Το ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ. Κεφαλληνίας, ως υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας που ασχολείται με τον μαθητικό πληθυσμό, θέλοντας να συμβάλλει θετικά στον κοινωνικό προβληματισμό γύρω από ζητήματα που αφορούν την βία των ανηλίκων, εγκαινιάζει μια σειρά άρθρων με αυτή τη θεματική, ούτως ώστε να προσπαθήσει να φωτίσει ορισμένες καίριες όψεις του ζητήματος.
Ξεκινάμε με μια γενική θεώρηση του φαινομένου που προσπαθεί να φωτίσει ορισμένες από τις ψυχοκοινωνικές του όψεις με μια ιστορική προοπτική. Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον ιστοτόπο της Ειδικής Εκπαίδευσης especial.gr.
Η εφηβική, ακόμα και η παιδική, βία φαίνεται να μαίνεται στις μέρες μας. Καθημερινά έρχονται στο φως περιστατικά ακραίας βίας μεταξύ παιδιών κι εφήβων. Ασφαλώς, ένα ασαφές ποσοστό αυτών είναι ζήτημα ορατότητας, δηλαδή πάντοτε συνέβαιναν, απλώς δεν έπαιρναν δημοσιότητα. Ωστόσο και πάλι η συνολική εικόνα είναι άκρως ανησυχητική. Πολλά μπορεί να πει κανείς για τις αιτίες του φαινομένου: υπερβάλλουσα έκθεση στην εικονική βία δια των ψηφιακών μέσων, χαλάρωση των οικογενειακών δεσμών λόγω δομικών κοινωνικών αλλαγών, άκριτος και στρεβλός παιδοκεντρισμός στις σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις, και πολλά άλλα.
Το ζήτημα λοιπόν είναι ασφαλώς πολυπαραγοντικό, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορεί να ερμηνευθεί επαρκώς από μία μόνο σκοπιά. Θα ήθελα εδώ να σταθώ σε έναν από τους παράγοντες που συνεργούν: στο τίνος είναι τα σημερινά παιδιά. Η συντριπτική πλειοψηφία γονέων ανηλίκων σήμερα έχει γεννηθεί μέσα στην τριαντακονταετία 1965-1995, με την κρίσιμη μάζα να κινείται εντός της εικοσαετίας 1970-1990, πρόκειται δηλαδή για ανθρώπους που έζησαν την παιδική και την νεανική τους ηλικία σε μια περίοδο που οικονομικά μπορεί να χαρακτηριστεί ως αρκετά καλή για την ελληνική κοινωνία, καθώς και πολιτικά αρκετά σταθερή με την έννοια της απουσίας σαρωτικών, δυνάμει άκρως αιματηρών, ανακατατάξεων. Κοντολογίς, πρόκειται για μια γενιά που δεν βίωσε την διαρκή απειλή ως συνθήκη ζωής. Αυτή η γενιά πραγμάτωσε σε μεγάλο βαθμό τα ανεκπλήρωτα όνειρα της προηγούμενης για σπουδές, κοινωνική άνοδο, εισόδημα, κοινωνικό κύρος, κ.ά., καλπάζοντας ασφαλώς στην χαίτη παραπάνω από μίας χίμαιρας (ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, φούσκα χρηματιστηρίου, μετάβαση στο ευρώ, Ολυμπιάδα, κτλ). Αυτή η γενιά, από το 2010 και μετά, όταν δηλαδή βρισκόταν στην ηλικία που έπρεπε να δείξει τη δική της «ρώμη», έφαγε μαζεμένα όσα χαστούκια δεν είχε φάει από γονείς που προσπαθούσαν να μην αναθρέψουν τα παιδιά τους με τη βία που είχαν οι ίδιοι δεχτεί. Ο σχετικά εύκολος τρόπος με τον οποίο είχαν κατακτήσει πράγματα ως τότε (μεταπτυχιακά στο εξωτερικό, εγκατάσταση στον προικώο όροφο, επαγγελματικές ευκαιρίες, κοσμοπολιτισμός, κτλ) κατέρρευσε εν μία νυκτί, συμπαρασύροντας και την περιρρέουσα «απλόχερη», αμέριμνη και εν πολλοίς απερίσκεπτη κυρίαρχη νοοτροπία περί του τρόπου ζωής.
Το ανεκπλήρωτο αυτής της γενιάς είναι ότι εκ των πραγμάτων κατόρθωσε λιγότερα από την προηγούμενη, και ανεξαρτήτως πραγματικών ευθυνών, νιώθει έκθετη στα μάτια των δικών της γονέων. Γνωρίζει πια ότι δεν μπορεί να προσφέρει τόσα στα δικά της παιδιά, το μέλλον των οποίων διαγράφεται εξαιρετικά αβέβαιο. Στριμωγμένη μέσα σε αυτό το ενοχικό πλαίσιο, πλειοδοτεί προς τα παιδιά της δίκην εξιλέωσης: τι θες Γιωργάκη μου; Να χορεύεις πάνω στο στρωμένο τραπέζι; Να το κάνεις λεβέντη μου, φως των ματιών μου, ο κόσμος όλος σου ανήκει, άμα θέλεις κάψ’το κιόλας το παλιοτράπεζο! Α, και να σου πω, τηλεφώνησέ μου να μου πεις αν το έκαψες τελικά γιατί τώρα δεν προλαβαίνω να το συζητήσουμε επειδή έχω να πάω σε μια δουλειά.
Μεγαλώνοντας μέσα σε τέτοιο έλλειμμα πλαισίωσης, τα παιδιά αφενός αγνοούν τα όρια, αφετέρου δεν έχουν ιδέα πώς να σχετίζονται με τους άλλους, ενώ δεν βρίσκουν στέρεο έδαφος να ακουμπήσουν την επιθυμία τους και να την διαπραγματευτούν. Τι θες Γιωργάκη μου; Εεεε, χμμμ… να γίνω youtuber! ΟΚ, πάρε ένα tablet (ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να μη χορεύει πάνω στο τραπέζι) και κοίτα απλώς να πάρεις και τα απαιτούμενα χαρτιά για τα μάτια (ΟΚ, θα στριμωχτούμε και θα κάνουμε 500 φροντιστήρια, θα βρούμε και τα λεφτά για το πανεπιστήμιο), και μη μου ζορίζεσαι για τίποτα αγόρι μου, είπαμε ότι είσαι ο βασιλιάς του κόσμου!
Αν προσθέσουμε σε αυτή τη συνθήκη και την πληθώρα αντικοινωνικών αντιλήψεων που δηλητηριάζουν την κοινωνία (να κοιτάς την πάρτη σου, νικά ο ισχυρότερος, το βασικό δεν είναι τι είσαι αλλά τι δείχνεις, κτλ) φτάνουμε εύκολα στον έφηβο που ξυρίζει με φαλτσέτα (!) το άγουρο μουστάκι ενός παιδιού και ο πατέρας του τον δικαιολογεί λέγοντας ότι… έχει ροπή προς την κομμωτική!
Η εποχή είναι νοσηρή κι αναπαράγει εκθετικά τη νοσηρότητά της, συνεπώς στον ορίζοντα δεν διαφαίνεται κάποια ουσιώδης αλλαγή προς το καλύτερο. Τι μπορούν λοιπόν να κάνουν όλοι όσοι αντιλαμβάνονται ότι όλο αυτό πάει στραβά; Ασφαλώς όχι να αναζητήσουν σωτηρία στην καταστολή και την τιμωρία, όχι μόνο επειδή ποτέ αυτές οι μέθοδοι δεν υπήρξαν μεσο-μακροπρόθεσμα αποτελεσματικές, αλλά κι επειδή δεν μπορείς να καταστείλεις ένα τσουνάμι, μια κυρίαρχη τάση. Μπορούν όμως να αναπλαισιώσουν το πρόβλημα, να μην επιτρέψουν την ηθική νομιμοποίηση της συνθήκης, να εμπλακούν ενεργά, να συνδράμουν θετικά, κι όσο μπορούν να επουλώσουν τα βαθιά τραύματα που ανοίγονται καθημερινά. Το ξυρισμένο παιδάκι είναι πιθανότατα κατατρομαγμένο και χρειάζεται όλη την φροντίδα του κόσμου. Ωστόσο, άλλη τόση φροντίδα χρειάζεται κι ο έφηβος θύτης, ώστε να μην εξελιχθεί σε έναν κατεστραμμένο ενήλικα που θα καταστρέφει ότι αγγίζει στο διάβα του. Ως κοινωνία οφείλουμε να πιστέψουμε ότι αυτό το παιδί δεν είναι ήδη «καμένο χαρτί» και να το βοηθήσουμε, αντί να το αποκλείουμε και να το κολάζουμε. Δυστυχώς, διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις για την δυνατότητα ωρίμανσης της γονεϊκής στάσης. Βοηθώντας όμως το παιδί του μπορεί τελικά να βοηθήσουμε και τον γονιό, καθώς όταν διαπιστώσει ότι το παιδί του έγινε πραγματικά καλύτερο από αυτόν, ίσως να ανακουφιστεί κάπως από αυτό το πιο βαθύ που τον λερώνει.
Κλείνοντας, θα ήθελα να υπογραμμίσω αυτό που σημείωσα στην αρχή: το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό. Θα ήταν ανεπίτρεπτο για εμάς τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, τους «ειδικούς» όπως μας αποκαλούν, να σηκώνουμε το δάχτυλο στους μαθητές, στους εκπαιδευτικούς και τους γονείς, καταδεικνύοντάς τους ως αποκλειστικούς ή κύριους «ενόχους». Το μείζον ζήτημα της παιδικής κι εφηβικής βίας δυστυχώς δεν είναι εστιασμένο, αλλά είναι διάχυτο, καθώς διαπερνά τους κοινωνικούς θεσμούς. Κανένα «ιερατείο» λοιπόν δεν δικαιούται να στέκεται απέναντι στους υπόλοιπους και να τους νουθετεί. Αντιθέτως, οφείλουμε όλοι να καθίσουμε στο ίδιο τραπέζι, να συνομολογήσουμε τα σφάλματα και τις αδυναμίες μας, και να προσπαθήσουμε από κοινού να αντιμετωπίσουμε την δυσοίωνη εικόνα της αυριανής κοινωνίας, μια εικόνα την οποία όλοι απευχόμαστε αλλά ίσως δεν πράττουμε αρκετά για την αποτροπή της.
Ελένη Κονιδάρη
Ψυχολόγος
Προϊσταμένη ΚΕΔΑΣΥ Κεφαλληνίας
Οκτώβριος 2024
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον ιστοτόπο της Ειδικής Εκπαίδευσης especial.