Μία νέα μελέτη που δημοσιεύεται στο περιοδικό Addiction διαπίστωσε ότι το κάπνισμα μπορεί να αυξήσει το κοιλιακό λίπος, ιδίως το σπλαχνικό, δηλαδή το ανθυγιεινό λίπος βαθιά μέσα στην κοιλιά που συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων, διαβήτη, εγκεφαλικού επεισοδίου και άνοιας.
Οι καπνιστές τείνουν να έχουν χαμηλότερο σωματικό βάρος από τους μη καπνιστές, αλλά έχουν επίσης περισσότερο κοιλιακό λίπος, συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου ποσοστού κοιλιακού σπλαχνικού λίπους. Το σπλαχνικό λίπος είναι δύσκολο να το δει κανείς – μπορεί να έχετε επίπεδη κοιλιά και παρόλα αυτά να έχετε σπλαχνικό λίπος, αυξάνοντας τον κίνδυνο σοβαρών ασθενειών. Αυτή η νέα μελέτη προσφέρει υποστηρικτικές αποδείξεις ότι το κάπνισμα μπορεί να προκαλέσει αύξηση αυτού του τύπου λίπους.
Οι ερευνητές του Κέντρου Βασικής Μεταβολικής Έρευνας NNF του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης χρησιμοποίησαν μια μορφή στατιστικής ανάλυσης που ονομάζεται Μεντελιανή Τυχαιοποίηση (MR) για να διαπιστώσουν αν το κάπνισμα προκαλεί αύξηση του κοιλιακού λίπους. Η MR συνδυάζει τα αποτελέσματα από διάφορες γενετικές μελέτες για να αναζητήσει αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ δύο συνθηκών, όπως στην προκειμένη περίπτωση, του καπνίσματος και του αυξημένου κοιλιακού λίπους. Αυτή η νέα μελέτη συνδύασε πολλαπλά γενετικά αποτελέσματα από ευρωπαϊκές μελέτες σχετικά με την έκθεση στο κάπνισμα και τις μετρήσεις της κατανομής του σωματικού λίπους (πχ. αναλογία μέσης – ισχίων και περιφέρεια μέσης και ισχίων).
Τα γονίδια που συνδέονται με τη συνήθεια του καπνίσματος
Πρώτον, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν προηγούμενες γενετικές μελέτες για να εντοπίσουν ποια γονίδια συνδέονται με τις συνήθειες του καπνίσματος και την κατανομή του σωματικού λίπους. Δεύτερον, χρησιμοποίησαν αυτές τις γενετικές πληροφορίες για να προσδιορίσουν αν τα άτομα με γονίδια που σχετίζονται με το κάπνισμα τείνουν να έχουν διαφορετική κατανομή σωματικού λίπους.
Τέλος, συνυπολόγισαν άλλες επιρροές, όπως η κατανάλωση αλκοόλ ή το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο, για να διασφαλίσουν ότι οι όποιες συνδέσεις εντοπίστηκαν μεταξύ του καπνίσματος και της κατανομής του σωματικού λίπους οφείλονται πραγματικά στο ίδιο το κάπνισμα και όχι σε άλλους παράγοντες.
Ο επικεφαλής συγγραφέας Dr. Germán D. Carrasquilla εξηγεί στη μελέτη: «Διαπιστώθηκε ότι η έναρξη του καπνίσματος και το κάπνισμα σε όλη τη διάρκεια της ζωής μπορεί να προκαλέσει αύξηση του λίπους της κοιλιάς, όπως φαίνεται από τις μετρήσεις. Σε μια περαιτέρω ανάλυση, διαπιστώσαμε επίσης ότι το είδος του λίπους που αυξάνεται είναι συνήθως το σπλαχνικό λίπος, παρά το λίπος ακριβώς κάτω από το δέρμα. Η επίδραση του καπνίσματος στο λίπος της κοιλιάς φαίνεται να συμβαίνει ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες».
Από την άποψη της δημόσιας υγείας, τα ευρήματα αυτά ενισχύουν τη σημασία των μεγάλης κλίμακας προσπαθειών για την πρόληψη και τη μείωση του καπνίσματος στο γενικό πληθυσμό, καθώς αυτό μπορεί επίσης να συμβάλει στη μείωση του κοιλιακού σπλαχνικού λίπους και όλων των χρόνιων ασθενειών που σχετίζονται με αυτό. Η μείωση ενός σημαντικού κινδύνου για την υγεία του πληθυσμού θα μειώσει, έμμεσα, έναν άλλο σημαντικό κίνδυνο για την υγεία.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το υπερβολικό κοιλιακό λίπος στους καπνιστές ήταν κυρίως σπλαχνικό λίπος, μελετώντας πώς οι παραλλαγές του DNA που συνδέονται με τις συνήθειες του καπνίσματος και το λίπος της κοιλιάς σχετίζονται με τα λιπώδη διαμερίσματα σε διάφορα μέρη του σώματος. Το βασικό εύρημα είναι ότι αυτοί οι γενετικοί παράγοντες συνδέονται πιο ισχυρά με τον αυξημένο σπλαχνικό λιπώδη ιστό – το βαθύ λίπος που περιβάλλει τα κοιλιακά όργανα – παρά με το υποδόριο λίπος που αποθηκεύεται κάτω από το δέρμα.
Οι δύο βασικές μελέτες ευρωπαϊκής καταγωγής ήταν μεγάλης κλίμακας – η μελέτη για το κάπνισμα εξέτασε 1,2 εκατομμύρια άτομα που είχαν ξεκινήσει το κάπνισμα και πάνω από 450.000 καπνιστές εφ’ όρου ζωής, ενώ η μελέτη για την κατανομή του σωματικού λίπους περιελάμβανε πάνω από 600.000 άτομα.
Πηγή: healthstat.gr