Του Γεράσιμου Γαλανού
Στα μουσικά δρώμενα της αριεττο-κανταδόρικης παράδοσης του Ληξουρίου από το 1960 έως το 1985 κυριάρχησε το Ωδικό Συγκρότημα του Αθανασίου Σταθάτου, χαράσσοντας με τη δράση του μια σπουδαία διαδρομή, διατηρώντας την ιδιόρρυθμη φωνητική μουσική παράδοση και συγχρόνως ψυχαγώγησε επάξια μέσα από ιδιαίτερες νότες, κανταδόρικες, όλο το νησί, όπου και αν καλέστηκε.
Το Συγκρότημα με αρχηγό του, τον πρίμο της παρέας, τον Αθανάσιο Σταθάτο, αποτελείτο από τραγουδιστές, που είχαν ακούσματα και επαφές με τους παλιότερους αριετταδόρους της πόλης και αργότερα τα μέλη του έγιναν μεταφορείς του παλιού τραγουδιστικού μουσικού υλικού. Στην πορεία του χρόνου, ως ήταν φυσικό «κόλλησαν» μαζί με τα παλιά μέλη του Συγκροτήματος και κάποιοι νεότεροι, οι οποίοι διατήρησαν το παραδοσιακό ύφος και τα ακούσματα, χωρίς να αλλοιώσουν το πνεύμα της παρεΐστικης ομάδας.
Όπως ήταν φυσικό και σύμφωνα με τους άγραφους κανόνες της αριέττας και της παραδοσιακής καντάδας, εκείνος που έδινε τον παλμό και ήταν μπροστάρης με τη φωνή του, παρασέρνοντας τους υπόλοιπους τραγουδιστές, ήταν ο τενόρος ή πρίμος, και στο συγκεκριμένο Συγκρότημα αυτός ήταν ο Αθανάσιος Σταθάτος. Έχοντας αυτόν το ρόλο, τον πλαισίωσαν οι φίλοι, έμπειροι παλιοί τραγουδιστές του Ληξουρίου, σχηματίζοντας το Ωδικό Συγκρότημα. Αυτοί ήταν οι: Σαράντης Σταθάτος πρίμος, Φανούρης Βουτσινάς σεκόντος και πάνω σεκόντο, Έκτορας Καμινάρης –Λάκουρας τέρτσος, Νικόλας Βασιλάτος σεκόντος, Αποστόλης Μουρελάτος μπάσος, Γεράσιμος Δαμουλιάνος Μπούτουνας μπάσος, Χαράλαμπος Πιτσινής σεκόντος και κιθάρα.
Ο Αθανάσιος Σταθάτος γεννήθηκε το 1918 στο Ληξούρι όπου και τελείωσε το εξατάξιο Πετρίτσειο Γυμνάσιο το1938. Εργάστηκε ως λογιστής στη Βαλλιάνειο Επαγγελματική Σχολή από το 1951 έως 1977. Χρημάτισε πρώτος τενόρος στη χορωδία του Νικόλαου Τσιλίφη στα 1936-1944 και από το 1948 έως το 1970 πρώτος τενόρος στη χορωδία του Νικόλαου Κουρούκλη. Η μεγάλη έκταση της φωνή του τον βοηθούσε να ανεβοκατεβαίνει με ευκολία στις δύσκολες γριλέτες και φιορατούρες που είχαν οι αριέττες και οι λαϊκές καντάδες. Παρόλο που συμμετείχε ενεργά σε χορωδιακά σχήματα του τόπου μας, δεν εγκατέλειψε ποτέ τη ταβέρνα, όχι για να πιει μια πίντα κρασί και να δοκιμάσει λίγο μεζέ, αλλά για το τραγούδι του Ληξουριώτικου λαού, αυτό που είχε μέσα του, την αριέττα και την καντάδα, που μέσα στο πνεύμα της παρέας του τη τραγούδησε και την κράτησε επάξια, όπως τη βρήκε από τους παλιούς.
Ο Αθανάσιος Σταθάτος οργάνωσε τους παλιούς τραγουδιστές, σε μικρό παρεΐστικο σχήμα, αυτό που ονόμαζε Ωδικό Συγκρότημα και που τα μέλη του ήταν συνομήλικοι του και όλοι μαζί ξεδίπλωναν με τις φωνές τους τις αριέττες.
Άλλοτε στην ταβέρνα της Μαρίας και του Νικόλα Τζουγανάτου, άλλοτε στο καφενείο του Νικόλα του Βασιλάτου, στο καφενείο του Σωτήρη Γαλανού, στην ταβέρνα του Ευγένιου Δελλαπόρτα, στην ταβέρνα του Γεράσιμου Μαντζαβίνου, στην ταβέρνα του Σπύρου Μένεγου και σε άλλες ταβέρνες του Ληξουριού, συναντιόνταν και κουτσοπίνοντας άρχιζαν να τραγουδούν. Πάντα ξεκινούσε ο πρίμος και έπειτα έντυναν τη φωνή του οι άλλες φωνές και άκουγες ένα αρμονικό όμορφο σύνολο φωνών, που σου έκανε ευχαρίστηση να το προσέξεις ιδιαίτερα. Πρίμο έκανε και ο Σαράντης Σταθάτος και καμιά φορά και ο Γεράσιμος Δαμουλιάνος -Μπούτουνας, στην περίπτωση που ήθελε να πει τις αγαπημένες του αριέττες. Τις δικές του, εκείνες του καημού του, όπως έλεγε…
«Πάντα με ελπίδες πήγαινα αΐταίρι μου να σε κάνω,
αφού δεν ήθελε ο Θεός τι μπόρια εγώ να κάνω,
αφού ο Θεός δε το’ θελε τι εμπόρια εγώ να κάνω»
«Και πάλι θα αρχινήσω να νυχτοπερπατώ
να βγάζω κοριτσάκια να παίζω να γελώ,
να βγάζω κοπελούλες να νυχτοπερπατώ»
Τις περισσότερες φορές τραγουδούσαν χωρίς συνοδεία κιθάρας, acapella, κι άλλες φορές με την κιθάρα που τους συνόδευε ο Χαράλαμπος Πιτσινής. Έκαναν και νυχτερινές καντάδες παρασέρνοντας πολλούς από τους Ληξουριώτες να τους ακολουθήσουν και να τους συνοδεύσουν με τη φωνή τους. Επίσης, πήγαιναν και σε ταβέρνες των χωριών ή όπου κάποιος φιλόμουσος τους καλούσε σε γιορτή ή πανηγύρι, για να απολαύσει η ομήγυρης τα όμορφα γυρίσματα της αριετταδόρικης μελωδίας τους. Τραγούδησε το Συγκρότημα και στους δρόμους της πόλης, στις πλατείες, σε χωριά της Παλικής, Αγία Θέκλη, στα Καμηναράτα, στην περιοχή της Θηνιάς, στην Αγία Θυμιά και σε πολλά μέρη της Λιβαθούς.
Το Ωδικό Συγκρότημα τραγουδούσε πάντα αφιλοκερδώς, με πολύ κέφι και κατάθεση ψυχής, γιατί οι τραγουδιστές του, ζούσαν αυτό που έκαναν, γιατί το είχαν μέσα τους απλόχερα και χαρούμενα. Ποτέ δεν πήραν αμοιβή όπου και να καλέστηκαν, ειδεμή μόνο το φιλόξενο τραπέζι της περίστασης που βρίσκονταν. Τα μέλη του Συγκροτήματος σέβονταν το μουσικό ιδιότυπο τραγούδι του τόπου τους, του Ληξουριού και δεν το νόθευαν με άλλα «ξενόφερτα» μπρος τη δική τους παράδοση. Πληθώρα οι αριέττες και οι λαϊκές καντάδες, καθώς και έντεχνές του Λαυράγκα, του Μεταξά Τζανή, του Δελλαπόρτα, του Στελλακάτου, του Γεράσιμου Περλιγκή, του Διονυσίου Μαργέτη, που έβγαιναν από «το μέσα τους», ποτισμένες με τις αναμνήσεις τους και τη υπέροχη συνέχεια από τους παλαιότερους.
Σήμερα τραγουδάμε κανταδόρικα τραγούδια δυο τρία και έπειτα όλα «ξενικά» προς τον τόπο μας. Το σίγουρο είναι πως όλο και τραγουδάμε τα ίδια και τα ίδια, γιατί απλά δεν μπήκαμε στον κόπο να καταγράψουμε και να προωθήσουμε της δικής μας μουσικής λαϊκής παράδοσης τον θησαυρό.
Πόσες φορές δεν τύχαμε όσοι ζήσαμε έστω και λίγο αυτό το Ωδικό Συγκρότημα, που, καθώς τελείωνε μιαν αριέττα έλεγε κάποιος από τους τραγουδιστές, να πούμε και εκείνη, που βγήκε για την τάδε ή άλλες φορές, να πούμε την αριέττα του τάδε, του Πετροκόκκινου, του Μιντζή, του Φαμπρίτση… και έτσι ξετυλίγονταν διάφορα περιστατικά που γέννησαν αυτό το μουσικό είδος.
«Άσε με, κόρη, να χαρώ τσ’ αμάλαγές σου πλάτες
να μη τσι φάει η μαύρη γη, τσ’ άσπρες και τσι μπουχνάτες»
Και ακολουθούσε η μια αριέττα πίσω από την άλλη. Έπιανε ο Έκτορας Καμινάρης τις αγαπημένες του μακρόσυρτες αριέττες, που με τρόπο μοναδικό «τις γύριζε» με κρατημένη τη φωνή και γινόταν δαντέλες ολοκέντητες στις μελωδίες τους.
«Τα καστανάτα σου μαλλιά, που είναι σαν το μετάξι,
κάθε τριχούλα γίνεται σαΐτα να με σφάξει»
Μα πόσες φορές ξαφνικά μετά από μια γουλιά κρασί, κι εκείνο πάνω στα χείλη, δεν ακούστηκε μοναδικά, η αριέττα που αφορά στον τραγουδιστή- αηδόνι, που ξενυχτά για την πέρδικα- την κοπέλα, που τον κάνει να μαργώνει, δοκιμάζοντας την υπομονή του κι εκείνος με το μελωδικό νυχτερινό πήγαινε έλα, προσπαθούσε να τη ρίξει στην αγκαλιά του.
«Πέρδικα της ακρογιαλιάς, που μάρανες τ’ αηδόνι
και το’ κανες να περπατεί, τη νύχτα να παγώνει» ή να μαργώνει.
Όσοι παρακολουθούσαμε αυτό το Ωδικό Συγκρότημα από κοντά, και πολλές φορές καθίσαμε πλάι στους τραγουδιστές του, περιμέναμε να πουν τον ύμνο του Ληξουρίου, το περίφημο «Σαν το ρόδο». Μα ήταν πάντα στο πρόγραμμα. Βλέπετε, αυτό ήταν Ληξουριώτικο κάντο, βέρο, παλιό. Έτσι, βραδιά αριεττοκανταδόρικη, δεν εννοείτο, εάν δεν περιείχε το «Σαν το ρόδο». Στο ξεκίνημα του πρίμου, όλη η παρέα «έντυνε» το υπέροχο «Ρόδο» στην κάθε στιχουργική φράση ακολουθώντας μελωδικά τρόπον εναρμόνιον, δηλαδή με παλιά τεχνική μουσική αρμονία. Πέρα από τους πρίμους που εναλλάσσονταν στα σόλα, ο τρόπος που η παρέα τραγουδούσε το άσμα αυτό, του έδινε το απόκοσμο και συμβολικό χαραχτήρα, που η μουσική είχε ντύσει περίτεχνα το στίχο.
Τόσα πολλά έλεγαν αυτοί οι τραγουδιστές για τις αριέττες και τις λαϊκές καντάδες, για τη μουσική τους και το ποιητικό μέρος τους, που θα μπορούσε ολόκληρη μελέτη- βιβλίο, να γραφτεί και να σωθούν στοιχεία για το πώς δημιουργήθηκε και ανδρώθηκε αυτό το μουσικό είδος στην περιοχή του Ληξουρίου, που αργότερα πέρασε στην υπόλοιπη Κεφαλονιά.
Είναι αναγκαίο να ειπωθεί πως σήμερα χάθηκε η «γνήσια αριέττα και λαϊκή καντάδα».Χάθηκαν οι αριέττες, που από τους παλιότερους… είχαμε στα αυτιά μας.
Άλλαξαν οι εποχές και δυστυχώς πολλοί παράγοντες συνετέλεσαν σε αυτή την αλλαγή, και που κάθε μέρα η αλλοίωση επέρχεται από τον οικονομικά ισχυρόν, επιβάλλοντάς μας τη δική του γραμμή.
Ωστόσο, θα πρέπει να αναφερθεί πως, η πρώτη καταγραφή και μεταφορά στο πεντάγραμμο του μουσικού υλικού με Ληξουριώτικες αριέττες και λαϊκές καντάδες, πραγματοποίησε ο Ληξουριώτης αρχιμουσικός- μαέστρος Νικόλαος Τσιλίφης, στα 1932 και που όμως δεν έγινε ευρύτερα γνωστή αυτή η εργασία, Στην ίδια ακριβώς βάση, καταγράφοντας παλιούς Ληξουριώτες αριετταδόρους, ο σπουδαίος συνθέτης Κεφαλονίτης Αργύρης Κουνάδης, εξέδωσε ένα δίσκο με Κεφαλονίτκες αριέττες, εργασία έντεχνη, εξαιρετική στο είδος της, αλλά απουσιάζει το γνήσιο ύφος αυτού του ιδιόρρυθμου άγραφου τραγουδιού. Αυτός ήταν και ο λόγος που οι παλαιότεροι Ληξουριώτες, έλεγαν συχνά όταν άκουγαν κάποιες αριέττες από την καταγραφή του Κουνάδη, «πως… δεν είναι έτσι αυτή η αριέττα». Σήμερα όσοι τραγουδούν, έστω και λίγο, κάποιες αριέττες, φαίνεται καθαρά η επίδραση από την υπέροχη έντεχνη εργασία του Κουνάδη. Βέβαια, το θέμα αυτό γίνεται κατανοητό, όταν μπορεί κανείς να αναλογιστεί, πως οι αριέττες είναι κατεξοχήν λαϊκό δημιούργημα του Ληξουριώτικου λαού και δεν είναι εύκολη η αποτύπωσή τους, λόγω που ποικίλαν από στόμα σε στόμα και ήταν ρευστές στην μελωδία τους, επειδή τραγουδιόνταν κάτω από ιδιαίτερες συναισθηματικές συνθήκες.
Είναι κρίμα που δεν υπάρχουν πολλές καταγραφές του Ωδικού Συγκροτήματος του Αθανασίου Σταθάτου, ενώ ότι έχει σωθεί ηχογραφήθηκε τυχαία σε μεγάλες παλιές ταινίες ήχου. Από αυτές, τις φθαρμένες από το χρόνο μαγνητοταινίες, ο γράφων το άρθρο, εξέδωσε δύο ψηφιακούς δίσκους με αριέττες και καντάδες, άγνωστο υλικό που είχε τραγουδηθεί από το Συγκρότημα στη δεκαετία 1960-70, και βρίσκονταν στην κατοχή του. Συγκεκριμένα ο πρώτος δίσκος ακτίνας περιέχει 23 αριέττες και λαϊκές καντάδες, καθώς και τραγούδια του τροβαδούρου Τζώρτζη Δελλαπόρτα με τίτλο «Η Αριέττα και η Καντάδα στο Ληξούρι» έκδοση ΔΕΚΠΑ ΠΑΛΙΚΗΣ 1997, και ο δεύτερος δίσκος ακτίνας, περιείχε 24 άσματα με τίτλο, «Ληξουριώτικες Αριέττες και Καντάδες» έκδοση ΔΕΚΠΑ ΠΑΛΙΚΗΣ 2001. Το φωνητικό υλικό είναι στην αυθεντική του μορφή, χωρίς ωραιοποίηση και τροποποίηση στο άκουσμα, ώστε να δίνει και να δείχνει τον τρόπο που οι παλιοί τραγουδούσαν και δεύτερο να αποτελέσει βάση για μελέτη και αξιοποίηση προς μεταμόρφωση και συνέχεια της μουσικής μας παράδοσης.
Το Ωδικό αυτό συγκρότημα ενισχύετο κάθε καλοκαίρι από έμπειρους Ληξουριώτες τραγουδιστές που ζούσαν στην Αθήνα: τον σπουδαίο κιθαρίστα και μπάσο Γεώργιο Περλιγκή, τον Μίμη Αυλάμη, τον Νιόνιο Μεσσάρη (Τσιμπίδης) και τον Νιόνιο Μεσσάρη (Γιάκουμος). Επίσης, μαζί με το συγκρότημα τραγουδούσαν έστω και περιστασιακά στην ταβέρνα πολλοί Ληξουριώτες που το τραγούδι γι’ αυτούς ήταν συνυφασμένο με τον τρόπο ζωής τους. Ιδίως στην ταβέρνα της Μαρίας Τζουγανάτου μαζεύονταν οι: Αλέκος Καμινάρης (κουρέας), Χριστάγγελος Καμήλος, Γεράσιμος Περάτης, Σπύρος Λυκούδης (Παπασάββας), Σπύρος Αραβαντινός- Ρουσέλος (Παπόρος) και ο τενόρος Άγγελος Συνοδινός.
Σε παλιά συνέντευξη του Αθανασίου Σταθάτου για την πορεία του Ωδικού Συγκροτήματος αναφέρει τα εξής: «….Περισσότερο πηγαίναμε στην ταβέρνα της Μαρίας του Νικόλα Τζουγανάτου, για την καταλληλότητα του χώρου της, που μεταβλήθηκε και σε «ταβέρνα αριέττας και καντάδας». Κέντρο διασκεδάσεων ντόπιων και ξένων θεατών, και περισσότερο τουριστών, που ερχόταν στο Ληξούρι για παραθερισμό. Όταν τραγουδούσαμε την Αγράμπελη, ο ταβερνιάρης Νικόλαος Τζουγανάτος έσβηνε τα φώτα, οι δε θαμώνες μέσα κι έξω από τη ταβέρνα, παρακολουθούσαν το τραγούδι με κατάνυξη, αφοσίωση και ησυχία, ως τις πρωινές ώρες. Την ευχαρίστηση και το θαυμασμό του το ακροατήριο εξεδήλωνε με ατελείωτο χειροκρότημα…»
Πέρα από τις όμορφες στιγμές του τραγουδιού και του κεφιού, η παρέα πολλές φορές συμμετείχε σε φάρσες και αστεία , και άλλες φορές σκάρωναν τα μέλη της ιστορίες που έμειναν αλησμόνητες. Τι ωραία βραδιά ήταν αυτή, όταν προσπάθησαν να συμφιλιώσουν το ζευγάρι Τζουγανάτου, τη Μαρία και τον Νικόλα που είχαν τη ταβέρνα, και που όντας τσακωμένοι, οι πελάτες δυσανασχετούσαν, επειδή δεν υπήρχε καλή επικοινωνία στο σερβίρισμα. Κι όμως, όπως έπεσε το σήμα από την παρέα, σκάρωσαν τη συμφιλίωση του ζευγαριού με υπογραφή πρακτικού, με αγκάλιασμα και τόσα άλλα, κατάφεραν δε να εξελιχθεί η βραδιά όμορφη, κεφάτη και τραγουδιστική προς ικανοποίηση όλων.
Πέρασαν τα χρόνια και τα μέλη του Ωδικού Συγκροτήματος, άρχισαν να ελαττώνουν τις εμφανίσεις τους στην ταβέρνα και στα δικά τους πόστα. Κάποιοι έφυγαν από τη ζωή όπως ήταν φυσικό και οι νεότεροι δεν ευτύχησαν να δουν έστω και λίγο τις εικόνες αυτών των αυθεντικών τραγουδιστών του τόπου μας. Σήμερα έχουμε χορωδίες με έντεχνες ερμηνείες. Χάθηκε ο παλιός τρόπος, που κινείτο με αυθεντικότητα ή τουλάχιστον ήταν πιο κοντά σε αυτό που λέμε παλιό ή αυθεντικό. Για χάρη πολλών θεαμάτων ωραιοποιούμε το κάθε τι για να συναγωνιστούμε «το καλύτερο», με σκοπό να αλλοιώνουμε τα συναισθήματά μας και τα παραδοσιακά στοιχεία.
Ευτυχώς έχουν σωθεί κάποιες ικανές ηχογραφήσεις του Ωδικού Συγκροτήματος, που δείχνουν το ύφος μιας άλλης εποχής και παρόλο, που, η κάθε εποχή έχει το δικό της «χρώμα», καλό θα είναι να στηριχτούμε στα παραδοσιακά ακούσματα για να στερεώσουμε πιο «αυθεντικά» τη συνέχεια για την οποία καλούμαστε να πορευτούμε.
Ήταν γύρω στα 1994, όταν ο γράφον «πίεσε» τον Αθανάσιο Σταθάτο, να τους μεταφέρει στο χαρτί και στο μαγνητόφωνο την πληθώρα της μνήμης του από αριέττες και λαϊκές καντάδες. Έτσι παρήχθη ένα σημαντικό φωνητικό άγνωστο υλικό από Ληξουριώτικες αριέττες και λαϊκές καντάδες, που όταν βρεθεί η ευκαιρία, θα δουν το φως της δημοσιότητας, ανοίγοντας ένα νέο δρόμο, πάνω σε κάτι που έχουμε ξεχάσει.
Εν κατακλείδι το Ωδικό Συγκρότημα του Αθανασίου Σταθάτου στο Ληξούρι, άφησε μια εποχή κρατώντας τη μουσική φωνητική λαϊκή παράδοση της πολυφωνίας άσβεστη. Επίσης, με τις όποιες ζωντανές ηχογραφήσεις φωνητικού υλικού, που έχει αποτυπωθεί αυθεντικά σε δίσκους ακτίνας, φανερώνεται η στιχουργική ποικιλία και πρωτίστως το μουσικό ύφος μια παράδοσης, που διατηρήθηκε, λίγο πριν εκπνεύσει ολότελα.