Του Γεράσιμου Γαλανού
Οι παραγωγοί ράβδιζαν τις ελιές τους, δηλαδή μάζευαν τον ελαιόκαρπο και γιόμιζαν έπειτα τα σακιά τους ή τα τσουβάλια τους, τα οποία τα φόρτωναν στο γαϊδουράκι τους και τα πήγαιναν στο ελαιοτριβείο.
Πολλοί πήγαιναν τα τσουβάλια με τον ελαιόκαρπο στα σπίτια τους και εκεί άπλωναν κάτω από ένα στέγαστρο τις ελιές, για να τις καθαρίσουν από τα περιττά φύλλα, από τα κόρτσαλα και τα κλαριά, καθώς και να βγάλουν προσεκτικά τα χαλίκια.
Δηλαδή, λίχνιζαν με το φτυάρι τις ελιές και τις διαχώριζαν από τα περιττά στοιχεία τους.
Μεταφέρανε τα σακιά ή τσουβάλια στο ελαιοτριβείο και σε στεγασμένο χώρο που είχε πέτρινα παχνιά, τοποθετούσαν τα σακιά με τις ελιές έως να έλθει η σειρά του καθενός να κάνει το λάδι του.
Όταν η παραγωγή ήταν μεγάλη και οι ελιές περίμεναν πολλές μέρες μέσα στα τσουβάλια, πάχνιαζαν, τότε το λάδι έβγαινε κατώτερης ποιότητας.
Όταν έφτανε η σειρά κάποιου νοικοκύρη, ένας από τους εργάτες του ελαιοτριβείου έπαιρνε το χωνί, τον κόρνο, ανέβαινε σε ένα πεζούλι και φώναζε να τον ακούσουν από το σπίτι εάν ήταν νύκτα ή από τα χωράφια εάν ήταν μέρα.
Ο νοικοκύρης έφτανε με τις λαδούσες, με τα αγγειά και τα ασκιά για να πάρει το λάδι της χρονιάς. Τις ελιές τις μετρούσαν με το στάμα. Το στάμα ήταν μετρικό δοχείο καρπού που χωρούσε περίπου δεκαπέντε οκάδες ή σημερινά περίπου είκοσι κιλά.
Έβαζαν τον καρπό στα λιθάρια, περίπου σε ποσότητα δεκαπέντε στάματα.
Έπειτα ο υπεύθυνος εργάτης που είχε τον έλεγχο, έδινε την προσταγή να ξεκινήσει το άλογο. Το άλογο έσερνε το κουπί που πάνω του ήταν το κάθετο δοκάρι. Αυτό συνδεόταν με τον άξονα ή «εργάτη» όπως τον έλεγαν, με ένα άλλο οριζόντιο δοκάρι. Τα λιθάρια γύριζαν και οι ελιές άρχιζαν να σπάνε, να συνθλίβονται και να δίνουν το πρώτο ελαιόζουμο.
Παλιά έπαιρναν το σπασμένο ελαιόκαρπο και τον έβαζαν στις τσαντίλες που είχαν το σχήμα του φακέλου και κατά μια δεκάδα τους πίεζαν με μια σιδερένια πλάκα.
Η πλάκα κατέβαινε με τον «εργάτη». Τούτο είναι το ειδικό ξύλο που γυρίζει όταν σπρώχνουν οι εργάτες το μακρύ ξύλο για να γυρίσει η σφήνα που σπρώχνει την πρέσα. Η σφήνα χτυπά γρήγορα και ρυθμικά σε κάθε κίνηση προς τα πίσω των εργατών. Τελικά τους εργάτες αυτούς τους αντικατέστησε το βίντσι. Έτρεχε το πρώτο λάδι αξεθέρμιγο όπως το έλεγαν.
Αυτό το πρώτο λάδι ήταν καλό για τις καψάλες (Ψημένα ψωμιά ποτισμένα με φρέσκο λάδι). Στη συνέχεια έβρεχαν με καυτό νερό τις τσαντίλες και έβγαζαν ο λιοκόκκι.
Το λιοκόκκι το χρησιμοποιούσαν για ζωοτροφές, για τα μαγκάλια για το εργοστάσιο πυρινελαιουργίας.
Έφτανε η στιγμή που ο νοικοκύρης έπρεπε να πάρει το λάδι του. Στα δέκα μέρη το ένα το κρατούσε το ελαιοτριβείο ως αμοιβή. Είναι το λεγόμενο Ξάι.
Πέρασαν τα χρόνια και καταργήθηκαν αρκετά από όλα αυτά. Τα ελαιοτριβεία από ιπποκίνητα έγινα μηχανοκίνητα, ελαττώθηκαν τα δουλευτάρικα χέρια και το λάδι έβγαινε πιο γρήγορα και πιο ξένοιαστα.
Επίσης, όταν ήλθε το Ηλεκτρικό Ρεύμα, απλοποιήθηκαν όλα αυτά τα συστήματα, πέρασαν στην εποχή του αυτοματισμού, αλλά ο σκοπός της διαδικασίας είναι ί ίδιος από την αρχαιότητα έως σήμερα.
Επίσης τα λιόπανα έγιναν από νάιυον, πιο μεγάλα και πλατιά, ώστε αντικαθιστούν κατά πολύ τα παλιά που ήταν μικρά και πολλά για να μαζευτούν οι ελιές. Οι μεταφορές γίνονται με τρακτέρ ή με φορτηγό αυτοκίνητο.
Το λίχνισμα γίνεται με μηχανικό τρόπο καθώς και το πλύσιμο των ελιών και το ξεκαθάρισμά τους από τα φύλλα και τα χαλίκια
Τα αναβατόρια, οι σπαστήρες, οι διαχωριστήρες και όλα τα απαραίτητα έχουν μηχανοποιηθεί και κινούνται με κουμπιά, ελαχιστοποιώντας το χρόνο για την παραγωγή του λαδιού.
Σε κάποια ελαιοτριβεία σε δίπλα χώρο ήταν εγκαταστημένο και το σαπωνοποιείο.
Στην εποχή μας όμως αυτό χάθηκε και δεν υπάρχουν Σαπωνοποιεία στα ελαιοτριβεία αλλά βιομηχανικέ εγκαταστάσεις έχουν αναλάβει αυτή την εργασία και παραγωγή.
Το σαπούνι για να κατασκευαστεί χρειάζεται λάδι και σαπουνόπετρα.(Καυστικό νάτριο). Πολλοί που δεν είχαν λάδι χρησιμοποιούσαν το λίπος που μάζευαν από τα ζώα και ιδίως το χοιρινό. ..
Οι φωτογραφίες είναι από το μηχανοκίνητο παλιό ελαιοτριβείο της Κοντογεννάδας, του Γιώργου Κοντογιαννάτου.