Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος
Η Τίτσα Χρυσοχοίδη γεννήθηκε το 1906 στην Αθήνα και καταγόταν από τα Ιωάννινα. Παράλληλα με τις γυμνασιακές τις σπουδές, γράφτηκε το 1920 στην ΑΣΚΤ. Το 1924 μπήκε στο εργαστήριο Πλαστικής και σπούδασε γλυπτική με καθηγητή τον Θωμά Θωμόπουλο. Μετά την αποφοίτηση της το 1928 συνέχισε από το 1930 τις σπουδές της αρχικά στο εργαστήριο του Θανάση Απάρτη και μετά στην Ακαδημία Grande Chaumiere στην τάξη του γλύπτη Ρομπέρ Βλερίκ / Robert Wlerick στο Παρίσι. To 1932 συμμετείχε με δύο γλυπτά της στο Salon d‘ Automne. Κατά τη διάρκεια της καλλιτεχνικής της πορείας οργανώθηκαν ατομικές εκθέσεις έργων της σε πολλές γκαλερί και έλαβε μέρος σε Bienalle (Αλεξάνδρειας1960 και 1965, Βουδαπέστης 1971). Συμμετείχε επίσης σε ομαδικές εκθέσεις και διαγωνισμούς τέχνης στην Ελλάδα και στη Γαλλία, ΗΠΑ, Σουηδία, Ουγγαρία, Πορτογαλία, Ιταλία, όπου απέσπασε διακρίσεις και βραβεία. Είχε λάβει επίσης μέρος σε όλες τις Πανελλήνιες Εκθέσεις και στις διεθνείς εκθέσεις σύγχρονων μεταλλίων που πραγματοποίησε η οργάνωση F.I.D.E.M. Το 1966 τιμήθηκε σε διαγωνισμό με το Αργυρό Μετάλλιο της Πόλης του Παρισιού.
Υπήρξε μέλος του ΕΕΤΕ, της Ένωσης Ελλήνων Γλυπτών και της Διεθνούς Γυναικείας Μορφωτικής Ομοσπονδίας. Έργα της βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Μουσείο Μπενάκη, στην Πινακοθήκη Ρόδου, στο Μουσείο Βορρέ, στην Πινακοθήκη Ιωαννίνων, στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων,στο Μουσείο Οινουσών Χίου, στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς (προτομή του λόγιου Παναγιώτη Βεργωτή) και άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές. Αποβίωσε το 1990 στην Αθήνα .
Στο έργο της Χρυσοχοΐδη είναι κυρίαρχη η ανθρώπινη μορφή και βασικά η γυναίκα. Κατά την πρώτη περίοδο της καλλιτεχνικής της πορείας εντρύφησε στον αισθητικό ιδεαλισμό και τις ρευστές δυναμικές φόρμες του μεγάλου Αύγουστου Ροντέν και του κύκλου του. Όμως μετά ακολούθησε ρεαλιστική γραμμή με δόσεις αρχαισμού και στράφηκε προς τα ρεύματα που αντιπαρατέθηκαν την εποχή εκείνη στον Ροντέν, με κορυφαίους τους γλύπτες Μπουρντέλ, Ντεσπιώ και Μαγιόλ. Επηρεάστηκε κυρίως από το έργο του Αριστίντ Μαγιόλ καθώς μέσα από τα γλυπτά της είναι εμφανής η βαθύτατη μελέτη και αφομοίωση των συνθετικών γραμμών και όγκων του πλούσιου έργου του.
Είχα ακούσει αρχικά για την Τίτσα Χρυσοχοίδη από τον πρώην σύζυγο της ζωγράφο, εκτιμητή έργων τέχνης, δάσκαλο σχεδίου και ζωγραφικής Κώστα Ηλιάδη που διατηρούσε φροντιστήριο στην οδό Ομήρου. Ανέφερε συμβάντα από την ζωή τους στις πάντα ενδιαφέρουσες εξιστορήσεις του. Μαζί είχαν ζήσει στο Παρίσι, στον κύκλο του καθηγητή χαρακτικής Δημήτρη Γαλάνη και είχαν εκθεσιακή δραστηριότητα στα σαλόν μέχρι που επέστρεψαν στην Αθήνα το 1934. Στην πορεία χώρισαν και ο καθένας αφοσιώθηκε στα της τέχνης με τον δικό του τρόπο. Η Χρυσοχοίδη δημιούργησε το ατελιέ της στην οδό Ανδρέα Λόντου, το οποίο όμως βομβαρδίστηκε στην περίοδο της Κατοχής με συνέπεια να καταστραφούν όλα τα έργα της. Μεταπολεμικά στο νέο της ατελιέ στην οδό Σουλίου φιλοτέχνησε μεγάλη σειρά μικρογλυπών με τερακότες από πηλό. Δίδαξε επίσης επί χρόνια ιστορία της τέχνης και πλαστική κεραμική στην Παπαστράτειο Δημόσια Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών και από το 1960 δίδαξε ελεύθερο σχέδιο στη Σχολή Χίλλ.
Όταν ο καθηγητής, ιστορικός τέχνης Στέλιος Λυδάκης, ο οποίος είχε γράψει μονογραφία για αυτήν στο βιβλίο-λεύκωμα που είχε εκδοθεί από τις εκδόσεις «Μέλισσα» το 1983, μου πρότεινε να διοργανώσω αναδρομική έκθεση της Χρυσοχοίδη στην Γκαλερί Dada, αμέσως δέχτηκα εντυπωσιασμένος από την υψηλή αισθητική και τεχνική ποιότητα της γλύπτριας. Το 1987 πραγματοποιήθηκε η έκθεση που ήταν και η τελευταία με την παρουσία και την συμμετοχή της, όσο ήταν στη ζωή. Είναι δεδομένο ότι είναι δύσκολο το να στηθεί μια σημαντική έκθεση γλυπτικής εξαιτίας του μεγέθους και του βάρους των χάλκινων γλυπτών. Όμως η άψογη συνεργασία μας και η εμπιστοσύνη της απέδωσε θετικά στην παρουσίαση της γλυπτικής διαδρομής της με κύριο θέμα την γυναικεία μορφή. Οι επισκέψεις μου στο εργαστήριο της και την οικία της στην οδό Ησιόδου, πίσω από το Προεδρικό Μέγαρο, υπήρξαν για μένα σεμινάρια περί γλυπτικής και τέχνης γενικότερα. Μαζί με την αδελφή της Φούλα Λαμπρίδη, μεγάλη δωρήτρια συλλογής βικτωριανών κοσμημάτων στο Μουσείο Μπενάκη, τον διανοούμενο γαμπρό της Φρίξο Λαμπρίδη (Τασολάμπρο) και τον Στέλιο Λυδάκη είχαμε μια αγαστή συνεργασία για την έκθεση. Τα εγκαίνια σημείωσαν σημαντική εικαστική επιτυχία με την παρουσία γνωστών προσωπικοτήτων της τέχνης. Μεταθανάτια παρουσιάστηκαν εκθέσεις με έργα της στον Πειραιά και την Αθήνα, ενώ το Μουσείο Μπενάκη το 2007 διοργάνωσε έκθεση της με παράλληλη έκδοση μονογραφίας από την ιστορικό τέχνης Πωλύνα Κοσμαδάκη αφιερωμένη στο έργο της γλύπτριας Τίτσας Χρυσοχοΐδη (1906-1990). Στην έκδοση παρουσιάζονται 85 γλυπτά, προπλάσματα και σχέδια. Η συγγραφέας αναφέρει: «Οι δημιουργίες της Τίτσας Χρυσοχοΐδη, εξακολουθώντας να αναμεταδίδουν το στέρεο ανθρωποκεντρικό τους μήνυμα με αυτάρκεια και σιγουριά, κατανόηση και τρυφεράδα, μας θυμίζουν πως για αιώνες ολόκληρους το ανθρώπινο σώμα δεν ήταν απλά και μόνο κάποιο πρόσχημα για την εκτόνωση του δεξιοτεχνικού οίστρου των χεριών πάνω στις αντιστάσεις της ύλης. Αλλά ένα σύμβολο που εμψύχωνε σταθερά τους γόνιμους προβληματισμούς της έκφρασης, τις πιο επαναστατικές ιδέες για την ηθική της φόρμας και τον κοινωνικό λόγο της μορφής.»
Οι γυμνές γυναικείες μορφές της Τίτσας Χρυσοχοίδη που συνδυάζουν αδρότητα, απαλές καμπύλες και διαρθρώσεις των μελών, απλά και σταθερά περιγράμματα της φόρμας με νεανική ενδοστρέφεια είναι νωχελικές, ήρεμες υπάρξεις, αναπαυόμενες, λουόμενες ή κινούμενες σε ακαθόριστο χρόνο, πλάσματα εκφραστικής νηνεμίας και θηλυκότητας. Στις επισκέψεις μου στο Μουσείο Μαγιόλ και στις αλέες των κήπων του Λούβρου στο Παρίσι πάντα έρχονται συνειρμικά στο νου μου τα έργα της Χρυσοχοίδη, όταν θαυμάζω τις σωματώδεις και υπερμεγέθεις γυναικείες φιγούρες του Μαγιόλ. Βέβαια ο κόσμος της Χρυσοχοίδη ανήκει στην αφομοίωση αυτής της ρεαλιστικής αισθητικής στα μέτρα που συνδυάζεται με την αρχαική παράδοση και την έμφυτη γυναικεία τρυφερότητα και χάρη.