρίς δονήσεις, χωρίς διαταραχή του ύπνου μας. ..
«Την Τρίτη το χάραμα όμως κατά τις 5 τοπική ώρα, άρχισε η γη να κουνιέται δυνατά, λες κι ήθελε να ξεράσει τα σωθικά της, κι απάνω σ’ αυτή τη στιγμή πετάχτηκα από το κρεβάτι και τρέχοντας μέσα στο σαλόνι, κρατούσα με φωνές πατέρα μάνα κι αδέλφια νάμαστε όλοι μαζί, παρακολουθούντες την καταστροφή, ανήμποροι και μικροί για να επηρεάσουμε το θεριό πάνω στου θυμού του την έξαρση. Η προσευχή και οι επικλήσεις, όσες κι αν ήτανε δε φτάνανε στο Θεό κείνες τις ώρες.
Ο σεισμός της Τρίτης, 11 Αυγούστου 1953, σημειώθηκε στις 5:30 το πρωί και προκάλεσε πολλές ζημιές σε αρκετές περιοχές των νησιών και μερικούς θανάτους. Ο σεισμός αυτός σκόρπησε, όπως ήταν φυσικό, πανικό στους κατοίκους των νησιών που εγκατέλειψαν τις εστίες τους και ζήτησαν καταφύγιο σε υψώματα και ανοικτούς χώρους. Η γη είχε αρχίσει να τρέμει συνέχεια και ήταν στιγμές που δεν μπορούσες να σταθείς όρθιος! Όλοι άρχισαν να διαισθάνονται ότι κάτι ακόμα χειρότερο θα συνέβαινε. Οι αδιάκοπες δονήσεις και οι συνεχείς υπόκωφες βοές που έκαναν τους σκύλους να αλυχτούν, τα πουλιά να μην κάθονται σε κλαδί και τις γάτες να κλαψουρίζουν αλλόκοτα, προμήνυαν τα χειρότερα..  Η πολιτεία ειχε μισοσαραβαλιαστεί. Σπίτια και μέγαρα με ρωγμές, άλλα μισοδιαλυμένα, μπαλκόνια στους δρόμους, με στενά μπλοκαρισμένα από τα μπάζα, μαντρότοιχοι ειχαν σωριαστεί, ρήγματα σε δρόμους και πεζόδρομους, αρκετά δέντρα είχαν ξεριζωθεί, στέγες έχασκαν και κεραμίδια στους δρόμους διάσπαρτα. Το Λιθόστρωτο δρόμος τσάκα, χωρίς άνθρωπο να τον περιδιαβένει με την ντουγάνα διαλυμένη, και τις λαμαρίνες να χάσκουν, άλλες πεσμένες κάτω κι άλλες να κρέμμονται. Ατμόσφαιρα θολή, αχαρακτήριστη, γιομάτη πιότερο φόβο και αγωνιώδη αναμονή για το χειρότερο, ναι για το χειρότερο, πού φάνταζε άγνωστο. Ύστερα από όλο τούτο το κακό, την καταστροφή δηλαδή που υπέστημεν, είναι δυνατό να περιμένεις κι άλλα; Ναί περίμεναμε το ακόμα χειρότερο, το πιστευαμε πως θάχουμε καταστροφή. Ήτανε συνειδησιακή πεποίθηση εμπεδωμένη μέσα μας».Την ίδια μέρα 11 ΑΥΓΟ’ΥΣΤΟΥ οι μετακινήσεις των τεκτονικών πλακών προκαλούν δέκα ακόμη μετασεισμούς εντάσεως έως και 5,3 Ρίχτερ.
Ο Δεσπότης Ιερόθεος  δέχεται στην Αγ. Ευφημία τους ιερείς και τις κοινοτικές αρχές της περιοχής  που τον παρακαλούν να τους στείλει νερό αφού οι στέρνες έχουν καταστραφεί και υπάρχει πρόβλημα υγείας για τους κατοίκους. Ο Ιεράρχης έχει υποκαταστήσει όλες τις αρχές αφού η επικοινωνία μαζί τους είναι αδύνατος και ο ποιμένας αναλαμβάνει πλέον την ευθύνη του ποιμνίου του Φροντίζει να σταλούν στα χωριά ότι ζήτησαν και διεξάγει έναν τεράστιο  και  τιτάνιο αγώνα για να βοηθήσει όπως και όπου μπορεί. .Φορώντας μόνον το πετραχήλι του  θα κηδεύσει στο χωριό του την Αγ Ευφημία την Μαρία Σκιαδαρέση που φονεύθηκε από τον σεισμό της 9ηςΑυγούστου  ,αλλά όπως θα γράψει ο ίδιος «εν μέσω κλαθμών και οδυρμών του εκεί τρομοκρατηθέντος πλήθους»

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΕΙΣΜΟΣ 
«Ξημέρωνε Τετάρτη, 12 Αυγούστου του 1953. Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων των νησιών είχε διανυκτερεύσει στην ύπαιθρο. Όλοι ήταν κυριευμένοι από την αγωνία. Ενισχύσεις Χωροφυλακής είχαν φτάσει από την Ελλάδα. Το πλοίο της γραμμής ” Κ Τόγιας” βρισκόταν στο λιμάνι. Ο Υπουργός στην πλατεία. Φοβισμένες ομάδες ανθρώπων συζητούσαν τα συμβαινόμενα. Το μέγαρο ήταν άδειο από υπαλλήλους, πλην των της τηλεφωνίας, που είχαν διαταχθεί να παραμείνουν εκτελώντας το καθήκον. Μα για ποιό καθήκον μιλούμε, οταν οι γραμμές υπολειτουργούν ή και καθόλου; Ενα αίσθημα παράξενης αναμονής, φόβου και απόγνωσης είχε φωλιάσει σε κάθε ζωή. Τα μαντάτα από τα χωριά του νησιού ηταν άσχημα. Νεκροί, τραυματίες, χωριά καταπλακωμένα από τους βράχους των βουνών, δρόμοι σχισμένοι, ανοίγματα στο έδαφος καταστροφή παντού. Εκείνες τις ώρες τίποτα δε μπορούσε να εκτιμηθεί. Από τους προηγούμενους σεισμούς είχε διακοπεί κάθε επικοινωνία, πληροφορίες μόνον δια ζώσης κυκλοφορούσαν. Ηλεκτρισμός δεν υπήρχε. Ενας ασύρματος στην κεντρική πλατεία κρατούσε την επαφή με τον έξω κόσμο. Χρόνος γεμάτος αγωνία και δέος.
Και φθάνουμε στην Τεταρτη .

Ό τ α ν… ένα θηρίο ξύπνησε μέσα στην καρδιά της Γης… Ένα μουγκρητό… μια βοή… ένα αγκομαχητό, έντονο, που ανέβηκε γρήγορα τη διατονική κλίμακα, γίνηκε ρόγχος και απειλή που ξεχύθηκε μέσα από το έδαφος. Ο δαίμονας της Κόλασης, που κοιμώτανε, λες ναρκωμένος, ξύπνησε και χύθηκε για λεία. […] Αρχικά το έδαφος πήγε πέρα-δώθε και ξανά σαν από παλινδρονική κίνηση, κουνήθηκε στις ίδιες κατευθύνσεις. Αμέσως η παλινδρομική κίνηση ανατρέπεται και αρχίζει το ανεβοκατέβασμα. Η γη μας, κλωτσούσε από κάτου προς τα πάνου όσο πιο έντονα γινότανε. Ετούτο το ξαφνικό ήτανε που μας έρριξε στο έδαφος. Πώς βρεθήκαμε σωριασμένοι κάτου κανείς δεν θυμάται! Μέσα στο σκοτείνιασμα του νου και της ατμόσφαιρας, πρόφτασα να δω το ρολόι μου. Ήταν έντεκα και εικοσιεφτά λεφτά… Απέναντί μου ακόμα ευδιάκριτο το Μέγαρο που στέγαζε τις υπηρεσίες και τώρα έκλεινε τους τηλεγραφητές πιστούς στο καθήκον!

Το είδα να κλονίζεται σα να ναι από τραπουλόχαρτα… Οι τοίχοι του ανοίξανε προς τα έξω, αμέσως συνέχεια γύρανε προς τα μέσα… Σύγχρονα, σαν ένα τεράστιο χέρι να επίεσε την πλάκα της σκεπής του και όλο το τεράστιο χτίριο με τους τρεις ορόφους έκατσε, εχώνεψε και έγινε ένας σωρός, όχι ψηλότερος από ενάμισι μέτρο… Αυτό ήτανε όλο!… […]

Πόσο κράτησε έτουτη η Γήινη τρεμούλα;… Μια  α ι ω ν ι ό τ η τ α το ζήσαμε εμείς… Πενηνταοχτώ δευτερόλεφτα λένε οι ειδικοί[7]… […] Η Πλατεία γεμάτη ρωγμές!… Το κατάστρωμά της κυματιστό, αλλού βυθισμένο, αλλού υψωμένο έμοιαζε περισσότερο με φρεσκοοργωμένο χωράφι. Κάπου-κάπου από την άσφαλτο, ξεπετιώντανε μέσα από της γης τα σπλάχνα, ντουβάρια και πωριά… Ήταν τα θεμέλια του παλαιού δικαστηρίου πούχε χτίσει ο Νάπιερ και είχε κατεδαφίσει ο Κοσμετάτος για να ανοίξει την πλατεία. Το κλώτσισμα της γης τα ξέρασε από τα σωθικά της.»

Η βοή συνοδεύτηκε από το ταρακούνημα της γης που γινόταν συνεχώς εντονότερο. Ο μεγάλος σεισμός των 7,2 της κλίμακας Ρίχτερ κράτησε 45 δευτερόλεπτα που ήταν αρκετά για να σκορπίσουν το θάνατο και την καταστροφή. Ένα πυκνό σύννεφο σκόνης κάλυψε τα πάντα και όταν μετά από ώρες διαλύθηκε, το θέαμα ήταν φρικιαστικό! Τίποτα δεν είχε μείνει όρθιο. Μετά το τρομακτικό κτύπημα του Εγκέλαδου, το μόνο που μπορούσες να ακούσεις ήταν κραυγές απόγνωσης των τραυματιών που παρέμεναν αβοήθητοι κάτω από τα ερείπια.»

Ο Ιερόθεος προγραμματίζει να γυρίσει σήμερα στην έδρα του, αλλά προκύπτει ο σεισμός της Τετάρτης που επιβεβαιώνει ότι όταν σχεδιάζουν οι άνθρωποι ο ουρανός γελάει. Ετσι θα γράψει στο ημερολόγιό του ότι « Ο σεισμός μετέβαλε πάσα την Ιεράν Μητρόπολιν ημών και προσφιλή γενέτειρα εις άμορφον σωρόν ερειπίων. Ο λαός έξαλλος και αλλοφρων είχεν απωλέσει πάσαν ψυχικήν αντοχήν και δίκην παράφρονος έτρεχεν νομίζων ότι ήτο δυνατόν να εξέλθει της τραγικής νήσου. Από τα χείλη πάντων μία φωνή ηκούετο «βυθιζόμεθα, καταποντιζόμεθα , Αγιε Γεράσιμε σωσε μας.»
Στις 7 το βράδυ περνάει από την Αγία Ευφημία το ατμόπλοιον Γλάρος από τον ασύρματο του οποίου ειδοποιεί την Ιεραν Σύνοδο για τα συμβάντα και ζητάει  να μεριμνήσουν στις αρχές για να σταλεί βοήθεια .

Η Κεφαλονιά, η Ζάκυνθος και η Ιθάκη, που είχαν ήδη υποστεί σοβαρές ζημιές από τους προηγούμενους σεισμούς θα ισοπεδωθούν σχεδόν ολοκληρωτικά: 27.659 από τις 33.000 οικοδομές κατέρρευσαν, 467 μόνο σώθηκαν (κυρίως στη βόρεια Κεφαλονιά, στην περιοχή της Ερίσου), ενώ οι υπόλοιπες υπέστησαν σοβαρές ή ελαφρύτερες ζημιές. Ένας υπέροχος και ζωντανός νησιωτικός πολιτισμός θάφθηκε κάτω από τα συντρίμμια που άφησαν οι σεισμοί. Χάθηκε κατ αρχήν και κατόπιν λεηλατήθηκε ο πολιτισμικός και ο θρησκευτικός πλούτος των  νησιών. Λαμπρά κτήρια αλλά και υπέροχοι ναοί  σωρεύτηκαν σε ερείπια. Στην πόλη του Αργοστολίου, διασώθηκαν δύο μόνο σπίτια, το ισόγειο του αρχοντικού της οικογένειας Γκιντιλίνη – Κοσμετάτου και το σπίτι του Βρεττού, δίπλα στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη. Ελάχιστα ήταν και τα οικοδομήματα που σώθηκαν στο Ληξούρι, όπως το Γηροκομείο και το αρχοντικό των Ιακωβάτων, ενώ ανάμεσα στα λίγα εναπομείναντα σπίτια στη Λειβαθώ ήταν και το ιστορικό σπίτι του Λόρδου Βύρωνος.
Απο τα περήφανα καμπαναριά του Αργοστολίου μόνο της Ρακαντζή σταθηκε όρθιο στο σεισμό όχι όμως και στην αδηφάγο όρεξη του κράτους να γκρεμιστεί ότι ακόμη έστεκε όρθιο. Το καμπαναριό του Αγ Ελευθερίου στο Αργοστόλι κόπηκε από τις καμπάνες και πάνω και έπεσε ολόκληρο στην αυλή του Ναού μεχρι να ρθεί ο στρατός και να το διαλύσει. Ο Μητροπολιτικός Ναός του Σωτήρος, η Αγία Τριάδα, οι Αγ Πάντες , ο Αγ Γεώργιος , ο Αγ Ιωάννης ο Χρυσόστομος η Αγ Παρασκευη΄θα  χαθούν για πάντα και ότι απέμεινε από τον φονικό σεισμό αλλά και από τα χέρια των …επιτήδειων θα φιλοξενηθούν στους μετασεισμικούς ναούς που υπάρχουν στην πόλη μας. Και όσοι ναοί είχαν την ατυχία να έχουν περιουσία ‘όπως π.χ ο Αγ  Γεώργιος  ΣΤΑ ΣΠΉΛΙΑ εκείνοι καταδικάστηκαν σε αιώνια σιωπή από τους καταπατητές της περιουσίας τους.

Στη Ζάκυνθο, οι δρόμοι κλείνουν από τα ερείπια, σκηνές φρίκης απ’ άκρο σε άκρο της πόλης, αλλά και στα χωριά. Με αυτοθυσία πολλοί πολίτες εφορμούν στα χαλάσματα για τη διάσωση εγκλωβισμένων. Στο πλοίο Αλκυονίς, που βρίσκεται στο λιμάνι, επιβιβάζονται οι πρώτοι 40 τραυματίες που εντοπίζονται και φεύγουν για το νοσοκομείο της Πάτρας. Οι συνεχείς σεισμικές δονήσεις που ακολουθούν γίνονται αιτία να πέσει και το άγαλμα του Σολωμού στην κεντρική πλατεία. Κανένα σπίτι στην πόλη δεν μένει όρθιο παρά μόνο η εκκλησία του Αγίου Διονυσίου, το σχολείο του Άμμου, η Εθνική Τράπεζα και η οικία Σαρακίνη. Κόβεται κάθε επικοινωνία του νησιού με τον έξω κόσμο και ο λιμενάρχης του νησιού αναγκάζεται να φύγει εσπευσμένα για την Κυλλήνη και από εκεί ενημερώνει πρώτος τις κρατικές αρχές για το μέγεθος της καταστροφής. Το σήμα του μεταδίδεται στις αθηναϊκές εφημερίδες, οι οποίες εκδίδουν τα πρώτα έκτακτα παραρτήματα. Ακολούθησαν εκατοντάδες μετασεισμοί, πολλοί απ’ αυτούς πάνω από 5 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ έως και τα τέλη του Σεπτέμβρη
Πάνω από 33.000 σπίτια καταστράφηκαν σε Ζάκυνθο, Κεφαλονιά και Ιθάκη, ενώ ο συνολικός αριθμός των νεκρών από τους σεισμούς ανήλθε σε 455, των αγνοουμένων σε 21 και των τραυματιών σε 2.412.

Ο πληθυσμός των νησιών άλλαξε δραματικά. Η κυβέρνηση, υπό τον φόβο ερήμωσης, απαγόρευσε την εγκατάλειψη των νησιών αλλά παρόλα αυτά χιλιάδες κάτοικοι διέφυγαν τρομαγμένοι και απελπισμένοι με κάθε μέσο προς την ηπειρωτική Ελλάδα.
Σημαντική ήταν η διεθνής βοήθεια που προσφέρθηκαν από πολλές χώρες προς τα δοκιμαζόμενα νησιά του Ιονίου. Το ελληνικό κράτος έμοιαζε να μην μπορεί να ανταποκριθεί με αποτέλεσμα ειδικά η Κεφαλονιά να αποστερηθεί μετά τους σεισμούς το σημαντικότερο και δημιουργικότερο κομμάτι του πληθυσμού της μέσω της μετανάστευσης.»

Στο σεισμόπληκτο Αργοστόλι, ο ελληνικός στόλος, ο 6ος αμερικανικός στόλος της Μεσογείου, αγγλικά πολεμικά κυρίως το ΝΤΕΡΙΝ υπό τον ΠΛΟΙΑΡΧΟ ΠΕΡΣΥ ΓΚΙΚ, σκάφη από το Ισραήλ, υπο τον ΠΛΩΤΑΡΧΗ    ΣΛΌΜΟ ΕΡΈΛΛ, τη Γαλλία, την Ιταλία και επιβατηγά πλοία, έχουν αγκυροβολήσει στο λιμάνι για να παράσχουν βοήθεια στους σεισμόπληκτους, οι οποίοι στεγάζονται προσωρινά σε σκηνές. Στην κατεστραμμένη πόλη συνεργεία καθαρίζουν τα ερείπια. Πρόχειροι σταθμοί πρώτων βοηθειών λειτουργούν επίσης σε σκηνές. Στις ακτές Αμερικανοί ναύτες βοηθούν στην εκφόρτωση δεμάτων με προμήθειες, ενώ άνδρες του Στρατού Ξηράς εποπτεύουν τη διανομή των εφοδίων. Επίσης έχουν σταλεί φορτία ξυλείας, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την προσωρινή στέγαση των κατοίκων. Στην προκυμαία του λιμανιού του Αργοστολίου παραθεριστές περιμένουν το πλοίο για να φύγουν από την Κεφαλονιά

Η ζωή από κείνη τη στιγμή άλλαξε για όλο τον κόσμο. Οι άνθρωποι αλάλιασαν, άλλοι γινήκανε αλλόφρονες, άλλοι έχασαν τον εαυτό τους. Δεν ήταν τίποτα όπως πρώτα, ούτε μέσα μας, ούτε όξου μας, μήτε στις συμπεριφορές μας. Ο φόβος στην προσμονή του χειρότερου είχε κυριαρχήσει. Τόβλεπες στη φύση στα ζώντανά παντού. Η αποφυγή των στενών δρόμων και η προτίμηση των ανοιχτών χώρων, ήτανε κυριαρχούν συναίσθημα. Κατήντησε κουβεντιάζοντας να παπαγαλίζουμε τα ίδια και τα ίδια, γίναμε ειδικοί, μιλούσαμε γιατί έπρεπε να μιλούμε, κι όχι γιατί γνωρίζαμε τι λέγαμε. Είμαστε σε παραλογισμό. Οι ζημιές στην πόλη σημαντικές. Η πολιτεία είχε στείλει έναν Υπουργό για μια πρώτη εκτίμηση της κατάστασης. Μα καταστροφές είχαν γίνει και σε άλλα κομμάτια του νησιού, Ιθάκη και Σάμη και Εληό και Παλική.

Ο πρώτος σεισμός της 9ης Αυγούστου προκάλεσε ελάχιστες ζημιές. Ο σεισμοί, όμως, της Τρίτης, 11 Αυγούστου και της Τετάρτης, 12 Αυγούστου, σκόρπισαν το θάνατο και την καταστροφή σε βαθμό πρωτόγνωρο. Ο σεισμός της Τρίτης, 11 Αυγούστου 1953, σημειώθηκε στις 5:30 το πρωί και προκάλεσε πολλές ζημιές σε αρκετές περιοχές των νησιών και μερικούς θανάτους. Ο σεισμός αυτός σκόρπησε, όπως ήταν φυσικό, πανικό στους κατοίκους των νησιών που εγκατέλειψαν τις εστίες τους και ζήτησαν καταφύγιο σε υψώματα και ανοικτούς χώρους. Η γη είχε αρχίσει να τρέμει συνέχεια και ήταν στιγμές που δεν μπορούσες να σταθείς όρθιος! Όλοι άρχισαν να διαισθάνονται ότι κάτι ακόμα χειρότερο θα συνέβαινε. Οι αδιάκοπες δονήσεις και οι συνεχείς υπόκωφες βοές που έκαναν τους σκύλους να αλυχτούν, τα πουλιά να μην κάθονται σε κλαδί και τις γάτες να κλαψουρίζουν αλλόκοτα, προμήνυαν τα χειρότεραΤην ίδια μέρα 11 ΑΥΓΟ’ΥΣΤΟΥ οι μετακινήσεις των τεκτονικών πλακών προκαλούν δέκα ακόμη μετασεισμούς εντάσεως έως και 5,3 Ρίχτερ.

Η πολιτεία ειχε μισοσαραβαλιαστεί. Σπίτια και μέγαρα με ρωγμές, άλλα μισοδιαλυμένα, μπαλκόνια στους δρόμους, με στενά μπλοκαρισμένα από τα μπάζα, μαντρότοιχοι ειχαν σωριαστεί, ρήγματα σε δρόμους και πεζόδρομους, αρκετά δέντρα είχαν ξεριζωθεί, στέγες έχασκαν και κεραμίδια στους δρόμους διάσπαρτα. Το Λιθόστρωτο δρόμος τσάκα, χωρίς άνθρωπο να τον περιδιαβένει με την ντουγάνα διαλυμένη, και τις λαμαρίνες να χάσκουν, άλλες πεσμένες κάτω κι άλλες να κρέμμονται. Ατμόσφαιρα θολή, αχαρακτήριστη, γιομάτη πιότερο φόβο και αγωνιώδη αναμονή για το χειρότερο, ναι για το χειρότερο, πού φάνταζε άγνωστο. Ύστερα από όλο τούτο το κακό, την καταστροφή δηλαδή που υπέστημεν, είναι δυνατό να περιμένεις κι άλλα; Ναί περίμεναμε το ακόμα χειρότερο, το πιστευαμε πως θάχουμε καταστροφή. Ήτανε συνειδησιακή πεποίθηση εμπεδωμένη μέσα μας.
 «Η Σάμη, εννοείται, είχε καταστραφεί με το δεύτερο σεισμό. Όλοι οι δρόμοι στις Φρίκες φράχτηκαν από τα μπάζα και ήταν αδύνατο να περάσει το αυτοκίνητό μας. ” Την επομένη πέρασ’ απ’ το Κιόνι, κατεβαίνοντας στο Βαθύ. Το δράμα είναι μεγάλο. Ζήτημα αν απομένουν στο Κιόνι τριάντα σπίτια κατοικήσιμα. Στο Βαθύ μόνο στην πλευρά του Μύλου (Καραβάτα) γλύτωσαν καμμιά εικοσαριά σπίτια, καθώς κι εκείνα που απλώνονται από τη Μητρόπολη προς τα Κανελλάτα. Όλα τ’ άλλα έχουν σωριαστεί κάτω. Η παραλία, από το καφενείο της εξέδρας ως τη Σχολή, έχει καθίσει σχεδόν διόμισυ πόδια! (5) Τα νερά της θάλασσας σκεπάζουν το δρόμο και με τις πλημμύρες φτάνουν το μέτρο. Επίσης η πλατεία έχει πάθει καθίζηση ως το σπίτι του Δρακούλη. Όλα τα σπίτια έχουν μεταβληθεί σε ερείπια. Η Ανωγή είναι κατά 70% κάτω. Τεράστια τραγωδία για το Θιάκι. Τι να σου πω για την Κεφαλονιά με τους 380 νεκρούς (110 στη Σάμη) και για τη Ζάκυνθο, όπου η συφορά δεν περιγράφεται. Εμείς εδώ παρηγοριόμαστε πως μας λυπήθηκε τουλάχιστον ο Θεός και δε θρηνήσαμε θύματα.
Αυτά, περίπου, γράφει στο γράμμα του ο Φλωριάς Μαρούδας

Σαν και ήλθε το πλήρωμα του χρόνου “ώρα 11 και 20 λεπτά”, της 12ης Αυγούστου 1953 ο ανθρώπινος νους δε μπορεί να φανταστεί το ανακάτωμα της γης μας, το τι γινόταν γύρω μας και αποκάτουθέ μας. Όλο το εδαφος ταλανιζόταν σ’ένα τρομερό χορό ΖΙΚ-ΖΑΚ με επιταχυνόμενη παλινδρόμηση με τα κτίρια να χορεύουν να κρέμονται και μετά να πέφτουν καταγής, ή και τόνα πάνω στ’ άλλο, μέσα σε ανατριχιαστικούς τριγμούς, άλλα να χάνονται μέσα από τα θεμέλια, οι δρόμοι να σκίζονται, οι βράχοι των βουνών να κυλούν με δαιμονισμένη ταχύτητα στη θάλασσα, τα δέντρα της λεωφόρου να ξεριζώνονται, να νοιώθεις τη γη κινούμενη χωρίς σταματημό. Ισορροπία δεν ήταν δυνατό για να κρατηθεί, στηρίχτηκα από τα χέρια σε δυο χωροφύλακες που βρεθήκανε κοντά μου στη μέση της λεωφόρου, κι έξω από την Εμποροναυτική σχολή. Αμάθητοι από τέτοια συντέλεια φωνάζανε Θεέ μου-Θεέ μου. Και σαν να μην έφτανε ο χορός, μια νέα σεισμική ιδιοτροπία μας έφερνε στα χαμηλά οπότε νοιώσαμε πως βυθιζόμαστε για να μας ανεβάσει ψηλά, νέα παλινδρόμηση πάνω-κάτω και ξανά μείναμε ψηλά. Το ανεβοκατέβασμα τούτο χωρίς υπερβολή θάτανε 50 πόντοι.
Η βοή συνοδεύτηκε από το ταρακούνημα της γης που γινόταν συνεχώς εντονότερο. Ο μεγάλος σεισμός των 7,2 της κλίμακας Ρίχτερ κράτησε 45 δευτερόλεπτα που ήταν αρκετά για να σκορπίσουν το θάνατο και την καταστροφή. Ένα πυκνό σύννεφο σκόνης κάλυψε τα πάντα και όταν μετά από ώρες διαλύθηκε, το θέαμα ήταν φρικιαστικό

Τίποτα δεν είχε μείνει όρθιο. Μετά το τρομακτικό κτύπημα του Εγκέλαδου, το μόνο που μπορούσες να ακούσεις ήταν κραυγές απόγνωσης των τραυματιών που παρέμεναν αβοήθητοι κάτω από τα ερείπια. Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της οργής του Εγκέλαδου αρκεί να αναφερθεί ότι αποτέλεσμα του μεγάλου σεισμού, ήταν να ανυψωθεί κατά 60 εκατοστά το νότιο κυρίως τμήμα της ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ».

«Είχαν δεν είχαν περάσει πέντε – έξι ώρες, μπαίναμε στο χάραμα πια, που ακούστηκε από τη μεριά του Μέτελα θόρυβος από μηχανές πλοίων. Ο θόρυβος και μόνον αυτός, δημιούργησε μέσα μας αγαλλίαση, δυνάμωσε την πίστη πως δεν είμαστε μόνοι, να πως κάποιοι μας άκουσαν, κάποιοι ήλθαν. Ύστερα από λίγο ατενίζαμε ξένες μελαχροινές σιλουέτες να μας μιλούν σε ακαταλαβίστικη γλώσσα, να μας δίνουν νερό, γαλέτα και σοκολάτες και προφανώς να μας λένε κουράγιο. Ήταν το ναυτικό του Ισραήλ που πήρε το σήμα του ασυρμάτου της πλατείας. Ναι ήτανε τα παιδιά του Ισραήλ που έφτασαν πρώτοι να δώσουν σε μας την ελπίδα. Ποτέ δεν ξέχασα το γέννημα της ελπίδας που πήρα από την παρουσία τους. Το Αργοστόλι εκτίμησε την προσφορά ονομάζοντας τον δρόμο που ανέβηκαν “οδός Ισραήλ”. Με το που ξημέρωσε και αντικρίζοντας την καταστροφή, βοήθησαν σε διανοίξεις δρόμων, σε ανατινάξεις επικινδύνων κτιρίων, σε διασώσεις παγιδευμένων, σε μεταφορές τραυματιών στην Πάτρα, έδωσαν οτι είχαν νερό και θάρρος για την ζωή. Τέτοιες προσφορές σε τέτοιες δύσκολες ώρες δεν ξεχνιούνται τις γράφουν η Ιστορία οι άνθρωποι και τα βιβλία.

Την άλλη μέρα γέμισε ο κόλπος του Λειβαδιού πολεμικά πλοία. Βρεττανοί, Ιταλοί, Γάλλοι, Αμερικανοί έσπευσαν να βοηθήσουν τον κόσμο των νησιών. άρχισε επιχείρηση διάσωσης των τραυματιών από ελικόπτερα και σκαπανείς. Αυτοί με τα ειδικά σκυλιά τους έσωσαν πολλές ζωές. Μπήκε στον κόλπο και το «Φραγκλίνος Ρούσβελτ» που με τη δύναμή του έδωσε από εναέρια μεταφορά ασθενών και τραυματιών σε νοσοκομεία της Πάτρας, μέχρι ψωμί και φαϊ για όλο το νησί. Ήλθαν και οι Έλληνες από τον Πειραιά με στρατό Υπουργό και διατάγματα… Σημαντική η προσφορά της ελληνικής πολιτείας. Φάνηκαν και οι Βασιλείς για να τονώσουν το ηθικό του κόσμου.

Ένα κυρίως μέλημα είχαν οι αρχές μας “να κρατήσουν τον κόσμο στα νησιά, να μη δημιουργηθεί προσφυγικό θέμα στην κυβέρνηση που μόλις ανέπνεε από την περιπέτεια του ανταρτοπολέμου”. Έτσι μπήκαν περιορισμοί στη μετακίνησή μας και από την άλλη ιδρύθηκε Υφυπουργείο στο Αργοστόλι με απεριόριστες εξουσίες περί την ανοικοδόμηση. Εξεδώθησαν διατάγματα που κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων έδιδαν εξουσίες στον Υφ/ργό για ενέργειες που σκοπούσαν στην άμεση πρόχειρη στέγαση των κατοίκων.

Έφτασαν εταιρείες από Αθηνών ο “κύκλος” και ο ¨Αρχιμήδης” με γερανούς, μηχανήματα, μπουλντόζες και ειδικευμένους εργάτες για έργα που επρόκειτο να γίνουν. Παράλληλα είχαμε κατακλυστεί από χιλιάδες εργάτες για ανεύρεση εργασίας. Ήθελα νάξερα πόσες εκατοντάδες ή και χιλιάδες έμειναν έκτοτε στο νησί σαν κάτοικοι, κι ακόμη πόσες χιλιάδες Κεφαλλήνες πήραν την οδό της διαφυγής, με αποτέλεσμα την πληθυσμιακή αλλοίωση. Ετσιθελικά συνέβησαν πολλά τότες. Ήλθαν και Γιουγκοσλάβοι με λυόμενα και Ανατολικογερμανοί με δείγματα λυομένων κατοικιών. Μέσα σ’ αυτή την κοσμοχαλασιά κυκλοφόρησε και η ρίμνα πως “ο σεισμός ήταν για πολλούς σωσμός”. Δουλειές πολλές και χρήμμα άφθονο παντού. Η διεθνής αλληλεγγύη ήταν δυναμική και συγκινητική.
Μπήκε στον κόλπο και το Φραγκλίνος Ρούσβελτ που με τη δύναμή του έδωσε από εναέρια μεταφορά ασθενών και τραυματιών σε νοσοκομεία της Πάτρας, μέχρι ψωμί και φαϊ για όλο το νησί. Ήλθαν και οι Ελληνες από τον Πειραιά με στρατό Υπουργό και διατάγματα… Σημαντική η προσφορά της ελληνικής πολιτείας. Φάνηκαν και οι Βασιλείς για να τονώσουν το ηθικό του κόσμου.

Ξεχάσαμε όμως τον Ιερόθεο που τρέχει και δεν φτάνει. Ξεκινάει την επόμενη κιόλας ημέρα με τα πόδια για την Μονή του Αγίου Γερασίμου που είναι 25 χιλιόμετρα μακριά. Φτάνει στην κατεστραμμένη Σάμη και καταλήγει μετά ώρες στα Τζανετάτα στις 12 το μεσημέρι  όπου εχουν καταφύγει οι κάτοικοι των Ζερβάτων και Μουζακάτων και Καταποδάτων, Είναι εξαντλημένος πλέον και σε κακή κατάσταση.

Παρηγορώντας και δίνοντας λύσεις στα προβλήματα του ποιμνίου αντιλαμβάνεται κάποια στιμή  ότι πρέπει με κάθε τρόπο να φθασει στην μονή των Ομαλών. Από δώ και πέρα με το υποζύγιο κάποιου κατοίκου το όνομα Ραφτόπουλου και μετά τρισήμιση ώρες φθάνει. Εδώ διαπιστώνει την καταστροφή. Το λείψανο του προστάτου μας βρίσκεται ακόμη μέσα στην μισοερειπωμένη εκκλησία της Κοιμήσεως. Διατάσει την μεταφορά του λειψάνου εκτός των ερειπείων  και συναντά την άρνηση του κόσμου που μαζεμένος στην Μονή από φήμες ότι θα παρουν το Αγιο Λείψανο στην ΑΘΉΝΑ για να προστατευτεί από τους σεισμούς, δήθεν κατά σχέδιο του καθηγητού Αμίλκα Αλιβιζάτου αρνείται να συμμορφωθεί στην εντολή του Δεσπότη. Οι κάτοικοι από τα γύρω χωριά κυρίως Βαλσαμάδες είχαν ειδοποιηθεί από τον εφημέριό τους Μάξιμο Βαλιανάτο και όπως ο ίδιος σημειώνει δέχεται ένοπλο επίθεση από τον Ανδρέα Γαλιατσάτο τον οποίον αντιμετωπίζει αντρίκια και με την προσωπικότητά του. «Αν εσύ είσαι Βάλσαμος εγώ είμαι Πλαρινός θα του πεί ο Δεσπότης».

Κι αφού καταφέρνει να αντιμετωπίσει τους παρισταμένους  στον όμο του μαζί με τον εφημέριο της Μονής το διάκο του, και καποιον κύριο από την Πάτρα μεταφέρει τον Αγιο κάτω από το σκίνο που ακόμη στεκει στην είσοδο του νέου Ναού. Με εντολή του φτιάχνεται από τις μοναχές την Αστυνομία και τους χωριανούς μια μεγάλη σκηνή από κουβέρτες και εκεί  μέσα θα γίνουν οι ακολουθίες του 15 Αύγουστου και η εορτή του Αγίου Γερασίμου.

Στην Ζάκυνθο τώρα η  φωτιά μέχρι την επόμενη ημέρα το πρωΐ  της Πέμπτης είχε κάψει το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Το απόγευμα  αργότερα ο ηγούμενος της μονής του Αγίου Διονυσίου και ιερομόναχοι μεταφέρουν το λείψανο του Αγίου στο μετόχι του Καλιτέρου καθώς βλέπουν τη φωτιά να πλησιάζει προς την εκκλησία. Ο ηγούμενος της μονής Αγίου Διονυσίου επαναφέρει το ιερό λείψανο απο τον Καλιτέρο στην πόλη στις 17 Αυγούστου.

Η δύσκολη ανασυγκρότηση των καταστραμμένων πόλεων.

Το έργο ανασύνταξης και ανασυγκρότησης έπειτα από την βιβλική καταστροφή ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Όσοι κατάφεραν να σωθούν βρήκαν προσωρινή στέγη σε πρόχειρους καταυλισμούς. Ταυτόχρονα, ξεκίνησε ο καθαρισμός των ερειπίων και σύντομα επαναλειτουργούν τα κύρια δίκτυα ηλεκτροδότησης και ύδρευσης. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950 είχαν κατασκευαστεί 27.394 νέες κατοικίες, βάσει των νέων, αυστηρότερων αντισεισμικών κανονισμών. Με αρωγή της Μεγάλης Βρετανίας ανοικοδομήθηκαν στην Κεφαλονιά η Σάμη και τα Βλαχάτα και με τη βοήθεια της Γαλλίας η Αγία Ευφημία και η Λακήθρα. Η αλήθεια είναι ότι οι νέοι οικισμοί χτίστηκαν με γνώμονα τα σύγχρονα σχεδιαστικά πρότυπα, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να αγνοηθεί η ιστορική τους φυσιογνωμία, με εξαίρεση τα δημόσια κτίρια της πόλης της Ζακύνθου που διατήρησαν την επτανησιακή αρχιτεκτονική. Το ίδιο συνέβη και με τον πολεοδομικό σχεδιασμό οικισμών που σχεδιάστηκαν ευθύς εξαρχής (όπως π.χ. η Σάμη).

Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσαν τα Κουρκουμελάτα καθώς ο εφοπλιστής Γιώργος Βεργώτης αποφάσισε να ξαναχτίσει το χωριό του από το μηδέν με γνώμονα την ιστορία του τόπου του. Αποτέλεσμα σήμερα να είναι ένας από του ομορφότερους και γραφικότερους οικισμούς του νησιού.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ