Αντίο φίλε.
Ο Θεός να σε συγχωρήσει και να σε αναπαύσει στην αγκάλη του.
Έφυγες βιαστικά, κάτι που ποτέ δεν ήξερες. Να βιάζεσαι. Πάντα ήρεμος, χαλαρός, χαμογελαστός και μειλίχιος. Απλός, δεκτικός στα πειράγματα της παρέας για την αγάπη σου στο καλό φαγητό, ποτέ δεν θύμωνες, δεν ύψωνες τη φωνή σου.. Ισως γι αυτό κράταγες πολλά μέσα σου.
Δεν σου γράφω επικήδειο, όχι , τον έγραψες μόνος σου με τον πιο τραγικό τρόπο.
Δεν σου πλέκω μετά θάνατον εγκώμια, αλλά η αλήθεια είναι οτι ήσουν αυτό που λέμε και εννοούμε “καλό παιδί”
Σου γράφω για να σου πώ οτι βιάστηκες. Σου γράφω, ως οφείλω να υπερασπίζομαι την αλήθεια, για να σου πώ ότι βιάστηκες και στέρησες την παρουσία σου απο τους φίλους σου που σε υπεραγαπάγανε. Εγώ ήμουν πάντα ένας καλός γνωστός, αλλά είχες τους φίλους σου, το παρεάκι σου, ανθρώπους στολίδια της Λειβαθούς που ψέλναν και τραγουδούσαν ευφραίνοντας Θεό κι ανθρώπους … Φίλους που σε νοιαζόντουσαν. Φίλους που το τελευταίο διάστημα τους απασχολούσε πολύ η αλλαγή σου. Και προχθές, στον εσπερινό του Γενεθλίου του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στα Φωκάτα ήσουν η μόνη τους συζήτηση. Ήμουν εκεί και το καταμαρτυρώ. Είχαν αποφασίσει οτι αφού εξάντλησαν κάθε μέσο θα σε παίρναν έστω και δια της βίας να σε βγάλουν απο το σπίτι σου. Να σε επαναφέρουν στην ζωή. Να σε βοηθήσουν να ξαναβρείς τον παλιό καλο Νικόλα. Το αποφάσισαν και το συμφωνήσανε. Μα δεν προλάβανε.
Δεν προλάβανε γιατί βιάστηκες.
Υ.Γ. Το κείμενο γράφτηκε γιατί ο Νικόλας είχε φίλους που τον νοιαζόντουσαν. Μακάρι να έχει ο καθένας τέτοιους ωραίους ανθρώπους για φίλους, τους υπέροχους ψαλτάδες της Λειβαθούς, αλλά ….δεν προλάβανε.