Οι παροιμίες, είναι τα στηρίγματα που νουθετούν, προειδοποιούν και παρηγορούν τον κεφαλληνιακό λαό. Η πείρα από τα παθήματα και τα κοινωνικά επεισόδια, διαμόρφωσε την κοινωνική και φιλοσοφική διάσταση των παροιμιών και τις κατέστησε, τα σοφά κληρονομήματα των αιώνων.
Σε συνέχεια της σειράς των άρθρων τα μυστικά της κεφαλληνιακής παράδοσης, σήμερα, θα εξετάσουμε την επίδραση που έχει ασκήσει διαχρονικά, η εκκλησιαστική υμνολογία και το Ευαγγέλιο, γλωσσικά κυρίως και ως προς το περιεχόμενο, στην ανάπτυξη των κεφαλληνιακών παροιμιών.
Λαός και εκκλησία βρίσκονται σε συνεχή και ανατροφοδοτούμενη επικοινωνία. Τα τελετουργικά της εκκλησιαστικής παράδοσης, είναι στενά συνυφασμένα με τις πνευματικές ανάγκες του ανθρώπου όπως αυτές προκύπτουν από την καθημερινή ζωή και από την άλλη, οι κοινωνικές συμπεριφορές επιδρούν στον τρόπο που εκφράζεται ο μυστηριακός χαρακτήρας της λατρείας.
Η εκκλησιαστική φρασεολογία, μεταφέρει την κληρονομιά του γλωσσικού πλούτου, από τα βυζαντινά χρόνια, σχεδόν ακέραιη σε κάθε περιοχή της Ελλάδας και ασκεί, σε διαφορετικό βαθμό επίδραση στο γλωσσικό του οργανισμό. Το πεπερασμένο σε ποσότητα εύρος των ιερών κειμένων μέσα από την επαναληψιμότητα και τον κύκλο των εορτών καθ’ έτος, έφερναν σε σε επαφή με το Θείο τον άνθρωπο, αναπτύσσοντας μια μοναδική προσωπική σχέση λατρείας. Οι ύμνοι και η ανάγνωση του Ευαγγελίου, τόσο λόγω του περιεχομένου των ιστοριών όσο και λόγω του σωτηριολογικού τους ρόλου, επαναλαμβάνονταν στα χείλη των πιστών σαν ποίημα ή σαν προσευχή. Όσο η γλώσσα άρχιζε να δέχεται επιδράσεις και να μετατρέπεται στη γνωστή δημοτική, οι λέξεις και οι φράσεις μέσα από τους χώρους της εκκλησίας, άρχισαν να χρησιμοποιούνται στην καθημερινότητα, χωρίς να χαθούν. Σε αυτό, σημαντικό ρόλο είχαν οι ιερείς, που μετέφεραν αποσπάσματα του ευαγγελίου σε συζητήσεις.
Το γλωσσικό στοιχείο όμως που κυριάρχησε, αφορούσε περιστάσεις έντονης κατάνυξης και συγκίνησης που βίωνε ο πιστός μέσα στην εκκλησία. Αυτό συνέβαινε στις μεγάλες δεσποτικές εορτές, στις ακολουθίες της Μεγάλης εβδομάδας και στα μεγάλα γεγονότα της ζωής όπως ο θάνατος, ο γάμος και η βάπτιση. Η εκάστοτε λοιπόν κοινωνία, ανάλογα με τις ανάγκες της, χρησιμοποίησε το πλούσιο υλικό της εκκλησιαστικής γλώσσας, με σκοπό να αποδώσει συγκεκριμένο νόημα που παρέπεμπε σε κάτι ιερό και σημαντικό, ακόμα και σε θρησκόληπτο μυστικισμό. Έτσι, άρχισαν να δημιουργούνται νεολογισμοί με αυτούσιες λέξεις και φράσεις, παρμένες μέσα από την υμνολογία και τον θεολογικό λόγο. Σε κάθε είδους συναναστροφή, στο καφενείο, στο λιμάνι, στο φαρμακείο, στις κοινωνικές εκδηλώσεις, στους καβγάδες, στο δικαστήριο, δημιουργούνταν φράσεις με παιδευτικό, ρητορικό, φιλοσοφικό, διδακτικό περιεχόμενο, έπαινοι, οικτιρμοί ή ακόμα και επιπλήξεις.
Οι φράσεις που γεννιούνταν, μέσα από την αλληλεπίδραση των δύο γλωσσικών ιδιωμάτων, του εκκλησιαστικού και το λαϊκού, διαχέονται μέσα από τις ομιλίες και χρησιμοποιούνται κυρίως για έμφαση στο λόγο, για απόδοση σεβασμού, για νουθεσία και για επιβεβαίωση. Σχεδόν όλες οι λέξεις αυτές, πέρασαν «κεφαλληνιακό βάπτισμα» και αποκτούν τις καταλήξεις και τα ιδιωματικά στοιχεία της τοπικής διαλέκτου. Ορισμένα παραδείγματα είναι οι λέξεις κατελώ ( εκ του καταλύω, «…Ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν…., κατά Ματθαίον 27:38-43).
Τα αποσπάσματα που επιλέγονταν, ήταν συνήθως αυτά που έμεναν εντυπωμένα στη συνείδηση των πιστών, αλλά και όσα ακούγονταν πιο συχνά κατά τη διάρκεια της λειτουργίας. Από τις πιο γνωστές φράσεις ήταν το αμήν, το κύριε ελέησον, το αντιλαβού, το αλληλούια κλπ.. Κάθε μία από αυτές, ξεκίνησε να χρησιμοποιείται αρχικά από άτομα τρίτης ηλικίας αλλά σταδιακά διαδόθηκε ακόμα και στα παιδιά που επαναλάμβαναν ό,τι άκουγαν και τους έμοιαζε παράταιρο με τον απλό λόγο.
Η συντακτική θέση των λέξεων στις προτάσεις ήταν συγκεκριμένη, με σκοπό να γίνει από τον ομιλητή κάποιος ρητορικός χειρισμός. Για παράδειγμα, το «κύριε ελέησον», μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως έκφραση έκπληξης, θαυμασμού, ειρωνείας αλλά και απόγνωσης. Π.χ. « το πολύ το κύριε ελέησον, το βαριέται και ο Θεός». Άλλες παρόμοιες φράσεις που χρησιμοποιούνταν ήταν οι εξής: «τω καιρό εκείνο», «μέγας είσαι Κύριε», «Σόδομα και Γόμορα», «το μέν πνεύμα πρόθυμο η δε σαρκ ασθενεί», «μνήσθητι μου Κύριε»
Η εκκλησιαστική φρασεολογία πέρασε από στόμα σε στόμα σε όλους, χωρίς να περιορίζεται από κοινωνικούς φραγμούς. Αυτό συνέβη διότι όλοι σχεδόν εκκλησιάζονταν. Σε αρκετές περιπτώσεις, ιδιαίτερα στο Ληξούρι αλλά και σε άλλα χωριά της Κεφαλονιάς, άνθρωποι αγράμματοι, είχαν αποστηθίσει ψαλμούς και κείμενα του ευαγγελίου και τα χρησιμοποιούσαν στο λόγο τους. Όμως και οι αστοί, χειρίζονταν τις ίδιες φράσεις για να προσδώσουν έμφαση και σημασία στη συζήτηση. Άλλωστε, στις βαθύτερες συνήθειες μας, όλοι παρακινούμαστε κοινές προσδοκίες και ανάγκες.
Οι λέξεις, ακολουθούσαν συνήθως τη ροή της συνομιλίας, και απέδιδαν αυτούσιες, ολόκληρα νοήματα. Για παράδειγμα στη Κεφαλονιά συχνή είναι η λέξη ζιζάνια, που αναφέρεται σε ενοχλητική πράξη ή σκάνδαλο. Η «κουστουδία» είχε σατυρικό χαρακτήρα και αφορούσε συνάξεις σοβαροφάνειες χωρίς λόγο, Αυτός που είχε κινητική δυσλειτουργία λέγονταν «κουτσοζεβεδαίος». Για τις γυναίκες που είχαν κάποια ψυχιατρική διαταραχή, έλεγαν «Ησαΐα – αναφέρεται σε θηλυκό γένος-, χόρευε». Ως κατάρα εκεί που αφθονούν πολλά πλούτη λέγονταν επίσης, « ριπή και ταύτα πάντα», από το «μία ροπή και ταύτα πάντα». Παραφράσεις, μεταφορές, αυτούσιες λέξεις και ρητά, συντρόφευαν το κεφαλληνιακό ιδίωμα όπως αυτό εκφράζονταν σε κάθε γωνιά του νησιού.
Μέσα από την συνεχή χρήση αλλά και το θεολογικό κύρος τους, οι λέξεις και οι φράσεις αυτές, χρησιμοποιήθηκαν για αποδώσουν ρητορικό, ηθικό, παιδευτικό και σατυρικό χαρακτήρα στην καθημερινή γλώσσα. Οι παροιμίες, ήταν από τις πρώτες που δέχτηκαν την επίδραση αυτή, ιδίως, ως απότοκες του παροιμιακού λόγου του Ευαγγελίου. Πολλές από αυτές, αφομοίωσαν το θεολογικό περιεχόμενο του χριστιανισμού ως άμεση συνέχεια της αρχαίας λατρείας, δίνοντας έναν νέο ρόλο στον τρόπο που η παροιμία εκφράζονταν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το «Θεός φυλάξοι» από το «Ζεῦ ἀλεξῆτορ».
Αρκετά είναι τα παραδείγματα των παροιμιών αυτών που λέγονταν σε διάφορες περιοχές της Κεφαλονιάς. Παραθέτουμε ένα μικρό δείγμα.
– «Δώσε μου σήμερα», λέει ο πατερισμός, Αργοστόλι, από το Πάτερ ημών, « … δὸς ἡμῖν σήμερον…».
– Παροιμίες που αφορούν τη θεία σκέπη : « ο Θεός να σε φυλά’ από σπανό, κοκκινογένη και νιόπλουτο»,Παλική, «ο Θεός να σε φυλά’ από τσι γαλανές», Αργοστόλι «Ο Θεός να σε φυλά’ από τσού παρασημειωμένους», Πυργί, από το «Θεοτόκε ἡ ἐλπίς, πάντων τῶν Χριστιανῶν,Σκέπε, φρούρει, φύλαττε, τούς ἐλπίζοντας εἰς σέ».
– «η αλήθεια είναι ο Θεός», Ελειός, από το «… εγώ ειμί η αλήθεια…», κατά Ιωάννη 14:6-30.
– Τσού ζουρλούς τσού πάνε στον Άγιο, Λειβαθώς, επειδή η θεία Χάρις καθαγιάζει τα πάντα.
– Αφέντη άι Γεράσιμε, μεγάλο το όνομα σου, φύλλο δε σείετ’ από δεντρί, χωρίς το θέλημά σου», Ομαλά, « χωρίς του Θεού βουλή, ούτε στο βροχί το πουλί», Λιβαθώς, από το «…ουχι δυο στρουθια ασσαριου πωλειται και εν εξ αυτων ου πεσειται επι την γην ανευ του πατρος υμων δε και αι τριχες της κεφαλης πασαι ηριθμημεναι εισιν…»,κατά Ματθαίον, 10:29-3.
– Ο Θεός έφτιασε τον κόσμο κι’ είπε: « Οπόχει μυαλό,ας πορεύεται», Ομαλά.
– «ο Θεός μακροθυμάει αλλά δεν λησμονάει» Παλική, από το «δόξα τη μακροθυμία σου Κύριε», από το «…παρά Κυρίω εγένετο αύτη…», ψαλμοί κεφ.117/23.
– «η ακνιά παιδί δεν κάνει, κι’ αν το κάμη, δεν προκόβει», Παλική, από το αρχαίο «αργία μήτηρ πάσης κακίας» και από τον εκκλησιαστικό λόγο για την οκνηρία ( πχ ξηρανθείσα συκή, Ματθαίος 21,19)
Σε κάθε πτυχή της ζωής του, ο κεφαλληνιακός λαός, αλληλοεπιδρά στο μικρο και μακροπεριβάλλον του και εκδηλώνει τον μοναδικό του πολιτισμό. Ο παροιμιακός λόγος με τα εκκλησιαστικά του δάνεια, είναι από τα σημαντικότερα σημεία που τονίζουν την άμεση επαφή του Κεφαλλήνα με την πίστη, την πνευματική αναζήτηση αλλά και την αποδοχή της σοφίας του Θείου λόγου. Οι παροιμίες αποτελούν τις κυριότερες εκφράσεις του λαού, που μας δείχνουν τη σύνδεση και το περιεχόμενο της σοφίας της παράδοσης μας, μέσα από την βιωματική αλληλεπίδραση ανθρώπου- φύσις- Θεού, το απόλυτο τρίπτυχο που καθορίζει την ταυτότητα του ατόμου στο χωροχρόνο.
Βιβλιογραφία:
1. Σύνδεσμος φιλολόγων Κεφαλονιάς και Ιθάκης, «το κεφαλονίτικο γλωσσικό ιδίωμα», πρακτικά επιστημονικού συμποσίου, Αργοστόλι, 13 Οκτωβρίου 2007, Αργοστόλι 2012.
2. Δημ. Σ. Λουκάτου, κεφαλονίτικα γνωμικά, Αθήνα, 1952.
3. Ν.Δομένικου, κεφαλονίτικοι ιδιωματισμοί, ο.β.ε.δ., Αθήνα, 1982.
4. Δουλαβέρας Ν. Αριστείδης, η παροιμιολογική και παροιμιογραφική εργογραφία του Δημήτριου Σ. Λουκάτου, εκδόσεις Πορεία, 1994.
5. Νικόλαου Δ. Τζουγανάτου, αρχαία ελληνική γραμματολογία, βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα, 1975
6. D. Loucatos, Religion Populaire a Cepgalonie, Athenes, 1951.