Το George Molfetas Museum Hotel που βρίσκεται στο μικρό χωριό Φαρακλάτα της Κεφαλονιάς δεν είναι μια τυχαία περίπτωση αφού έχει αναφερθεί σε αυτό μέχρι και η Guardian.
Γνωρίζοντας την ιδιοκτήτρια κυρία Κατερίνα Δήμα, δοκιμάζοντας την μαγευτική της κουζίνα και βλέποντας από κοντά αυτό το μοναδικό κτίριο του 1800 διακοσμημένο με αντίκες από τη Σμύρνη και την Κεφαλλονιά, καταλαβαίνεις πολύ καλά γιατί ταξίδεψε η φήμη της στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Στην μεγάλη και ευχάριστη κουβέντα που είχαμε πιάσαμε το νήμα του εστιατορίου από το 1872 και κατευθυνθήκαμε προς άγνωστες κατευθύνσεις. Η κάρτα του εστιατορίου γράφει George Molfetas Museum Hotel και η κυρία Κατερίνα με πρόλαβε πριν αρθρώσω την ερώτηση.
«Ο θείος της μαμάς μου ήταν ποιητής, εκδότης και μουσικός. Ίσως τον έχεις ακουστά, ήταν ο Γεώργιος Μολφέτας. Γεννήθηκε το 1872 και ήταν μια σπουδαία προσωπικότητα της εποχής. Η τελευταία εφημερίδα που είχε εκδώσει λεγόταν Ζιζάνιο και είχε απήχηση όχι μόνο στους Κεφαλλονίτες αλλά και στους Αθηναίους.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος άνηκε στους φανατικούς αναγνώστες του. Ήταν σατιρικός, ήταν φευγάτος. Εγώ μεγάλωσα με αυτό τον θρύλο στον οποίο η νόνα μου, που μεγάλωσα κοντά της γιατί η μαμά μου δούλευε, είχε απίστευτη αδυναμία. Ήταν συνεπαρμένη με την προσωπικότητά του αδελφού της και εγώ ζούσα μέσα απ΄ αυτές τις ιστορίες το παρελθόν της οικογένειάς μου.
Η διήγηση πηδάει χρόνια και φτάνουμε στα δικά της. «Όταν ήμουν 21 έτος επρόκειτο να παντρευτώ έναν Σμυρνιό που είχε μεγαλώσει με τρείς Σμυρνιές. Τη μαμά του, την θεία του και την γιαγιά του. Εγώ λοιπόν δεν μπορούσα να πάω ξυπόλυτη στα αγκάθια, με τα φτωχά μου Κεφαλλονίτικα φαγάκια, κι έτσι πήγα στην Αθήνα, στη σχολή της κυρίας Τριανταφυλλίδου που ήταν και η μοναδική σχολή υψηλής μαγειρικής.
Πήγα λοιπόν οχτώ μήνες για να μάθω να μαγειρεύω και να φτιάχνω και γλυκά. Το έκανα καλά το άθλημα! Πήρα τα βραβεία μου και μετά μαγείρευα με πάθος σε όλη μου τη ζωή, αλλά μόνο για την οικογένεια. Όποτε ανέφερα στη ζωή μου σε διάφορες φάσεις ότι θέλω να κάνω ένα εστιατόρια μου έλεγαν όλοι “σώπα και μη μιλάς”, δεν θέλεις τέτοιους μπελάδες πάνω στο κεφάλι σου.
Κάποια στιγμή που έμεινα μόνη, τα παιδιά είχαν φύγει, μπορούσα πια να το πάρω πάνω μου και έκανα την εξής σκέψη. Είχα στα χέρια μου μια τεράστια περιουσία από κειμήλια και αντίκες. Από την Σμυρναίικη οικογένεια την Κεφαλλονίτικη και τους γονείς του συχωρεμένου του άντρα μου.
Υπέροχα πράγματα. Κεντήματα, βιβλία, έπιπλα, φωτιστικά. Σκέφτηκα λοιπόν ότι αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να τα χω μόνο για μένα, πρέπει να φτιάξω έναν χώρο που να μπορεί ο κόσμος να έρχεται να τα βλέπει.
Σε μια μικρή αγγελία βρήκα αυτόν εδώ τον παράδεισο του 1800, ενώ ζούσα ακόμη στην Αθήνα. Ήρθα και το είδα και ήταν όπως τότε. Δεν είχε περάσει χέρι ανθρώπου από πάνω του. Αυτό ήταν, σκέφτηκα πως εδώ θέλω να τελειώσω τις μέρες μου, να ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου.
Το ένιωσα και κάπως σαν υποχρέωση μέσα μου στους ανθρώπους που μου είχαν εμπιστευτεί όλα αυτά τα πράγματα και ταυτόχρονα βρισκόμουν στο μέρος που είχε ζήσει ο Μολφέτας σε ένα κτίριο που χρονολογούνταν περίπου την ίδια εποχή με την έκδοση του Ζιζανίου. Όλα αυτά μαζί συν το γεγονός ότι είχα περάσει τους καρκίνους μου, είχα βγει νικήτρια και ήμουν 53 χρονών, ανεξάρτητη και έτοιμη να αλλάξω κάτι στη ζωή μου.
Πρώτα έφτιαξα τους ξενώνες και αμέσως σκέφτηκα πως δεν είναι δυνατόν να βάζω τους ανθρώπους στον κόσμο του 1800 και να τους στέλνω να φάνε fast food. Έπρεπε να συνδυάσω την ποιότητα του χώρου και την ζεστασιά του με εξίσου καλό και ποιοτικό φαγητό.
Αυτό ήταν το όνειρο μου. Να δίνω στους ανθρώπους τη δυνατότητα και το δικαίωμα να γεύονται αυτό που τους ανήκει.
Σε συνταγές δεν πατάω. Φτιάχνω πράγματα μόνη μου έχοντας σα γνώμονα την υγιεινή διατροφή, όχι για να φτάσουμε στα 250 χρόνια ζωής αλλά για να έχουμε τις αληθινές γεύσεις που έφτιαξε η φύση για μας. Πρόσφατα μου είπε μια κυρία που έμενε εδώ κάποιες μέρες, ξεκινάτε από τη γεύση μας και φτάνει στο μυαλό και την καρδιά μας. Αυτό δεν φαντάζεσαι τη χαρά μου δίνει.
Με τον κόσμο που μένει κυρίως εδώ έχω δημιουργήσει πολλές φορές φιλία. Μου αρέσει να καθόμαστε όλοι μαζί και να συζητάμε, να γνωριζόμαστε και ποτέ δεν ξέρεις τι θα ακούσεις τι θα ενεργοποιηθεί μέσα σου και που μπορεί να σε βγάλει μια γνωριμία, μια συζήτηση.»
Στο ξενοδοχείο έρχεται κόσμος απ’ όλο το νησί. Όχι μόνο για να μείνει αλλά και για φάει. «Εγώ τους προτείνω αναλόγως αν θέλουν κρέας ή ψάρι ή αν είναι vegetarians. Ο,τι και να θελήσουν το μόνο σίγουρο είναι ότι όλα τα προϊόντα μου είναι από ντόπιους παραγωγούς, οργανικά και συνδυασμένα έτσι ώστε να κάνουν καλό στον οργανισμό. Τηγανιτή πατάτα και φριτέζα δεν θα βρεις εδώ μέσα. Λατρεύω να χρησιμοποιώ βότανα από τον κήπο μου, φασκόμηλο, γιασεμί, βασιλικό. Ξέρεις όλα αυτά θέλουν ήλιο για να μυρίσουν και να δώσουν τη γεύση τους, γι΄αυτό και η Μεσογειακή κουζίνα είναι κατά τη γνώμη μου απίθανη.
Τόσο χαρισματική αυτή η γη τόσο προνομιούχα και να είμαστε σήμερα σε αυτή την κατάσταση; Με πιάνει πραγματικό μίσος για το ξεπούλημα που μας κάνουνε, ειλικρινά αν ήμουν νεότερη θα έμπαινα σε αντιστασιακό αγώνα.
Την τηλεόραση την έχω κλείσει χρόνια τώρα, δεν αντέχω την ψευτιά τους και τον τρόπο που μας αντιμετωπίζουν σα να είμαστε καθυστερημένοι. Έχω αποσυρθεί στον δικό μου κόσμο εδώ και βλέπω πως με τους ανθρώπους που έρχονται και αγαπούν αυτό το μέρος έχουμε κάτι κοινό στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα και είναι παρήγορο να μην είσαι μόνος!»
Πηγή: perfectreader.net