Γεράσιμος Γαλανός
Η περίοδος της Αποκριάς είναι γεμάτη χαρές, σάτιρες, πειράγματα, τραγούδια και γενικά εύθυμες καταστάσεις ζωής.
Μια ματιά στα περασμένα χρόνια, πριν από τον πόλεμο οι αποκριάτικες διασκεδάσεις στο νησί μας ήταν διαφορετικές, ιδίως στα χωριά, που ήταν επηρεασμένες στον τρόπο του τελετουργικού τους, από τους κυνηγημένους από τους Τούρκους, Έλληνες, οι οποίοι έβρισκαν απάγκιο στα νησιωτικά μέρη της Δυτικής Ελλάδας. Αυτοί οι μετανάστες μετέφεραν τον δικό τους πατροπαράδοτο τρόπο καρναβαλικής διασκέδασης στο νησί μας και όπως είναι φυσικό υιοθετήθηκε και αφομοιώθηκε μέσα στη δική μας παράδοση.
Έτσι, οι παλιές μασκαρίες του νησιού στα χωριά είχαν για πρωταγωνιστές, τον κουδουνά, τον Τσάφο, τις Μπούλες, τον Μπουλούμπαση, τον Αστυνομικό, τον Φρουρό και άλλους τύπους, που μέσα στο εθιμικό της Αποκριάς κρατούσαν το κέφι με ένα τρόπο κοινωνικό, χαρούμενο και διασκεδαστικό, πάνω από όλα αλληλένδετα θεματικό στην τελετουργία του. Δεν έλειπε η Ελληνική σημαία, που καθώς το σώμα των μασκαρεμένων πήγαινε από γειτονιά σε γειτονιά να δώσει την παράστασή του, μπροστά κάποιος κρατούσε την Ελληνική Σημαία και την ύψωνε με το κοντάρι της σε σημείο που να δεσπόζει και να θυμίζει…ελληνικότητα
Επίσης, στοιχεία υπέροχα θεατρικών παραστάσεων, έντεχνα και αυτοσχέδια γίνονταν στους αυλόγυρους των εκκλησιών ή σε χώρους που μαζεύονταν η μασκαρία.
Στα κοσμικά κέντρα του νησιού, στις πόλεις μας, το Ληξούρι και το Αργοστόλι, τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά για την καρναβαλική περίοδο. Λόγω των κοινωνικών καταστάσεων, του εμπορίου και της ποικιλίας των κοινωνικών στρωμάτων, τα καρναβάλια είχαν στοιχεία ποιο φανταχτερά σε δράσεις και εμφανίσεις , στοιχεία που ανέπτυξαν το πνεύμα του συναγωνισμού και της καλής παρουσίασης των καρναβαλικών θεμάτων.
Γύρω στα 1880 προέβαλαν άρματα και μασκαράτες με θέματα από την τοπική κοινωνία, σατιρικά δρώμενα, ποιήσεις και ρίμνες σκωπτικές που έδιναν μέσα στον πνεύμα του καλού και ωραίου συναγωνισμού, τον έντεχνο και μελετημένο «αυθορμητισμό» και την επιβλητική δημιουργία των κατασκευών.
Μέσα σε όλες αυτές τις εθιμικές τελετές και πράξεις της Κεφαλονίτικης αποκριάς, είτε κοσμική είτε χωριάτικη (περιφερειακή από το κοσμικό κέντρο) τα άσματα είχαν την τιμητική τους θέση. Υπάρχουν δε και περιπτώσεις που δημιουργήθηκαν άσματα, τα οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα απετέλεσαν λειτουργικά το σκοπό τους.
Γύρω στα 1901 δημιουργήθηκε ένα υπέροχο χορωδιακό άσμα στο Ληξούρι από τον μεγάλο τροβαδούρο του νησιού μας, Τζώρτζη Δελλαπόρτα. Το άσμα είχε τον τίτλο «Το Καρναβάλι» και μάλιστα όταν ο Τζώρτζης με την χορωδία του επισκέφτηκε το Βουκουρέστι και την Κωνσταντινούπολη, στους εκεί Κεφαλληνιακούς Συλλόγους, το 1904, μεταξύ των ασμάτων που τραγούδησαν ήταν και αυτό το αποκριάτικο άσμα.
Για το άσμα αυτό δεν υπήρχαν έως τώρα ικανές πληροφορίες, με αποτέλεσμα να ακούγονται κατά καιρούς πολλές αβασάνιστες θέσεις και πληροφορίες. Στην παρούσα αναφορά για πρώτη φορά παραθέτω κάποια στοιχεία, που αποτελούν μέρος ευρύτερη μελέτη μου για τον Τζώρτζη Δελλαπόρτα.
Όπως είναι γνωστό ο Δελλαπόρτας έγραψε πολλά άσματα για το μεγάλο του έρωτα, την Ελένη Ιακωβάτου. Τα περισσότερα άσματά του έχουν τον ρομαντικό χαραχτήρα, τον ερωτικό παλμό που εστίαζε μέσα στα σωθικά του, για να κατακτήσει τη μετέπειτα γυναίκα του.
Το τραγούδι «Το καρναβάλι» χωρίζεται σε δυο μέρη. Το πρώτο που αναφέρεται για το καρναβάλι του Ληξουρίου είναι δικής του στιχουργικής έμπνευσης και αυτό που μιλά για τη Λενιώ, είναι παρμένο από την ποιητική «Πανελλήνιος Ανθολογία» του Δημητρίου Κ. Κοκκινάκη, Αθήνα 1899, σ.σ. 663-664, «Τραγούδι αποκριάτικο υπό Ανδρέου Δ. Νικολάρα». Φυσικά ο Δελλαπόρτας διασκεύασε και προσάρμοσε κάποιους στίχους στο δικό του άσμα και το μελοποίησε υπέροχα.
«Το Καρναβάλι» σε στίχους Ανδρέου Νικολάρα και Τζώρτζη Δελλαπόρτα, μουσική του Τζώρτζη Δελλαπόρτα»
Ληξούρι 1901
«Στο καρναβάλι μας παιδιά ας ψάλουμε τραγούδια
όλοι ας τραγουδήσουμε με γέλια με λουλούδια
που γίνεται τέτοια γιορτή τέτοια χαρά μεγάλη
του χρόνου δεν ηξέρουμε τη λύπη και τη ζάλη
Ο χρόνος σαν την αστραπή χάνεται διαβαίνει
του χρόνου δεν ηξέρουμε ποιος ζει και ποιος παθαίνει.
Ας τραγουδήσω άσπλαχνη μια φορά και πάλι
και την τρελή απόκρια όλοι ας τη γλεντήσουν
και το Ληξούρι από χαρά θα ξανανιώσει πάλι
όλοι ας τραγουδήσουμε παιδιά το καρναβάλι
Βαρ’ το ντόμινο Λενιώ κι έλα πάμε εις τον μπάλο
σαν κι εμέ δε θα βρεις νιο να σε αγαπάει, άλλον
Με το ντόμινο κυρά μου με τ’ αφράτα σου
τα κάλλη και με μέ το φουκαρά να περνάς
το καρναβάλι με τον κάθε μασκαρά
Όλοι ας μασκαρευτούμε του τρελλού μας του καιρού
γιατί όλοι μας θα πούμε πως χρωστάς της Μιχαλούς»
«Το Καρναβάλι» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον ψηφιακό δίσκο που είχε τίτλο «Ληξουριώτικες Αριέττες και Καντάδες», Επιμέλεια- έρευνα και υλικό: Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός- επεξεργασία ήχου, Νίκος Γαρμπής», έκδοση ΔΕΚΠΑ καλοκαίρι 2001» σε αυθεντική ηχογράφηση όπως σώθηκε από το Ωδικό Συγκρότημα Αθανασίου Σταθάτου το 1974, στο καφενείο του Νικόλα Βασιλάτου.
Ακολουθεί το ποίημα του Ανδρέου Δ. Νικολάρα όπως ακριβώς δημοσιεύτηκε στην «Πανελλήνιος Ανθολογία» 1899.
«Βαλ’ το ντόμινο, Ελενιό
κ’ έλα πάμε εις τον μπάλο
σαν κ’ εμέ δεν θαύρης νιό
να σε αγαπάη άλλο…
Με το ντόμινο κυρά,
πως μου φαίνεσαι μεγάλη,
σαν τον κάθε μασκαρά
που περνά τρανό κεφάλι…
Όλοι ας μασκαρευτούμε,
και το κομιτάτο αυτό…
μες την τρέλλα ..δεν χρωστούμε
εις της Μιχαλούς λεφτό…
Χά, χά, χά, μασκαρεμένοι
όλοι, όλοι τρά, λά, ρά…
τώρα τον καταλαβαίνει
μασκαράς, τον μασκαρά…»
Υπάρχουν και άλλοι που διεκδίκησαν την πατρότητα του άσματος αυτού, αλλά σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν, οι αναφορές και διεκδικήσεις που αναφέρονται κατά καιρούς είναι μετέπειτα από του Νικολάρα και του Δελλαπόρτα.
Σίγουρο είναι, πως, παλιά στο Πατρινό καρναβάλι το άσμα τραγουδιόταν ως «Εμβατήριον των Πατρινών Απόκρεων» και σώθηκε το πρωτότυπό του από τον Ανδρέα Λασκαράτο, ο οποίος το κατέθεσε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών,(Βλ. Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών, σελ 124, Έκδοση Πάτραι 1980). Είναι σε στίχους Ευάγγελου Μπίτση και μουσική Μανζιόνι, μουσικού της Πάτρας κατά έτη 1912-18, αρχιμουσικού μπάντας.
Ο Ανδρέας Μαυροειδής στον έργο «Αχαΐας Χρονικά»,
τ. 5ος γράφει ότι έχει την παρτιτούρα και είναι σε μουσική του Τζούλιο Κοφίνο, δημοσιεύτηκε στον «Νεολόγον» Πατρών στις 1-2-1909 και το κείμενο είναι του Γ. Πετρούτσου, δημοσιογράφου.
Το άσμα μουσικά είναι του Τζώρτζη Δελλαπόρτα, έγινε γνωστό όπως και άλλα άσματα του, τα οποία τα «οικειοποιήθηκαν» πολλοί, λόγω που ο Δελλαπόρτας δεν τα έγραφε με μουσική, αλλά τα μάθαινε με την κιθάρα του αυτοσχέδια στους κανταδόρους του. Ωστόσο, αρκετοί Κεφαλλονίτες τραγουδιστές και τροβαδούροι έζησαν στην Πάτρα, όπως: ο Στελλακάτος, οι Τσικλαίοι, ο Συνοδινός και μετέφεραν πολλά άσματα του νησιού μας σε αυτήν την πόλη.
Στα χωριά, ακόμη και στο προσεισμικό Ληξούρι τα αποκριάτικα άσματα είχαν χαραχτήρα σατιρικό, σκωπτικό και άλλα ήταν φερμένα από την Ήπειρο, όπως: «Πως το τρίβουν το πιπέρι», «Ο Γιάνναρος» άσμα από την Πελοπόννησο, και τα οποία το χόρευαν με μιμητικές κινήσεις και σεξουαλικά υπονοούμενα, γιατί και αυτό το σκοπό είχαν οι αποκριές … να μυήσουν τους εφήβους στη σεξουαλική αφύπνιση που μέσα τους ήταν κρυμμένη και πάλευε να εκδηλωθεί.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν όμως δυο άσματα που τα τραγουδούσαν την Καθαρή Δευτέρα. Το πρώτο ήταν «Οι Γύρες» ή «Βγήκε η πράσα στο βουνό», άσμα «χοροτράγουδο κεφαλλονίτικο» που έχει πολύ λαογραφικό ενδιαφέρον και χαρακτήρα περιπαικτικό για τη νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής.
Είχε ξεχαστεί για πολλά χρόνια έως ότου το αναβίωσε το 1985 χορευτικά, η καθηγήτρια φυσικής Αγωγής, Ελένη Λιναρδάτου – Πεφάνη αλλά έως τότε δεν είχε εντοπιστεί το ποιητικό μέρος του άσματος. Αυτό για πρώτη φορά στο νησί μας εκδόθηκε και κυκλοφόρησε σε ψηφιακό δίσκο από τον γράφοντα, στο έργο «Στην Ανέμη του χορού». Η καταγραφή έγινε από τον γράφοντα από τη μνήμη της Αρετής Δημητράτου- Μαρούλη από τα Καμηναράτα (1905-2003) και το τραγούδησε ο Δημήτρης Κωνσταντίνου Φουρνιώτης από την Πάστρα μια και ήξερε καλά τα χορευτικά του βήματα.
ΒΓΗΚΕ Η ΠΡΑΣΑ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ (ΓΥΡΕΣ)
Εβγήκε η πράσα στο βουνό
κουνώντας την ουρά της
καλώς ήρτ’ η Σαρακοστή
με τα λαχανικά της
και με τσι πρασινάδες της
και με τα γιαλικά της.
Κότα μου, κοτού-, κοτούλα μου
και πουλά-, πουλακιδούλα μου
να μην περά-, περάσεις από δω
γιατί θα γί-, θα γίνει φονικό.
Τ’ ακούτε τι παρήγγειλεν
η Καθαρή Δευτέρα
πέθαν’ ο κρέος, πέθανε
ψυχομαχάει κι ο τύρος
εψόφησ’ ο λοκάνικος,
ψυχομαχάει κι ο τύρος.
Κότα μου, κοτού-, κοτούλα μου
και πουλά-, πουλακιδούλα μου
να μην περά-, περάσεις από δω
γιατί θα γί-, θα γίνει φονικό.
Σηκώνει ο πράσος την ουρά
κι ο κρέμμυδος τα γένια,
η βρούβα η παλιόβρουβα
στέκεται στην καβάλα,
και στον τρανό τον πλάτανο
να μένωμε στεκούλια.
Κότα μου, κοτού-, κοτούλα μου
και πουλά-, πουλακιδούλα μου
να μην περά-, περάσεις από δω
γιατί θα γί-, θα γίνει φονικό.
Το δεύτερο τραγούδι ήταν κανταδόρικο, έντεχνο και αγαπητό στους εργάτες του Ληξουρίου που το τραγουδούσαν οι εργάτες του Ληξουρίου, κάθε Καθαρή Δευτέρα στα Κούλουμα που γίνονταν στο μοναστήρι της Παναγίας της Κεχριωνιώτισσας.
Πρόκειται για ένα μελοποιημένο ποίημα του αξιόλογου ποιητή του Ληξουρίου, Μικελάκη Άβλιχου με τίτλο «Το τραγούδι των Εργατών» και σε μουσική του Κωστή Λοβέρδου. ( Αριστείδη Ρουχωτά, «Τα Άπαντα του Μικέλη Άβλιχου», Αθήνα 1976, σελ 64). Το ποίημα μεταφέρεται στην παρούσα αναφορά όπως είναι στα Άπαντα του Άβλιχου.
«Χαρήτε εσείς τα τάλαρα
που τάχετε πολλά
εμάς το μεροδούλι μας
μας δίνει το ψωμί μας.
κι’ εμείς δεν σας ζηλεύουμε
και ζούμε ποιο καλά
με το γλυκό κρασάκι μας
και με τη μουσική μας.
Χαρήτε ‘ σεις τα τάλαρα
δεν ζούμε δυο φοραίς
τρώει σκουριά το σίδερο
κ’ η έγνοια’ ναι σαράκι
Θέλει η δουλειά ξανάσασι
Τραγούδια και χαραίς,
κι’ ο κόπος καλοπέρασι
αγάπαις και κρασάκι»