Η πρόσφατη ανακοίνωση του Υπουργού Παιδείας για τις αλλαγές στο Λύκειο προκάλεσε πολλές συζητήσεις.
Οι αλλαγές φέρνουν στο προσκήνιο ένα από τα καίρια θέματα της εκάστοτε εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης : ποια μαθήματα, τι ύλη και πόσες ώρες από το κάθε μάθημα θα διδαχθούν τα παιδιά. Η απάντηση βρίσκεται στις ερωτήσεις «πως μαθαίνουν τα παιδιά;» και «τι πρέπει να διδάσκονται, με ποιους τρόπους και με ποιές μεθόδους θα αξιολογηθεί το αποτέλεσμα της διδασκαλίας, σε μια κοινωνία που αλλάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και η ποσότητα της γνώσης μοιάζει πλέον αχανής;».
Οι αλλαγές στην κοινωνία έχουν πάντα επίδραση στο εκπαιδευτικό σύστημα μιας κοινωνίας. Η χρήση και η διάδοση των υπολογιστών έχει προκαλέσει δραματικές αλλαγές στην κοινωνία μας, στις παραδοσιακές αξίες, στον τρόπο που ζούμε, που σκεφτόμαστε και μαθαίνουμε.
Η σύγχρονη διδασκαλία στηρίζεται στα πολυμέσα, στην προφορική και πρακτική δουλειά, συνδέεται με την κοινωνία και με τις αλλαγές που συμβαίνουν σ’ αυτή.
Οι σύγχρονες παιδαγωγικές έρευνες φανερώνουν ότι τα παιδιά δεν είναι άδεια δοχεία που οι δάσκαλοι θα τα γεμίσουν με γνώσεις ενώ έχουν διαφορετικά γνωστικά χαρακτηριστικά σε σχέση με τη διαδικασία της σύλληψης και της οργάνωσης της πληροφορίας και με τον τρόπο με τον οποίο το κάθε άτομο έρχεται σε επαφή με το περιβάλλον μέσω της αντίληψης και αυτές οι διαφορές επιδρούν στις επιδόσεις του.
Στις μέρες μας, από τη στιγμή που ο δάσκαλος εκπαιδεύει γενιές μαθητών που πιθανόν θα αλλάξουν περισσότερα από ένα αντικείμενα και συνθήκες εργασίας στη διάρκεια της ζωής τους, το πρόγραμμα σπουδών πρέπει να βασίζεται όχι στην απομνημόνευση τύπων, ορισμών, νόμων και γεγονότων, αλλά στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, την ικανότητα για ανάλυση, σύνθεση και αξιολόγηση καθώς και τη χαρά της συνεργασίας δηλαδή, δεξιότητες απαραίτητες να έχουν οι μαθητές στις καθημερινές αποφάσεις που καλούνται να πάρουν στην ζωή τους.
Χρειάζεται πολιτική βούληση και ταυτόχρονα αλλαγή στον τρόπο σκέψης αυτών που είναι υπεύθυνοι για τη δημιουργία της στρατηγικής της εκπαιδευτικής πολιτικής. Χρειάζεται εκπαιδευμένους στην παιδαγωγική γνώση δασκάλους και πάνω από όλα χρειάζονται χρήματα. Αλλά, αν υπάρχει η βούληση για αλλαγή από τη πολιτεία, τα χρήματα θα βρεθούν.
Μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, αν δεν είναι ανατρεπτική και δομείται πάνω στην φιλοσοφία του υπάρχοντος συστήματος, αρκούμενη στη διδασκαλία του πόσο και όχι του πως και εστιαζόμενη να προσθέτει ή να αφαιρεί ύλη ή μαθήματα, ή ώρες στο υπάρχον πρόγραμμα σπουδών, νομοτελειακά θα οδηγηθεί σε κατάρρευση με σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Δρ. Σπυρίδων Α. Θεοτοκάτος