Ο Ακάθιστος Ύμνος
Στο άκρο του Κερατίου κόλπου κι από τη μεριά της Πόλης η αυτοκράτειρα Πουλχερία. (19 Ιανουαρίου 399 – Ιούλιος 453)] έκτισε ένα περιώνυμο ναό προς τιμή της Θεοτόκου μεταξύ των ετών 450-453 κοντά στα τείχη στην περιοχή που ονομαζόταν Βλαχέρνα .
. Η Πουλχερία ήταν γυναίκα μορφωμένη, κάτοχος αξιόλογης φιλοσοφικής και θεολογικής παιδείας. Διακρινόταν για την ευσέβεια και την εν γένει ενάρετη ζωή της, ήταν άκρως ευσεβής και έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα εν γένει εκκλησιαστικά πράγματα της Αυτοκρατορίας, Ασχολήθηκε με την ανέγερση και υποστήριξη φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, ενώ έκτισε και τον πρώτο ναό της Παναγίας στις Βλαχέρνες. Λέγεται μάλιστα ότι αυτή κέντησε με χρυσή κλωστή την Τιμία Ζώνη της Παναγίας διακοσμώντας την. Η χρυσή αυτή κλωστή είναι ευδιάκριτη και σήμερα στο τμήμα της Αγίας Ζώνης που φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου.
Η Πουλχερία έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη των γραμμάτων και συνέβαλε στην ίδρυση του περίφημου Πανδιδακτηρίου (425), ενός πανεπιστημίου της εποχής. Μέχρι τότε η ανωτάτη παιδεία παρέχονταν εν μέρει ιδιωτικώς και εν μέρει σε ελεύθερη δημόσια διδασκαλία. Διά του διατάγματος του Φεβρουαρίου του 425 η παροχή δημόσιας επί ανωτάτου επιπέδου διδασκαλίας κατέστη υπόθεση του κράτους.
Ευαίσθητη και για τα θεολογικά πράγματα της Αυτοκρατορίας, υποστήριξε τη σύγκληση της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου στην Έφεσο το 431, και την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Χαλκηδόνα, η οποία καταδίκασε τον Ευτυχή και τους Μονοφυσίτες. Υπήρξε μάλιστα η πρώτη γυναίκα που παραβρέθηκε σε Σύνοδο [1]
Στο Διονύσιο Βυζάντιο στο έργο του “Ανάπλους Βοσπόρου” ,περιγράφοντας τις περιοχές που βρίσκονται στη Σαπρά θάλασσα ( Κεράτιος κόλπος ) χαρακτηριστικά αναφέρει «Και η πρώτη περιοχή ονομάζεται Πολυρρήτιο, από έναν άνθρωπο,τον Πολύρρητο.Η επόμενη ονομάζεται Βαθιά Σκοπιά ,από το βάθος της θάλασσας. Η τρίτη Βλαχέρνας, όνομα βαρβαρικό από έναν βασιλιά της περιοχής».[2]
Ο αυτοκράτορας Λέων Α΄ (457-474), αποπεράτωσε την ανοικοδόμηση του ναού και έκτισε και το παρεκκλήσιο. Εκτός από τον μεγαλόπρεπο ναό και τα ανάκτορα το κτιριακό σύνολο στις Βλαχέρνες συμπλήρωναν το παρεκκλήσι της αγίας Σορού και το Λούσμα, όπου μετέβαιναν οι αυτοκράτορες κάθε Παρασκευή. Ο Ναός, το Παρεκκλήσι και το Λούσμα επικοινωνούσαν με εσωτερικές πόρτες Στο παρεκκλήσιο αυτό το καλούμενο της Αγίας Σορού, φυλασσόταν η αγία Εσθήτα, ο πέπλος κι ένα μέρος της τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου
Προσθήκες στο οικοδόμημα έγιναν και από τους αυτοκράτορες Ιουστίνο Β΄ (571) και Ρωμανό Γ΄ Αργυρό (1028-1034). Ο ναός καταστράφηκε το 1070 από πυρκαγιά. Ξαναχτίστηκε τους χρόνους του Ρωμανού Δ΄ Διογένους (1067-1071) και του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα (1071-1078), αλλά στις 29 Φεβρουαρίου 1434 καταστράφηκε ολοκληρωτικά από πυρκαγιά. Στην ίδια περιοχή κοντά στο ναό χτίστηκαν μεγαλόπρεπα βασιλικά παλάτια και πολλές φορές οι αυτοκράτορες έμεναν εκεί και γιόρταζαν με λαμπρότητα διάφορες θρησκευτικές γιορτές , και με διάφορους τρόπους εξεδήλωσαν την ευλάβεια τους στην Παναγία την «Βλαχερνιώτισσα». Για το λόγο αυτό και για τις πολλές παννυχίδες που γίνονταν στις γιορτές που γίνονταν στις Βλαχέρνες διαμορφώθηκε ένα ξεχωριστό Τυπικό τελετουργικών διατάξεων. Το 1285 έγινε σε αυτόν τον Ναό η τοπική Σύνοδος που κατάγγειλε την ένωση των Εκκλησιών που έγινε στη Σύνοδο της Λύωνος (1274). Ο τύπος της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας παριστάνει την Θεοτόκο όρθια με υψωμένα τα χέρια σε δέηση και με την εικόνα του Χριστού ζωγραφισμένη σε εγκόλπιο στα στήθια της, όπως βρισκόταν στο νότιο τείχος του ναού. Πρέπει να σημειώσω εδώ πως η πανήγυρις των Βλαχερνών γινόταν στην εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15 Αυγούστου), η οποία θεσπίστηκε το 588 από τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο, και κατά την οποία συνηθιζόταν και «εγκώμια λέγειν της δεσποίνης» και ήταν λαμπρή.
Οι Λατίνοι Σταυροφόροι που από τις 9 Απριλίου πολιορκούν την Πόλη την οποία καταλαμβάνουν στις 13 Απριλίου του 1204 ,μετέτρεψαν την εκκλησία σε Λατινική. Σώζονται πολλές επιστολές τού Πάπα Ιννοκέντιου Δ΄προς «τον αρχιερέα της εκκλησίας των Βλαχερνών». .Λόγω των ιερών κειμηλίων του ναού, πολλοί πιστοί συνήθιζαν και εκκλησιάζονταν εδώ. Από τον ναό αυτό αφαίρεσαν οι Σταυροφόροι μέσα στην γενική λεηλασία που ακολούθησε από τους «χριστιανούς της Δύσεως » πολύτιμα λείψανα όπως τον βραχίονα του Αγίου Γεωργίου, το σώμα της Αγίας Λουκίας, και έναν θαυματουργό σταυρό. Τα κειμήλια αυτά σώζονται σήμερα στην Βενετία. Κατά την Άλωση, οι Οθωμανοί βρήκαν τον ναό ερειπωμένο και στην συνέχεια έγινε ιδιοκτησία κάποιου Οθωμανού εμπόρου , ο οποίος εισέπραττε τα αφιερώματα των Χριστιανών. Επάνω από το αγίασμα είχε κτιστεί και μια κατοικία. Την περιοχή αγόρασε αργότερα η συντεχνία των Γουναράδων και ανέγειρε έναν μικρό ναό επάνω από το αγίασμα. Ο σημερινός Ναός με το Αγίασμα είναι πολύ μεταγενέστερο κτίσμα, που ύστερα από τις καταστροφές του Σεπτεμβρίου του 1955 επισκευάσθηκε κι έλαβε τη σημερινή του μορφή.
Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Οι δύο πολιορκίες που συγκεντρώνουν όλα τα στοιχεία για την ψαλμώδηση του Ακαθίστου Ύμνου είναι του έτους 626 και του έτους 718.Με τις Βλαχέρνες είναι συνδεδεμένη η θαυματουργική σωτηρία της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία των Αβαρών και Περσών το καλοκαίρι (5-6-7 Αυγούστου)του 626, καθώς και από την πολιορκία των Αράβων – Σαρακηνών, έναν αιώνα αργότερα, το καλοκαίρι, πάλι, του 718. Με τις δύο αυτές πολιορκίες συνδέθηκε και η ψαλμώδηση του Ακαθίστου Ύμνου στην Παναγία των Βλαχερνών, αφού με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας συντελέστηκε το θαύμα Πότε πρώτη φορά ψάλθηκε δεν μπορεί η ιστορία να μας διαφωτίσει με ακρίβεια. Πιστεύω ότι ψάλθηκε και τις δύο φορές.. Και στις δύο περιπτώσεις ο ύμνος έπρεπε να προϋπήρχε στη λειτουργική πράξη, και να ψάλθηκε τότε «ορθοστάδην», από μέγιστη αφοσίωση προς εγκωμιασμό της Θεοτόκου.
Και ασφαλώς προκρίθηκε αυτός ο ύμνος από κάποιον άλλον ενδεχομένως, επειδή θα ήταν κιόλας καθιερωμένος να ψάλλεται στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου στη Βλαχέρνα, κι επειδή το περιεχόμενο του, με χαρακτήρα διηγηματικό, δογματικό, και δοξολογικό – εγκωμιαστικό προσφερόταν για τη διάσωση και τη λύτρωση της Πόλης από τη δεινή περίσταση. Σύγχρονο και επίκαιρο για το γεγονός της συγκεκριμένης πολιορκίας, μίας από τις δύο που προαναφέρθηκαν, είναι οπωσδήποτε το προοίμιο «Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια», που αντικατέστησε το καθαυτό προοίμιο του ύμνου, «Το προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει».
Η ονομασία «Ακάθιστος» του Ύμνου, που ανήκει στο υμνογραφικό είδος που λέγεται κοντάκιο, οφείλεται στο ότι «ορθοστάδην τότε πας ο λαός κατά την νύκτα εκείνην τον ύμνον τη του Λόγου Μητρί εμελψαν και ότι πάσι τοις άλλοις οίκοις καθήσθαι εξ έθους έχοντες, εν τοις παρούσι της θεομήτορος ορθοί πάντες ακροώμεθα». Το Συναξάριο, μας πληροφορεί για τα γεγονότα και εντοπίζει ότι η αναφορά είναι για την πολιορκία από τους Άραβες του χαλίφη Μωαβία Α’. Την νύκτα εκείνην το καλοκαίρι του 626, ο λαός και κλήρος με τον πατριάρχη Σέργιο περιέφεραν στα τείχη την εικόνα της «Παναγίας της Βλαχερνίτισσας» και το βράδυ, κατά τρόπο θαυμαστό, μια τρομερή τρικυμία καταπόντισε όλα τα καράβια των Αβάρων και Περσών του Χοσρόη που πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη. «Ο γε μεν θεοφιλής της Κωνσταντίνου λαός τη θεομήτορι την χάριν αφοσιούμενος, ολονύκτιον τον ύμνον και ακάθιστον αυτή εμελώδησαν, ως υπέρ αυτών αγρυπνησάση και υπερφυεί διαπραξαμένη το κατά των εχθρών τρόπαιον»
Ο ύμνος φέρεται σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση ανώνυμος, κι ο Συναξαριστής που τον συνδέει με το γεγονός της διάσωσης από την πολιορκία του 626 δεν κάνει λόγο ούτε για το χρόνο της συνθέσεως ούτε για τον ποιητή του. Ήταν φυσικό, η παράδοση σιωπηρά, αλλά και πολλοί μεγάλοι μελετητές να αποδώσουν τον έξοχο αυτό ύμνο στον Ρωμανό το μελωδό (α΄ μισό ς΄ αι.). Υπάρχει και μια μεταγενέστερη μαρτυρία, του ις΄ αι., ως σημείωση σε κώδικα του ΙΓ΄ αι. (της μονής Βλατάδων 41, φ. 193α) που αναφέρει επίσης το όνομα του Ρωμανού ως ποιητού του ύμνου. Υπάρχουν όμως και δύο άλλες εξίσου σοβαρές και ενδιαφέρουσες ενδείξεις. Η πρώτη είναι ότι στη λατινική μετάφραση του ύμνου, γύρω στα 800, από τον Επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, αναφέρεται το όνομα του Γερμανού Α΄ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (715-730 ) που ήταν σύγχρονος με τα γεγονότα του 718 “Incipit Hymnus de Sancta Dei Genetrice Maria, Victoriferus atque Salutatorius, a Sancto Germano Patriarcha Constantinopolitano”. Η άλλη περίπτωση είναι, ότι σε μια παλαιά εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, εικονίζεται κι ένας μοναχός που κρατάει ειλητάριο με γραμμένο το «Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη». Στο κεφάλι του μοναχού υπάρχει η ένδειξη «Ο ΑΓ. ΚΟΣΜΑΣ». Αυτός δεν είναι άλλος από τον Κοσμά το μελωδό, που κοιμήθηκε το 752/4, κι είναι κι αυτός σύγχρονος με την θαυμαστή λύτρωση της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία του 718
Ο ύμνος αναφέρεται σε όλο το μυστήριο της ενανθρώπησης του Χριστού, στο οποίο είναι βασικός παράγοντας η Θεοτόκος. Έτσι, ο μαριολογικός και ο χριστολογικός χαρακτήρας του είναι φανερός. Εύκολα μπορούμε να πούμε ότι αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων – οι γιορτές χωρίστηκαν στα χρόνια του Ιουστινιανού (527-565). Αυτό δείχνει ίσως το ότι ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και αργότερα, πιθανότατα από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών κι έτσι πλησίασε την γιορτή του Ευαγγελισμού. Κι ίσως σε αυτή τη μεταφορά μετατέθηκε και το ιστορικό στον Συναξαριστή από το 728, που αυτοκράτορας τότε ήταν ο αργότερα εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, στα 626, τα χρόνια του θεοφιλούς βασιλέως Ηρακλείου που πολεμούσε τους Πέρσες να επανακτήσει τον τίμιο Σταυρό. Ενισχυτική σε αυτό που προανέφερα , ότι δηλαδή ψάλθηκε το πρώτον την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου είναι ότι πάλιν το Τυπικό του Αγ Σάββα μας πληροφορεί ότι εφ όσον ψαλλούν στον όρθρο και οι κανόνες του Αγίου της Μονής… «καταλιμπάνονται οι ειρμοί του κανόνος του Ακαθίστου και τούτο διότι ουκ εισί πρωτότυποι αλλά προέρχονται εκ του κανόνος εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου, όντες ποίημα Ιωάννου του Δαμασκηνού».[3]
Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ ΚΑΙ Η ΔΟΜΗ ΤΟΥ
Το περιεχόμενο και η δομή του Ύμνου, σε γενικές γραμμές, είναι το ακόλουθο. Το προοίμιο, και το Τη υπερμάχω και το Το προσταχθέν, έχουν εφύμνιο το Χαίρε νύμφη ανύμφευτε, που έχουν και όλοι οι περιττοί οίκοι, δηλαδή Α, Γ, Ε, κλπ., ενώ οι άρτιοι οίκοι, δηλαδή Β, Δ, Ζ, κλπ., έχουν εφύμνιο το Αλληλούια. Οι περιττοί οίκοι, μετά από τους 5 πρώτους στίχους που περιέχουν την διήγηση, έχουν άλλους 18 στίχους, ανά ζεύγη, που αποτελούν τους Χαιρετισμούς στη Θεοτόκο.
Τους χαιρετισμούς αυτούς τους απευθύνουν: ο Γαβριήλ (Α, Γ), ο Πρόδρομος ως έμβρυο ακόμα (Ε), οι ποιμένες (Η), οι Μάγοι (Ι), οι πιστοί που ερύσθησαν από τα είδωλα (Λ), οι πιστοί γενικά (Ν, Ο, Ρ, Τ, Φ, Ψ).
Οι άρτιοι οίκοι αναφέρονται στη Θεοτόκο (Β, Δ, Ζ, Ω) και στο Χριστό (Θ, Κ, Μ, Ξ, Π, Σ, Υ, Χ). Εορτολογικά τώρα, ο ύμνος έχει σχέση με τον Ευαγγελισμό (Α, Β, Γ, Δ), με την επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), με τις αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), με την προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων – Χαλδαίων (Θ, Ι, Κ), με την Υπαπαντή (Μ), και με την φυγή στην Αίγυπτο (Λ), Αυτό είναι το πρώτο μέρος του ύμνου, το ιστορικό. Το άλλο μισό (Ν-Ω) είναι το θεολογικό – δογματικό, όπου υμνείται η ενανθρώπηση του Κυρίου και η σωτηρία των πιστών.
Κατά το Τυπικό του Αγ Σάββα η εικών ενώπιον της οποίας απαγγέλεται ο ύμνος « πρέπει ίνα ή Παναγίας της Βρεφοκρατούσης και ουχί του Ευαγγελισμού διότι οι Θ΄,Κ΄,Μ΄,Ξ΄,Π΄,Σ΄,Υ΄,Χ΄, Οίκοι αναφέρονται εις τον Κύριον»[4]
Κατά την Τυπική διάταξη , ο ύμνος ψάλλεται ολόκληρος με όρθρο το Σάββατο του Ακαθίστου, και τμηματικά, ανά 6 οίκοι, με Απόδειπνο, κατά τις πρώτες 4 Παρασκευές των Νηστειών. Στην Κωνσταντινούπολη υπάρχει συνήθεια την γ΄ στάση , δηλαδή την Γ΄ Παρασκευή των Νηστειών, να μεταβαίνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης με τους πατριαρχικούς χορούς στην Παναγία των Βλαχερνών και να απαγγέλλει εκεί τους οίκους του Ακάθιστου.
Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΥΠΙΚΟΝ
Πρέπει να διευκρινισθή ότι δεν πρόκειται για ψαλμώδηση πλέον αλλά για απαγγελία εκφωνητική από Αρχιερέα ή ιερέα, που στο τέλος του κάθε οίκου οι χοροί των ψαλτών ψάλλουν το εφύμνιο «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε» ή «Αλληλούια».
Είναι ενδιαφέρουσα η μαρτυρία του Τυπικού του Αγίου Σάββα που ορίζει «Δει ειδέναι, ότι εις την λαύραν του οσίου Πατρός ημών Σάββα ου παρελάβομεν εις την ημέραν του Ακαθίστου ψάλλειν τους κδ΄ οίκους, αλλά δ΄ τον πρώτον, τον δεύτερον, τον τρίτον και τον ύστερον, (δηλ) Ω πανύμνητε μήτερ, εις δε την εορτήν του Ευαγγελισμού ψάλλομεν όλους». Και συμπληρώνει «ει δε θέλει ο προεστώς γίνεται αγρυπνία και ψάλλονται όλοι». Η μαρτυρία αυτή έχει σημασία για τα μουσικολογικά θέματα που αφορούν κυρίως την ερμηνεία της σημειογραφίας του Ακάθιστου Ύμνου. Η πλήρης ψαλμώδηση δηλαδή του πολύ μελισματικού – εκτενούς – ύφους, απαιτεί πολύ χρόνο, και γι’ αυτό ψάλλονταν μόνο κατά επιλογή 4 οίκοι. Αυτό το γεγονός μαρτυρεί πως από πολύ νωρίς, ίσως εξ αρχής, τα κοντάκια δεν ψάλλονταν αλλά απαγγέλλονταν, παράδοση δηλαδή που υφίσταται και σήμερα. Αξιοσημείωτη είναι και η παράδοση του τρόπου με τον οποίον ο ύμνος ψάλλεται στους ναούς των πόλεων . Επεκράτησε να ψάλλεται όχι με Όρθρο πλέον αλλά με απόδειπνο την Παρασκευή το βραδυ για ποιο σύντομη τέλεσή του. Εξακολουθεί ωστόσο σε μερικούς ναούς που τηρείται κάπως η παράδοση να τελείται και με όρθρο. Αυτός ο τρόπος ήταν γνωστός μέχρι πρόσφατα και στο νησί μας που ακόμη και σήμερα υπάρχουν εκκλησίες που τηρούν την παράδοση αυτή. Μέχρι το 1983 θυμάμαι ότι στον Αγ Ελευθέριο στο Αργοστόλι ο Ακάθιστος ύμνος ετελείτο πάντοτε με όρθρο μαζί με την συνήθεια του λειτουργού Ιερέως κάθε έξη Οίκους να αλλάζει στολή. Συνέβαιναν και επι εφημερίας Νικολάου Ρόζου και Χαράλαμπου Κρεμμύδα. Αυτή η συνήθεια της αλλαγής των αμφίων έχει την καταγωγή της στο τυπικό των Ιεροσολύμων. Όμως και άλλοι ναοί εφάρμοζαν την τέλεση του Ακαθίστου με Όρθρο. Ο Αγ Σπυρίδων, ο Αγ Νικόλαος στο Αργοστόλι ήταν δυό εκκλησίες οι οποίες τηρούσαν αυτό το τυπικό. Είμαι ο ίδιος μάρτυρας αυτής της τέλεσης. Κατά την μαρτυρία φίλου και στην Σάμη γινόταν το ίδιο επί εφημερίας Χρυσόστομου Αλεξάτου.. Ίσως αδικούμε κάποιους όταν αναφερόμαστε ονομαστικά σε μερικούς.
Σήμερα με βεβαιότητα μόνο στον Αγ Σπυρίδωνα στο Αργοστόλι μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την με όρθρο τέλεση του Ύμνου, χωρίς να αποκλείεται κι άλλος ναός περιστασιακά να την τελεί με τον τρόπο αυτόν στην πόλη μας. Έχει επικρατήσει πλέον η πιο σύντομη τέλεση του με το Μικρό Απόδειπνο. Στην Μονή του Αγ Γερασίμου στα ομαλά επικρατεί η συνήθεια ανα έξ οι οίκοι να ψάλλονται έμπροσθεν των ισαρίθμων θρόνων της Παναγίας που υπάρχουν στον Ναό της Κοιμήσεως και όχι στο κέντρο μόνο του Ναού. Την ημέρα του Ακαθίστου Ύμνου εορτάζει και η Μονή των Σισσίων στην Άνω Λειβαθώ.
Θα ήταν σκόπιμο νομίζω τέτοιες λειτουργικές αναφορές που αφορούν τοπικές συνήθειες του τόπου μας να συλλέγονται ώστε κάποια στιγμή να καταγραφούν όλες μαζί για να αποτελέσουν το γραπτό και όχι το προφορικό που υφίσταται μέχρι τώρα «τυπικό»τηςΚεφαλληνίας.
[1] Steven Runciman (2005). Η Βυζαντινή Θεοκρατία. Εκδόσεις Δόμος. σελίδες
[2] Διονύσιος Βυζάντιος (2016). Ανάπλους Βοσπόρου. Αθήνα: κάκτος. σελ. 305
[3] ΤΥΠΙΚΟΝ του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός Ημών Σάββα του Ηγιασμένου(2008) Εκδόσεις Παναγίας Τατάρνης ,ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ Α.Β.Ε.Ε σελ 368
[4] ΤΥΠΙΚΟΝ του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός Ημών Σάββα του Ηγιασμένου(2008) Εκδόσεις Παναγίας Τατάρνης ,ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ Α.Β.Ε.Ε σελ 367
Ο Βαγγέλης Μαζαράκης είναι Πολιτισμολόγος- MSc Θεολογίας