Γεράσιμος Γαλανός
Τα κεφαλονίτικα κάλαντα έχουν παραλλαγές, εφόσον κάθε τόπος του νησιού μας τα «ψάλλει» διαφορετικά «εν μέρει». Άλλα στο Αργοστόλι κι άλλα στο Ληξούρι. (Αυτά, των δυο πόλεων, έχουν αστικό χαρακτήρα και η μουσική τους, φέρνει προς τον δυτικότροπο χορευτικό ρυθμό).
Τα κάλαντα των χωριών της Κεφαλονιάς έχουν λόγια που τα συναντούμε και στα κάλαντα άλλων περιοχών της Ελλάδας. Σίγουρο είναι, πως τα κάλαντα των χωριών μας έχουν πανελλήνια καταβολή και μάλιστα βυζαντινή. Τόσο στην περιοχή της Ερίσσου, όσο στην Παλική και στους Πρόννους, τα κάλαντα στα χωριά παρουσίαζαν κάποιες στιχουργικές παραλλαγές, αλλά κινούντο και εξελίσσονταν στην υπόθεση τους πάνω στο ίδιο θέμα.
Ακολουθεί το ποιητικό κείμενο από πολύ παλιά κεφαλονίτικα κάλαντα Πρωτοχρονιάς, πιθανόν «Πελοποννησιακής επίδρασης» και τα τραγουδούσαν σχεδόν σ’ όλο το νησί, ιδίως στα χωριά.
Δημοσιεύτηκαν το 1923 από τον Δημήτρη Καλλιγερόπουλο, στην Αθήνα. Η παρούσα δημοσίευση γίνεται για πρώτη φορά από την αρχική τους έκδοση, και αποτελεί μέρος από ευρύτερη μελέτη μου πάνω στα κεφαλονίτκα κάλαντα και τα εορταστικά άσματα του νησιού . ..
Τα κάτωθι κάλαντα παρουσιάζουν ενδιαφέρον γλωσσικό και θεματικό- νοηματικό, το οποίο κινείται μέσα σε μια «κοινωνικότητα», που δείχνει κατάλοιπα ξενικής υποδούλωσης και συγχρόνως ταξική διαφορά των ανθρώπων όπου τα τραγουδούσαν. Το σίγουρο είναι πως, έχουν μια βυζαντινή προέλευση, η οποία στην πορεία του χρόνου προσαρμόστηκε στις απαιτήσεις του τόπου που τα έκανε κτήμα του.
Έχει σωθεί η μουσική τους γραμμένη σε βυζαντινή παρασημαντική, σε δυο διαφορετικές κοντινές μελωδίες, με ποικιλία μουσικών μέτρων, δείχνοντας τη διαφορετική τραγουδιστική γραμμή που υπήρχε από τόπο σε τόπο.
Στην παρούσα μεταφορά των κάτωθι καλάντων στο μονοτονικό σύστημα, προσπάθησαν να κρατήσω όσο το δυνατό την εικόνα γραφής του πρωτοτύπου, καθώς τα ορθογραφικά και τονικά στοιχεία των λέξεων. Επίσης στην άκρια πολλών στίχων, αντί το κόμμα της γραφής μου, υπήρχε άνω τελεία στο πρωτότυπο.
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρία,
βαστά λιβάνι και κερί, χαρτί και καλαμάρι,
το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί ωμίλει,
-Βασίλη, πόθεν έρχεσαι κι από πού καταβαίνεις;
-Από τη μάννα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω,
-Κάτσε να φας, κάτσε να πιης, κάτσε να τραγουδήσης.
-Εγώ γράμματα ‘ μάθαινα, τραγούδια δεν ηξεύρω.
-Λοιπόν ηξεύρεις γράμματα, ‘πέ μας την Αλφαβήτα.
Και στο ραβδί ακούμπησε να πη την Αλφαβήτα,
και το ραβδί ήτον ξηρό κ’ εβλάστησε κλωνάρια,
κ’ επάνω στα κλωνάρια του βρύσες εκυματούσαν
κ’ έλουναν τον αυφέντη των τον πολυχρονισμένον.
– Εσέν’ , αυφέντη μ’, πρέπει σου στα πεύκια ‘ να καθίσης
και ν’ απερνάς τον ποταμό, σ’ τη γη να μην εγγίζης.
Και πάλιν ξαναπρέπει σου καράβι ν’ αρματώσης
Πολλά ‘ παμε ταυφέντη μας, άς ‘ πούμε της κυράς μας.
– Κυρά μαρμαροτράχηλη, κορώνα φορημένη,
σ’ του Βασιλιά την κάμαρα σ’ έχουν ζωγραφισμένη.
Έχεις και γιο σ’ τα γράμματα και γιο και σ’ το κοντύλι
ο Θιός να σε τονέ χαρή, να βάλη πετραχήλι.
Έχεις και κόρην εύμορφη, που δεν έχει σουρέα
ούδέ σ’ την Πόλι βρίσκεται ουδέ σ’ την Καισαρία.
Εδώ’ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐση
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλιους χρόνους να ζήση.
Αυφέντη μου ευγενικέ, πώχεις μεγάλη χάρι,
‘ πού σ’ έχομε σ’ τον τόπο μας, σαν το λαμπρό φεγγάρι,
άνοιξε το πουγγάκι σου το μαργαριταρένιο.
Αν έχης γρόσια δός μας τα, αν έχης και παραδες,
αν έχης και γλυκό κρασί, βγάλε να μας κεράσης.
Πολλά ‘ παμε ταυφέντη μας, ας ‘ πούμε και της κυράς μας,
– Κυρά σεμνή, κυρά τρανή, κυρά καμαρωμένη,
κυράς μ’ , όντας εβούλιοσουν για να ‘ ντυθής ν΄ αλλάξης,
η φάσσα φέρνει το νερό κ’ η κίσσα το σαπούνι,
κ’ η πέρδικ’ η ωρηόπλουμη φέρνει τα τρία ρούχα,
το κόκκινο, το πράσινο, τάσπρο και το χιονάτο.
Κυράμ’ όντας εκίνησες να πας σ’ την εκκλησία,
βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθι
και του κοράκου το φτερό βάνεις καμαροφρύδι.
Η στράτα ρόδα ‘ γέμισε κ’ η εκκλησιά το μόσκο.
Κυρά μ’ , οπώχεις τούς υγιούς, ο Θιός να σ’ τους χαρίνη
κι ο μέγας Αϊβάς λης να σ’ τους πολυχρονίση.
Χρόνια Πολλά και Καλά
Ευχές, για το καλύτερο, σ’ όλον τον κόσμο… για το 2022.