Ο θεσμός της Παγκόσμιας ημέρας ψυχικής υγείας καθιερώθηκε από το 1994 από την Παγκόσμια Ομοσπονδία Ψυχικής Υγείας και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, (Π.Ο.Υ.) έχοντας ως στόχο την ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης γύρω από τις ψυχικές ασθένειες. Ανεξάρτητα από τη κριτική που μπορεί να γίνει στο θεσμό των παγκόσμιων ημερών, είτε τις δούμε ως ευκαιρίες εκμετάλλευσης και εμπορευματοποίησης, είτε όντως ως δράσεις ενημέρωσης του κόσμου είναι γεγονός πως έχουν κατακλίσει το ημερολογιακό έτος και κάθε μέρα σχεδόν έχουμε κάτι να «γιορτάσουμε». Διαπιστώνουμε ωστόσο μια αντίφαση μεταξύ αυτών των «ημερών» και της πραγματικότητας που βιώνουμε στην καθημερινότητά μας.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας η ψυχική υγεία δεν προϋποθέτει μόνο την απουσία ψυχικής ασθένειας αλλά εκφράζει την κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και συναισθηματικής ευεξίας, όπου το άτομο μπορεί να ζει και να εργάζεται με άνεση μέσα στην κοινότητα και οδηγείται στην αυτοπραγμάτωση (www.who.int). Βασικό ρόλο στην ύπαρξη της ψυχικής υγείας παίζει και η κοινωνία μέσα στην οποία δρα και αλληλεπιδρά το εκάστοτε υποκείμενο.
Στη χώρα μας το πρόγραμμα για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση γνωστό και με τη συμβολική ονομασία Ψυχαργώς, ξεκίνησε ως εθνικό σχέδιο για τη ριζική αλλαγή του τρόπου παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας. Αφορούσε στην υπέρβαση της ασυλικού τύπου περίθαλψης των ψυχικά πασχόντων και στόχευε σε μια κοινοτική ψυχιατρική, που είχε ως επίκεντρο τον άνθρωπο πέρα από τη διάγνωση. Στόχευε στο οριστικό κλείσιμο των ψυχιατρείων και τη δημιουργία κοινοτικών δομών όπως οι ξενώνες και τα οικοτροφεία θέλοντας να ανάγει την ψυχική ασθένεια σε ζήτημα κοινωνικό και πολιτικό και όχι ως μια υπόθεση που επαφίεται στα χέρια «ειδικών». Ή τουλάχιστον αυτή ήταν η προσδοκία. Αντ’ αυτού το Ψυχαργώς έτσι όπως εφαρμόζεται μέχρι και σήμερα, οδήγησε σε μια φιλελευθεροποίηση της ψυχιατρικής, προώθησε την ιδιωτικοποίηση πολλών ψυχιατρικών μονάδων, μείωσε τις κρατικές δαπάνες για την υγεία και εναπόθεσε τη διαχείρισή της σε πλήθος Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων , οι οποίες ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, αναλαμβάνοντας αποσπασματικά και επιδερμικά μεγάλο μέρος των δομών αποασυλοποίησης, με μεγάλες χρηματοδοτήσεις. Διόλου τυχαία δεν είναι λοιπόν η έκφραση που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν, πως το «Ψυχαργώς στη χώρα μας ψυχορραγεί».
Η αύξηση των προβλημάτων ψυχικής υγείας δεν γίνεται να μη συνδεθεί με την αύξηση της ανεργίας και την γενικευμένη ανασφάλεια που επικρατεί στη ζωή μας. Η αύξηση των καταθλίψεων και των αυτοκτονιών σαφώς και δεν οφείλεται σε κάποια μαζική γονιδιακή μετάλλαξη του πληθυσμού. Οι πολιτικές που εφαρμόζονται από τις εκάστοτε κυβερνήσεις ανεξαρτήτως αποχρώσεων όσο κι αν φέρουν τον μανδύα του εκσυγχρονισμού και της political correct ορολογίας, προωθούν μια κατασταλτική φιλοσοφία που κάθε άλλο παρά σέβεται τα δικαιώματα των ψυχικά πασχόντων και σίγουρα δε στρέφεται προς μια κοινωνική ψυχιατρική. Ενδεικτικά, μέτρα όπως η υποχρεωτική θεραπεία στην κοινότητα που συμπεριλαμβάνονται στο νομοσχέδιο για την «ακούσια ψυχιατρική περίθαλψη» και ενδέχεται να ψηφιστούν στο άμεσο μέλλον δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για μια ουσιαστική παρέμβαση στην κοινότητα αλλά μεταφέρουν ιδρυματικές πρακτικές έξω από τα ψυχιατρεία. Με την πρακτική της μηχανικής καθήλωσης που ακόμη εφαρμόζεται και με το 65% των εισαγωγών για ψυχιατρική νοσηλεία να είναι ακούσιες, εύλογα τίθεται το ερώτημα: για ποια αποασυλοποίηση μιλάμε ; και φυσικά με τι όρους γίνεται αυτή.
Πέρα από τους λήπτες των υπηρεσιών ψυχικής υγείας οι εργαζόμενοι σε δομές δημόσιου και ιδιωτικού χαρακτήρα έρχονται αντιμέτωποι με πολλές δυσκολίες. Οι δομές ψυχικής υγείας έχουν σοβαρές ελλείψεις σε προσωπικό, οι εργαζόμενοι συχνά επιφορτίζονται με επιπλέον διοικητικό έργο, πέραν των αρμοδιοτήτων τους, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει γίνει κανόνας η καθιέρωση των πενταμήνων εργασίας ή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, όπως και η «επινοικίαση» εργαζομένων στους Δήμους από ΜΚΟ , γεγονός που δεν επιτρέπει ουσιαστική παρέμβαση στον χώρο της ψυχικής υγείας καθώς δεν έχει συνέχεια η φροντίδα. Συχνά, οι ΜΚΟ λειτουργούν άκρως κερδοσκοπικά, πιέζοντας τους εργαζόμενους για αύξηση των κοστολογήσεων και κατ’ επέκτασιν των κερδών τους, αντιμετωπίζοντας τον ψυχικό πόνο με τεχνοκρατικούς και οικονομικούς όρους και όχι με θεραπευτικούς. Λίγες παραμένουν οι εξαιρέσεις σε αυτό τον κανόνα. Σαν αποτέλεσμα συχνά οι εργαζόμενοι εμφανίζουν συμπτώματα επαγγελματικής εξουθένωσης και δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στο έργο τους καθώς υπάρχει μεγάλη ανασφάλεια και ματαίωση. Πλάι σε αυτά έρχεται να προστεθεί και η προώθηση του εθελοντισμού, με αρκετούς επαγγελματίες να αναγκάζονται να εργάζονται αμισθί σε δομές ψυχικής υγείας, προκειμένου να αποκτήσουν κλινική εμπειρία.
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα πραγματοποιούνται δράσεις που στοχεύουν στην καταπολέμηση του στίγματος που φέρει η ψυχική ασθένεια και την προώθηση της αποδοχής της διαφορετικότητας του άλλου. Η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση σε θέματα ψυχικής υγείας στοχεύει στη μείωση της ντροπής, του φόβου και της άγνοιας γύρω από ένα θέμα που όλοι μπορεί κάποια στιγμή να συναντήσουμε στους εαυτούς μας ή τους οικείους μας. Ωστόσο στον δημόσιο λόγο ακούγονται συχνά απόψεις οι οποίες αναπαράγουν το κοινωνικό στίγμα και ταυτίζουν την ψυχική ασθένεια με την ανικανότητα και την υποτίμηση των πασχόντων, υπονοώντας πως είναι άτομα που δεν πρέπει να τα παίρνουμε στα σοβαρά οδηγώντας τους στο περιθώριο και τον αποκλεισμό. Απόψεις που πέρα από αφελείς και ανιστόρητες τείνουν να γίνουν επικίνδυνες όταν εκφέρονται από άτομα που κατέχουν δημόσια αξιώματα.
Η ψυχική ασθένεια δεν αποτελεί ένα εξωπραγματικό φαινόμενο αποκομμένο από την κοινωνική διάσταση και αυτό είναι κάτι που η τοπική μας κοινωνία το γνωρίζει αρκετά καλά. Με αφορμή την Παγκόσμια ημέρα ψυχικής υγείας έχει σημασία πέρα από όλα τα άλλα εθιμοτυπικά να επικεντρωθούμε και στην προσπάθεια για αναβάθμιση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στο νησί μας. Στις μικρές κοινωνίες οι αυτοκτονίες δεν αποτελούν απλά μια στατιστική. Η πρόνοια σχετικά με την επαγγελματική αποκατάσταση των ψυχικά πασχόντων και την πλαισίωσή τους από επαγγελματίες ψυχικής υγείας, έχει σημασία να τεθεί από τους τοπικούς φορείς, ως μια από τις βασικές προτεραιότητές τους για να μη παραμείνει ως ένα προεκλογικό πυροτέχνημα ή αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης σε βάρος ανθρώπων με ψυχιατρική εμπειρία. Ταυτόχρονα, το να τεθεί σε λειτουργία η ψυχιατρική πτέρυγα του νοσοκομείου και να στελεχωθεί με καταρτισμένο προσωπικό θα μειώσει την ταλαιπωρία μεγάλης μερίδας του πληθυσμού. Έτσι μπορούμε να μιλάμε για ουσιαστική προσπάθεια εξάλειψης του στίγματος της ψυχικής ασθένειας, που δεν μένει στην απλή παρουσίαση ιλουστρασιον διαφημιστικών αλλά επεκτείνεται στην ουσιαστική δράση και διεκδίκηση των δικαιωμάτων που αφορούν σε όλα τα μέλη της κοινωνίας.
Τσάση Βασιλική
Ψυχολόγος, MSc Ψυχικής Υγείας