Το αρχοντοχώρι της Λειβαθούς τα Ντομάτα στην πρώτη γνωστή απογραφή που έχουμε της Κεφαλονιάς του 1583 καταγράφεται ως Σκλαβάτα, με 157 κατοίκους, και σαν Σκλαβάτα εξακολουθεί να αναφέρεται μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, [1] οπότε εμφανίζεται και το όνομα Ντομάτα [2]. Στην εκκλησία του χωριού αυτού, Εισόδια της Θεοτόκου, [3] βρίσκεται το πρόχειρο φέρετρο που ο Ντόμος [4] πλοίαρχος Νικόλαος Σκλάβος [5]εναπέθεσε το πτώμα του απαγχονισμένου από τους τούρκους το 1821 Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ που περισυνέλεξε από τη θάλασσα του Βοσπόρου, όπου, μετά από διασυρμό του στους δρόμους της Πόλης, το είχαν ρίξει οι Εβραίοι. Το 1934 το ιερό αυτό φέρετρο ζήτησε η Ιστορική και Εθνολογική Εταιρία της Ελλάδος να το πάρει στην Αθήνα… Πρώτα όμως λίγα λόγια για το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως επί Τουρκοκρατίας.
Α
Ψάλλει δεξιά ο βασιλιάς ζερβά ο Πατριάρχης. Το 1453 με την πτώση της Βασιλεύουσας πίπτει και ο αυτοκράτορας και απομένει μόνος ο Πατριάρχης ο οποίος περιβάλλεται την στολή και τα διάσημα του και πλέον καλείται Δεσπότης και Αρχιερέας και διορίζεται από τον Μωάμεθ τον Πορθητή μιλέτμπασης, δηλαδή ανώτατος θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός των εν Τουρκία ορθοδόξων Χριστιανών, υπεύθυνος για την οφειλόμενη αφοσίωσή του και των υπ αυτόν χριστιανών απέναντι του. Πρώτο Πατριάρχη μετά την άλωση ο Μωάμεθ διορίζει τον Γεννάδιο Σχολάριο. Κάθε πραγματική η υποτιθέμενη παρακοή και έλλειψη αφοσιώσεως από μέρους του Πατριάρχη τιμωρούνταν με εξορία φυλάκιση και θάνατο [6].Επίσης κάθε ανερχόμενος στο θρόνο Πατριάρχης έπρεπε να καταβάλλει στο σουλτάνο το πεσκέσιον (φιλοδώρημα) και το χαράτσιον. Αυτό είχε σαν συνέπεια ο σουλτάνος να ανεβοκατεβάζει πατριάρχες, πολλές φορές το ίδιο πρόσωπο έως και πέντε φορές, για να εισπράττει το πεσκέσι και το χαράτσι. Από το 1625, για παράδειγμα, μέχρι το 1700 έχουμε 50 πατριάρχες που καθένας πατριάρχευσε κατά μέσον όρο 18 μήνες [7]. Ο Πατριάρχης στη συνέχεια προκειμένου να εξασφαλίσει το πεσκέσι του Σουλτάνου, έπαιρνε δώρα από τους αρχιερείς που χειροτονούσε και εγκαθιστούσε (φιλότιμο) και αυτοί με τη σειρά τους από τους παπάδες που χειροτονούσαν (εμβατοίκι) και οι παπάδες από τον λαό. Η πρακτική όμως αυτή, η σιμωνία, [8] που χαιρέκακα προσάπτει στην Ορθόδοξη εκκλησία ρωμαιοκαθολικός ιστορικός[9], ήταν αυτή που στις συνθήκες της εποχής εκείνης συνέβαλε στη διατήρηση και λειτουργία του θεσμού του Πατριάρχη, ηγέτη και σημείο αναφοράς του σκλαβωμένου γένους των Ρωμιών. [10]
Β
Με την έναρξη της επαναστάσεως εναντίον των τούρκων, το 1821, Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Γρηγόριος ο Ε΄( 1746 1921) από την Δημητσάνα όπου και έμαθε τα στοιχειώδη γράμματα.[11] Συνέχισε τις σπουδές του στην Αθήνα, στη Σμύρνη στην Πάτμο και στη Χίο. Πατριάρχευσε τρεις φορές, στα 1797,1798, 1806-1808 κα 1919-1821, Ως και σαν Πατριάρχης έχει να παρουσιάσει σπουδαίο έργο[12] .Είχε δείξει, λέγει ο Φαρμάκης, ζωηρό ενθουσιασμό για τη κίνηση της Φιλικής Εταιρίας αλλά δεν δέχθηκε να μυηθεί, γιατί φοβήθηκε μήπως φέρει σε μεγάλο κίνδυνο το έθνος[13].
Με την έκρηξη της επαναστάσεως, αυτός, ως υπόλογος για την υποταγή των ραγιάδων απέναντι στο Σουλτάνο, αλλά και ο Μέγας Διερμηνεύς θα εθεωρούντο υπεύθυνοι. ΄Ετσι και έγινε. Ο Πατριάρχης προβλέποντας τι θα συμβεί, επισκέφτηκε τον Μέγα Διερμηνέα Κωνσταντίνο Μουρούζη και τον προέτρεψε να φύγει για να σωθεί, θα έμενε αυτός να πληρώσει την εκδίκηση του σουλτάνου, μα ο μεγαλόκαρδος Έλληνας του απάντησε: «ας θυσιασθώ εγώ δεσπότη μου, αλλ΄ας σωθώσιν οι αθώοι, ας σωθεί το έθνος». Έμειναν και οι δύο και θυσιάστηκαν μαζί με πλειάδα αρχιερέων και άλλων εγκρίτων Ελλήνων και 10 χιλιάδων λαού της Πόλης, καθώς επίσης και χιλιάδων άλλων ορθοδόξων ελλήνων των διαφόρων κέντρων του ελληνισμού.
Τα αντίποινα αυτά του σουλτάνου ήταν αναμενόμενα, γιαυτό ο Πατριάρχης με άλλους αρχιερείς μηχανεύτηκαν τον αφορισμό των επαναστατών προκειμένου να μαλακώσουν την οργή του. Πράγματι, ενώ ο σουλτάνος, ενώ είχε πρόθεση να εξαλείψει το γένος των Ελλήνων, μετά τον αφορισμό αρκέστηκε σε τιμωρία των ενόχων, συνενόχων και υπόπτων, όπως την αντιλαμβανόταν η κυβέρνηση του και τα όργανά της. Τον αφορισμό- ελιγμό του Πατριάρχη τον δικαιολόγησαν οι επαναστάτες και μόνο κάποιοι σύγχρονοι «ιστορικοί», γνωστοί για την αγάπη… τους στη εκκλησία, δεν τον κατάλαβαν [14].
Πρέπει εδώ με ευγνωμοσύνη να αναφερθούμε στη στάση του ανωτάτου θρησκευτικού αρχηγού των Οθωμανών του σεїχουλισλάμη Χατζή Χαλήλ που με γενναιότητα, φιλανθρωπία και αποφασιστικότητα αρνήθηκε στο σουλτάνο την έκδοση φετφά για τη γενική σφαγή των Ελλήνων. Προηγουμένως τον είχε επισκεφτεί ο Πατριάρχης για να τον διαβεβαιώσει ότι το Γένος ήταν αμέτοχο στην εξέγερση του Υψηλάντη και τον ικέτευσε να το προστατεύσει. Εκείνος τον καθησύχασε ότι δεν θα ενέδιδε στις πιέσεις στου σουλτάνου και του ζήτησε να τον ενισχύσει απέναντί του με αποδεικτικά στοιχεία ότι η επανάσταση δεν είχε γενικό χαρακτήρα και ότι ολόκληρο το γένος δεν ενεχόταν σ’ αυτή. Ο αφορισμός κρίθηκε ενισχυτικό των ισχυρισμών του Πατριάρχη. Ο αρνηθείς να συγκατανεύσει Σεїχουλισλάμης παύθηκε από τη θέση του, εξορίστηκε στη Λήμνο και θανατώθηκε κατά την πορεία, κατ’ εντολή του σουλτάνου., ο δε αντικαταστάτης του Φείζ ιμάμης υποχρεώθηκε να εκδώσει φετφά για νέα απόφαση που προέβλεπε την τιμωρία «των ενόχων, συνενόχων οπωσδήποτε και υπόπτων απολύτως».
Γ
Ο Πατριάρχης την ημέρα του Πάσχα 10 Απριλίου απαγχονίζεται στη μεσαία Πύλη του Πατριαρχείου, με την κατηγορία ότι ενέχεται στην ανταρσία της Πελοποννήσου, και μαζί του και άλλοι αρχιερείς. Ο απαγχονισμός του είχε τεράστια απήχηση στους Έλληνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, τους επαναστάτες, στο εξωτερικό και ιδίως στη ομόδοξη Ρωσία. Τρεις μέρες αργότερα παραδίδεται το σώμα του στον εβραϊκό όχλο που το διαπομπεύει στους δρόμους της Κωνσταντινουπόλεως και το πετά στη θάλασσα.
Τη συνέχεια την παίρνω από τετράφυλλο δακτυλογραφημένο δελτίο που ο μακαρίτης Γερασιμάκης ο Σκλάβος,[15] της οικογενείας του ηρωικού πλοιάρχου, μου είχε δώσει όταν χρόνια πριν είχα επισκεφθεί το Μνημείο.
Την Τρίτη της Λαμπρής 12 Απριλίου 1821 σούρουπο δύο σκούνες εισέρχονται στον Κεράτιο Κόλπο κατευθυνόμενες η πρώτη στο Τανγαρόγκ και η άλλη στην Οδησσό, η σλαβόνικη Φρανζέσκα με ραγκουνέζικη παντιέρα η και ο Άγιος Νικόλαος με ιόνια του Καπετά Νικολάου Σκλάβου από τα Ντομάτα της Λιβαθούς. Ο Άγιος Νικόλαος έχει κρυμμένους στο αμπάρι τον Πρωτοσύγκελλο του Πατριαρχείου Σωφρόνιο και άλλους έλληνες πρόσφυγες Πρώτος ο Σλαβόνος είδε ανάμεσα στα πλοία να επιπλέει ένα πτώμα, από τα πολλά που είχαν γεμίσει μετά την σφαγή τη θάλασσα, και πάνω του έρριψε μία ψάθα με σκοπό όταν νυκτώνει να το ανασύρει για να το θάψει. Τον πρόλαβε όμως ο Σκλάβος και το ανέσυρε. «….Γυμνό με το πουκάμισο μόνον, δεμένο με σχοινιά όπου τελείωναν σε μακριές άκρες στο λαιμό στη μέση και στα πόδια. Με μεγάλες τρύπες στην κοιλιά και στα πλευρά επίτηδες καμωμένες με λόγχη, φαινόταν πως ήταν πτώμα κάποιου ιερωμένου από τα κάτασπρα σχεδόν γένια του κι’ από τα άκοπα μαλλιά του. Το πλήρωμα μαζεύτηκε γύρω του,{…} και κρατώντας λαδοφάναρα το κοίταζαν με θλιβερή περιέργεια». Το αναγνώρισε ο Πρωτοσύγκελλος Σωφρόνιος. Ο πλοίαρχος διέταξε απόλυτη μυστικότητα. Ο καπετάνιος του Φραντζέσκα, που είχε παρακολουθήσει την ανάσυρση, έσπευσε στο Άγιος Νικόλαος και στο καμαρίνι του Σκλάβου, όπου έμαθε για τον Πατριάρχη, και οι δύο όταν βγήκαν από το καμαρίνι είχαν τα μάτια φλογισμένα από τα δάκρυα. Αγκαλιάστηκαν και φιλιόντουσαν σαν δύο αδέλφια οι καπετάνιοι, και χωρίσανε. Στην Φραντζέσκα το πλήρωμα έψελνε συνεχώς προσευχές, ίσως νεκρώσιμη ακολουθία .
Ο Άγιος Νικόλαος, πάντα με το φόβο μήπως τους πάρουν χαμπάρι οι τούρκοι, κατάφερε και πέρασε στον Εύξεινο Πόντο κατευθυνόμενος στην Οδησσό, όπου και έφθασαν ύστερα από 24 ημερών φουρτουνιασμένο ταξίδι τις 11/23 Μαΐου. Στην Οδησσό ο γιατρός του Υγειονομείου, Έλληνας πρόσφυγας από τους ακόλουθους του Υψηλάντη, Εμμανουήλ Περσιάνης, ανέβηκε στο καράβ, όπου πληροφορήθηκε με συγκίνηση και δάκρυα το γεγονός και αμέσως έσπευσε να πληροφορήσει τον στρατιωτικό διοικητή της Οδησσού στρατηγό κόμητα Αλεξ. Λαντζερόν, προσωπικό φίλο του Τσάρου, ο οποίος έστειλα επιτροπή από Έλληνες στο Καράβι. Το πτώμα μετά από τόσες ταλαιπωρίες είχε παραμείνει άσηπτο, και λόγω της ισχνότητός του, καθώς και λόγω της παραμονής του στην θάλασσα, αλλά και διότι ο Σκλάβος το άλειφε συχνά με οινόπνευμα. Φέρθηκε στο Υγειονομείο, σε μεγάλο δωμάτιο του Λοιμοκαθαρτηρίου, όπου ευτρεπίστηκε σε νεκρικό πολυτελή θάλαμο μέσα σε φέρετρο σκεπασμένο με τη ρωσική και την Ιονική σημαία. Το γεγονός αναγγέλθηκε στον Τσάρο, ενώ ολημερίς η αγκυροβολημένη φρεγάτα Σβετλάνα έριχνε κανονιές, έχοντας μετζάστρα (μεσίστια) την σημαία της. Ο Τσάρος διέταξε διανομή 100.000 ρουβλιών στους Έλληνες πρόσφυγες και την ταφή του ιερού σκηνώματος με τιμές προέδρου της ρωσικής Συνόδου, ενώ η τσαρίνα έστειλε πάγχρυσα πατριαρχικά άμφια, μίτρα και εγκόλπιο με σταυρό αδαμαντοκόλλητο. Τις 19 Ιούνιου διαβάστηκε η νεκρώσιμη ακολουθία στον Ελληνικό Ναό της Αγίας Τριάδος, όπου ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων εκφώνησε δίωρο λόγο, και ετάφη ο Πατριάρχης αριστερά της αριστερής πύλης του Αγίου Βήματος.
Δ
Το σεπτό σκήνος του Πατριάρχη έμεινε στην κρύπτη του Ναού της Αγίας Τριάδος μέχρι τις 9 Απριλίου 1871, οπότε το παρέλαβε επιτροπή της Κυβερνήσεως Κουμουνδούρου και με το κρατικό ατμόπλοιο Βυζάντιοτο μετέφερε στον Πειραιά τις 14 Απριλίου. Το Βυζάντιο πλέοντας προς τον Πειραιά προϋπάντησε στον κόλπο του Φαλήρου το θωρηκτό Βασιλεύς Γεώργιος επί του οποίου επέβαινε ο Μητροπολίτης Αθηνών με τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, ο υπουργός Κ. Α Πετιμεζάς και άλλοι. Ο Πετιμεζάς ανέβηκε στο Βυζάντιο και παρέλαβε το Λείψανο, το οποίο με βάρκα μετακομίσθηκε και τοποθετήθηκε στην πρύμνη του Βασιλεύς Γεώργιος επί χρυσοΰφαντης παστάδος, που σκέπαζε μεταξωτός κυανός ουρανός κατάστικτος με αστέρια. Το απόγευμα αφίχθη ο Βασιλεύς Γεώργιος με στολή ναυάρχου και η ρωσίδα την καταγωγή Βασίλισσα Όλγα ντυμένη πένθιμα. Η βασίλισσα «άμα εισήλθεν εις την σκηνήν όπου κείται το λείψανον, πλήρης δακρύων εγονυπέτησεν, ως η εσχάτη των θνητών, τρις, εις τους πόδας, εις το μέσον και εις την κεφαλήν της λάρνακος, ησπάσθη τον εν αυτή σταυρόν και το ευαγγέλιον και επί τινα λεπτά προσηυχήθη. Σιγή θρησκευτική επεκράτη πέριξ αυτής, πάντων δε τα βλέμματα ήσαν στραμμένα επί της βασιλίσσης..» στην συνέχεια ήλθαν και οι υπουργοί, πάντες εν στολή γονυπετήσαντες προ του λειψάνου….Το Λείψανο έμεινε στο πλοίο μέχρι να μετακομιστεί στην Αθήνα που έγινε τόπος προσκυνήματος[16]. Λίγες μέρες αργότερα, τις 24 Απριλίου, την μετακομιδή του από το σιδηροδρομικό σταθμό και εναπόθεσή του στη Μητρόπολη παρακολούθησαν 50.000 λαού από τις 60.000 που είχε τότε η Αθήνα. Τις 29 ανοίχτηκε τελετουργικά το φέρετρο ενώπιον του Βασιλικού ζεύγους και συντάχθηκε επίσημο πρακτικό. Εννέα μήνες αργότερα θα τοποθετηθεί ο ανδριάντας του, δωρεά του Γεωργίου Αβέρωφ στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου και ένα αιώνα αργότερα, στην επέτειο του θανάτου του, 9 Απριλίου 1921, θα αγιοποιηθεί.
Ε
Το πρόχειρο φέρετρο μέσα στο οποίο εναποτέθηκε το λείψανο του Πατριάρχου, ο Ντόμος πλοίαρχος Νικόλαος Σκλάβος έφερε και εναπέθεσε στον ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου του χωριού του, τα Ντομάτα, όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Τις 30 Ιουλίου 1934 με έγγραφό της η Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος αναφέρει στονΜητροπολίτη Κεφαλληνίας Γερμανό Ρουμπάνη (1935-1951) ότι «καθ’ ας έχει ασφαλείς πληροφορίας (από τον Εφέτη Ιωάννη Φωκά)…εν τω ναώ της Παναγίας του χωρίου Ντομάτα …ευρίσκεται το φέρετρον …. και ότι τούτο κινδυνεύει να καταστραφή και εξαφανισθή..και του ζητεί αν τω όντι πρόκειται περί του ειρημένου φερέτρου να μεριμνήσητε δια την εξασφάλισιν και την καλήν αυτού συντήρησιν». Διαφορετικά, εάν φρονήτε και υμείς ότι η θέσις αυτού ενδείκνυται εις το Μουσείον της ημετέρας Εταιρείας, ευχαρίστως αύτη θα κατέβαλλε τας δαπάνας της εις Αθήνας μεταφοράς».
Ο Γερμανός παραγγέλλει στον Αρχιμανδρίτη Ιωακείμ Ζαχαράτο [17] εφημέριο Κεραμειών να κάνει αυτοψία και να του αναφέρει σχετικά. Ο Ιωακείμ τις 17 Αυγούστου από τις Κεραμιαίς 1934 απαντά:
Πανιερώτατε, μεταβάς κατά προφορικήν διαταγήν της Υμετέρας Πανιερότητος εις τον εν τω χωρίω Ντομάτα Ι. Ναόν των Εισοδίων της Θεοτόκου όπου φυλάσσεται το φέρετρον του Ιερομάρτυρος Πατριάρχου Κωνστ/πόλεως Γρηγορίου του Ε΄, όπερ κατασκεύασε ο πλοίαρχος Νικόλαος Σκλάβος ίνα εν αυτώ μεταφέρη εις Ρωσίαν το ανωτέρω ιερόν Λείψανον, τούτο δε εύρον εν καλή καταστάσει, αποτελείται δε από ξύλον καρυάς εσωτερικώς δε έχει περίβλημα εκ λευκοσιδήρου, αι διαστάσεις του εισίν αι κάτωθι. Μήκος 1,82. Άνω μέρος πλάτος 64 κάτω μέρος 45, φυλάσσεται εντός ερμαρίου υαλίνου εν καταφανεστάτη θέσει.
Ευπειθἐστατος και μετά σεβασμού, Ιωακείμ Ζαχαράτος. Αρχιμανδρίτης
Κατόπιν αυτού ο Μητροπολίτης απαντά στην Εταιρία:
Λαβών αφορμήν εκ του υπ’ αρ.77 ε.έ υμετέρου εγγράφου, μετέβην εις το χωρίον Ντομάτα της Κοινότητος Σβορωνάτων-Ντομάτων και εξήτασα τα της καταστάσεως του φερέτρου του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄, έχων και ιδιαιτέρους προσωπικούς λόγους να μορφώσω άμεσον αντίληψιν περί ζητήματος αφορώντος εις τον Μέγαν Εθνομάρτυρα και Άγιον Γρηγόριον, ως εκ Γορτυνίας έλκων και εγώ την καταγωγήν, και ιδιαιτέρας σχετικάς περί του Γρηγορίου καταβαλών προσπαθείας.
Εύρον λοιπόν το φέρετρον κείμενον εντός του Ιερού ενοριακού Ναού των Εισοδείων της Θεοτόκου του χωρίου Ντομάτων και ησφαλισμένον εν τω υαλοφράκτω, καθαρώ και ελαιοχρωματισμένω πλαισίω, καταντικρύ του Αρχιερατικού Θρόνου επί του βορείου τοίχου του Ναού και ορθίως τοποθετημένον εν τω πλαισίω.
Αποτελείται δε το φέρετρον τούτο εκ στερεού και κάλλιστα διατηρουμένου ξύλου καρυάς. Έξωθεν μεν γυμνού, έσωθεν δε επενδυμένου δια μικρών τεμαχίων λευκοσιδήρου, ήδη αμαυρωθέντος φυσικώς, και συνδεδεμένων δια της συνήθους τεχνικής συγκολλήσεως.
Το σχήμα του φερέτρου είναι απλούν τετράπλευρον άνευ καλύμματος, μήκους δε αναστήματος ανδρός (1,82) και πλάτους το μεν άνω μέρος 64 εκατοστών του μέτρου εις δε το κάτω 45. Τα πλάγια αυτού είναι ευθύγραμμα από του άνω μέχρι του κάτω μέρους, ως είναι δηλαδή τα απλά πρόχειρα φέρετρα.
Η εξασφάλισις επομένως και η συντήρησις του φερέτρου είναι πλήρεις, το μεν διότι τούτο ευρίσκεται εντός του ενοριακού Ναού και ιδιαιτέρως φυλάσσεται εν περιόπτω θέσει, το δε διότι οι κάτοικοι άπαντες θεωρούσιν αυτό ως το μόνον πολύτιμον κειμήλον του χωρίου αυτών και είναι πάντες άγρυπνοι φύλακες αυτού. Λαμβανομένου δε υπ΄όψιν του όγκου και του βάρους του φερέτρου αποκλείεται, ως νομίζω, η κλοπή αυτού, έστω και δια διαρρήξεως του Ναού εν καιρώ νυκτός.
Όθεν, ου μόνον ουδείς συντρέχει λόγος ανησυχίας αλλά και πάσα σκέψις περί μεταφοράς αυτού αποκλείεται, αφού μάλιστα οι κάτοικοι του χωρίου, αλλά και πάντες οι περίοικοι, αντί πάσης θυσίας αποκρούουσι και την ιδέαν καν περί μεταφοράς αυτού, δεδομένου άλλως τε ότι αρκούντως έχει υποστηριχθή η γνώμη της ενισχύσεως των επαρχιακών Μουσείων.
Προς μείζονα δε κατασφάλισιν του Εθνικού Κειμηλίου τούτου, από τούδε απεφάσισα να τελέσω λειτουργίαν και σχετικήν πανήγυριν, Θεού ευδοκούντος, επί τη μνήμη του Αγ. Γρηγορίου (10 Απριλίου) εν τω Ναώ ένθα φυλάσσεται το φέρετρον προς περισσοτέραν τόνωσιν της αξίας του κειμηλίου και την πρόκλησιν του ενδιαφέροντος προς φύλαξιν αυτού [18].
Επί τη ευκαιρία, δεν κρίνω άσκοπον να πληροφορήσω Υμάς ότι δύνασθε να παραλάβητε το έτερον, εκ λευκοσιδήρου υποθέτω, ή τσίγκου, φέρετρον του Αγίου Γρηγορίου, όπερ ευρίσκεται εις τον κάτω του Ι. Ναού της Μητροπόλεως Αθηνών θόλον. όπερ πρό τινος χρόνου είδον εγώ κείμενον και δη εις το ανώτερον μέρος του υπογείου τούτου θόλου της Μητροπόλεως. Περί τούτου θα Σας πληροφορήση ο εφημέριος του Ναού της Μητροπόλεως Αθηνών Αιδ. Παναγιώτης Στελλάκης, ο δε Μακ. Αρχιεπίσκοπος θα διευκολύνη ασφαλώς Υμάς ίνα παραλάβητε τούτο και φυλάξητε εις το καθ’ Υμάς Μουσείον.[19]
Θα έχητε ούτω και εν τω Μουσείω Αθηνών εν παρόμοιον κειμήλιον δια την διατράνωσιν εις τας επερχομένας γενεάς ενός τοσούτου μεγάλου και τοσούτου σημαντικού γεγονότος, οίον είναι ο απαγχονισμός του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄ και η θαυμασία και πλήρης θαυμασίων γεγονότων ιστορία του Λειψάνου αυτού και της εις Μητρόπολιν Αθηνών μετακομιδής αυτού.
Ευχέτης υπέρ Υμών προς Κύριον, ο Κεφαλληνίας Γερμανός.
***
Ο Νικόλαος Σκλάβος από το φόβο της Τουρκίας δεν ξαναταξίδευσε, έδωσε το καράβι του και γύρισε και εγκαταστάθηκε στο χωριό του, όπου απέθανε και ετάφη στον Πρόναο της Εκκλησίας της Παναγίας, ζήτησε μάλιστα να μη κατατεθεί πλάκα με το όνομά του αλλά να παραμείνει στην αφάνεια. Έτσι χωρίς δουλειά κα με οικογένεια απευθύνει «Ικετήριο» αναφορά στον Καποδίστρια ζητώντας βοήθεια [20].
Εξοχώτατε Κυβερνήτα,
Ο υποφαινόμενος, ο κατά το 1821 έτος, μετακομίσας το λείψανον του αοιδίμου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως εις Οδησσόν, κατά τα επισυναπτόμενα έγγραφα, παρρησιάζομαι και αύθις δια της ταπεινής μου ταύτης αναφοράς προς την ημετέραν Εξοχότητα , αναγγέλλοντάς την, ότι η μετακόμισις αύτη έδωκε χαράν μεν και αγαλλίασιν εις όλους τους εν τω κόσμω χριστιανούς και ενθουσιασμόν εις όλην την Ευρώπην, εις εμέ δε ολοτελή αφανισμόν, επειδή εις το τοιούτον κίνημα, ευάρεστον μεν παρά τοις ευσεβέσι, δυσάρεστον δε παρά παρά πάσι τοις Οθωμανοίς και μην ημπορώντας να ταξιδεύσω πλέον με το πλοίον μου, το παρέδωκα υπό την οδηγίαν ενός συγγενούς μου, το οποίον, και δια να μην τα πολυλογώ, εχάθη εξ ολοκλήρου και έμεινα χρέος δύο χιλιάδες δίστηλα.
Η Α.Μ. ο αυτοκράτωρ πασών των Ρωσιών, ευσπλαχνία κινούμενος, με ετίμησε με δώρα βασιλικά και με ενιαύσιον μισθόν, ανά χίλια ρούμπλια έκαστον, πλην πού θέλουν διαρκέσει αυτά; εις τo χρέος μου; ή εις την φαμίλιαν μου, συνισταμένην εις τρείς θυγατέρας, έτοιμες δια υπανδρείαν αι σύζυγόν μου; ή εις εμέ τον δυστυχή γέροντα, όπου ευρίσκομαι τέσσαρους μήνες εδώ {στην Αθήνα} περιμένοντας την πατρικήν κηδεμονίαν της Υ.Ε.
Εξοχώτατε. Η μεγάλη δυστυχία την οποίαν υποφέρω με βιάζει να αναφερθώ και αύθις προς την Υ.Ε., ίνα λάβητε οίκτον αυτής, με τρόπον τον οποίον η αυτού Εξοχότης γνωρίζει, ανάλογον τω εκδουλεύσεών μου.
Εύελπις ων, ότι ως προστάτης και βοηθός των δυστυχούντων οπού είναι δεν θέλει αφήσει και εμέ τον δυστυχή γέροντα απαραμύθητον.
Ειμί δε με το βαθύτατον σέβας
Ο ευπειθής πολίτης
Νικόλαος Παπαδόπουλος -Σκλάβος.
Δεν είχε αποτέλεσμα η ικετηρία του αυτή. Μετά από 15 χρόνια, τις 6 Μαίου 1846, ο καπετάνιος ξαναέρχεται στην Αθήνα γερασμένος πια και με καινούριες αναφορές εκλιπαρεί τους αρμόδιους να τον περιθάλψουν. Περνάει ένας χρόνος χωρίς ανταπόκριση. Έτσι απευθύνει την κατωτέρω αναφορά στον Βασιλέα Όθωνα.
Αθήναι τη 6η Μαΐου 1846
Μεγαλειότατε,
‘Ολους δεκατρείς μήνας διατρίβων ενταύθα, δεν ηδυνήθην πέρας της αιτήσεώς μου να ίδω, την περίθαλψίν μου αφορώσης, καίτοι και προς το Υπουργείον και προς την Βουλήν, κατ΄ επανάληψιν ανεφέρθην, εκθέσας όσα υπέστην δεινά, ένεκα της μετακομίσεως του νεκρού του ιερού ημών Πατριάρχου, του πρωτομάρτυρος της ιεράς ημών Επαναστάσεως εις Οδησσόν.
Παραλείπων ήδη, εις την Υ.Μ., να εκθέσω ταύτα, διότι δια προτέρας μου εκθέσεως τα εγνωστοποίησα, και ότι το πλοίον μου έχασα και 180 χριστιανούς, από τη οξείαν του τυράννου μάχαιραν έσωσα και μυρία δεινά από του αιμοχαρούς εκείνου τυράννου υπέστην.
Προσπίπτω εις τους πόδας του υψηλού θρόνου Της, παρακαλών, ίνα ήθελεν ευδοκήσει, να με χορηγήση την αναγκαίαν, τουλάχιστον, μέχρι της πατρίδος μου εξοικονόμησιν, καθότι δεν δύναμαι να απέλθω εντεύθεν, ως στερούμενος οβολού και ταύτα, όπως φθάσω ο γηραιός, εις τας αγκάλας της οικογενείας μου.
Αλλά περί τούτου φροντίζουσα η Υ.Μ. ας μη παρίδη να τιμήση τον άθλιον εμέ γηραιόν με οιονδήποτε των επιτιμίων Παρασήμων Της ήθελεν ευαρεστηθή δια να φέρω, απέναντι των αγώνων μου και από τον Βασιλέα της Ελλάδος, επί του στήθους μου, το δείγμα της ευγνωμοσύνης Του, συνάμα με εκείνο, του τε Αυτοκράτορος των Ρωσιών και του Βασιλέως της Προυσίας και τοιουτοτρόπως παρηγορώ με τούτο τας λύπας μου.
Υποσημειούμαι με βαθύτατον σέβας, αναμένων την από τον θρόνον Σου απορρέουσαν δικαιοσύνην.
Της Υ.Μ. πιστός υπήκοος Νικόλαος Παπαδόπουλος – Σκλάβος.
Στο ίδιο έγγραφο της «ικετηρίας» του Σκλάβου επισημειώνεται:
Δοθήτω εις το Α(ρχείον). Έλαβε δρχ. 50. Χαρακτηρισμός: Σκλάβος Ν. Περί βοηθείας δια να επιστρέψη εις την πατρίδα του και περί απονομής του Σταυρού του Σωτήρος.
Επί του νώτου.
Διευθύνεται προς το επί των Εξωτερικών Υπουργείον, δια να λάβη υπόψιν την αίτησίν του αναφερομένου, καθόσον αφορά την αίτησιν του περί απονομής του Σταυρού του Σωτήρος, και ενεργήση ό,τι εγκρίνει.
Το καθ’ ημάς θεωρούμεν δίκαιον, αποβλέποντες εις τας εκδουλεύσεις του αναφερομένου, διασώσαντος προς τοις άλλοις, το σώμα του αειμνήστου Πατριάρχου της Κωνσταντινουπόλεως – (δια το οποίον ετιμήθη με το παράσημον του (…) παρά του Αυτοκράτορος της Ρωσίας- ν’ απονεμηθή εις αυτόν το οποίον ζητεί Παράσημον.
Αθήναι την 23 Μαίου1846
Ο Υπουργός Ι. Κωλέττης.
Αλλά και ο Όθωνας, εκτός από την «αναγκαίαν μέχρι πατρίδος του εξοικονόμησιν» αναγνωρίζει και τα δίκαιά του και δίδει εντολή περί απονομής τιμητικού παρασήμου.
Προς τον Υπουργόν Εξωτερικών
Κύριε Υπουργέ,
Προσκαλείσθε να Μοι υποβάλητε σχέδιον Διατάγματος, περί απονομής του Αργυρού Σταυρού των Ιπποτών του Τάγματος του Σωτήρος, εις τον εμποροπλοίαρχον Νικόλαον Παπαδόπουλον – Σκλκάβον, ως διασώσαντα και μετακομίσαντα από Κωνσταντινούπολιν εις Οδησσόν το λείψανον του αοιδίμου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου, του Πρωτομάρτυρος της Ελληνικής Εθνεγερσίας.
Αθήναι την 27 Δεκεμβρίου 1846
Όθων.
****
Το παρόν αφιέρωμα ας είναι εις μνημόσυνον των πέντε χωριανών μου Φραγκάδων εθελοντών της μάχης του Λάλα: Κοσμέτου Παναγή Γαρμπή (πληγωθείς) Ηλία Κουταβά, Στυλιανού Ιωάννου Στεφανίτση,Κοσμά Στυλιανού Λιοσσάτου, Γερασίμου Βασιλείου Μεσολωρά (φονευθείς) [21], ιδιαιτέρως του ηρωικού μου προγόνου Γερασίμου Βασιλείου Μεσολωρά – αναγράφεται πρώτος στην Στήλη των Πεσόντων των Φραγκάτων—που σκοτώθηκε, και από το τριών χρονών ορφανό παιδί του, τον Βασίλειο, τον γιό του Βασιλείου Γεράσιμο, τον γιό του Γεράσιμου Ιωάννη, τον γιό του Ιωάννη Διονύσιο, προέρχομαι εγώ, ο Ιωάννης και συνεχίζει ο γιός μου Διονύσιος με το νεογέννητο Ιωάννης.
[1] Βλ Δ. Ανωγιάτη – Πελέ. «Οι οικισμοί της Κεφαλονιάς στη μεγάλη χρονική διάρκεια 1583-1907». Κεφαλληνιακά Χρονικά, τόμος 6ος 1992-94, σελ.39-88.
[2]Ως Ντομάτα αναφέρεται σε κατάλογο ενοριών και ιερέων του 1858 με εφημέριο τον Σπυρίδωνα Τρωγιάννο. Και σε άλλον του 1859 και 1860 επίσης σαν Ντομάτα. Λίγο το αργότερα σε άλλους καταλόγους του 1863 και 1864 ονοματίζεται Σκλαβάτα. (Βλ Αρχείο Μητροπόλεως Κεφαλληνίας στο αντίστοιχο έτος). Προς το τέλος του αιώνα σε στατιστικό πίνακα του 1889 του Υπουργείου Εσωτερικών ονομάζεται Ντομάτα με 231 κατοίκους. (Βλ. Αντώνιος Μηλιαράκης, Γεωγραφία Πολιτική αρχαία και νέα του νομού Κεφαλληνίας. Αθήνησιν 1890 σελ. 81).Το 1912 αποσπάσθηκε από τον τέως δήμο Λειβαθούς και μαζί με τα Σβορωνάτα αποτέλεσαν κοινότητα στην οποία προστέθηκαν οι Μηνιές και τα Σαρλάτα. Σήμερα υπάγεται στον Δήμο Αργοστολίου. Στην τελευταία απογραφή του 2011 τα Σβορωνάτα είχαν 710 κατοίκους.
[3] Η εκκλησία φέρεται να ανήκει στην οικογένεια Σκλάβου. Aπό τα αριστουργήματα της επτανησιακής αρχιτεκτονικής, βασιλικού ρυθμού με ενσωματωμένο το κωδωνοστάσιο. Το δρυός εκ επιχρυσωμένο τέμπλο της είναι από τα ωραιότερα της Κεφαλονιάς, καθώς και η επιχρυσωμένη ουρανία, ο δεσποτικός θρόνος, ο γυναικωνίτης, οι εικόνες και το ρωσικό ευαγγέλιο. Αναστηλώθηκε μετά τους σεισμούς του 1953 και έχει χαρακτηριστεί Εθνικό Ιστορικό και Αρχαιολογικό μνημείο.
[4] Ντόμος και όχι Ντομάτος!, κάτοικος των Ντομάτων. Το όνομα Ντομάτα δεν προέρχεται βέβαια από την ντομάτα αλλά από το επώνυμο Ντόμος, που σήμερα δεν υπάρχει. Βλ Αντώνιος Μηλιαράκης, ο.π. σ. 33. Το δε Σκλαβάτα προέρχεται από την οικογένεια Σκλάβου, που υφίσταται μέχρι σήμερα.
[5] Αναφέρεται και ως Μαρίνος .Βλ Robert Walsh, A Residence in Constantinople, ( London 1836) I, σελ.316-17.
[6] Βλ. τέτοιες περιπτώσεις στο Αρχ. Βασιλείου Στεφανίδου, Εκκλησιαστική ιστορία. Τρίτη έκδ. Αστήρ, σελ. 690.
[7] «Το αρχιερατικό αξίωμα εξετίθετο εις δημοπρασίαν». Κωνστ. Παπαρηγόπουλος. Ιστορία του Ελληνικού έθνους. Εκδ. ογδόη Νίκας, τ. έκτος, σελ.481 εξ.
[8] Από τον Σίμωνα τον Μάγο, ο οποίος βλέποντας τους Αποστόλους δι’ επιθέσεως των χειρών να χορηγούν τη χάριν του Αγίου Πνεύματος, προσέφερε χρήματα στον Απόστολο Πέτρο για να αξιωθεί και αυτός του θείου αυτού δώρου. Από τότε η χορήγηση της χάριτος του Αγίου Πνεύματος κατά την χειροτονία με χρηματικά ανταλλάγματα καλείται σιμωνία. Βλ. Πράξεις των Αποστόλων Η’ 9-24.
[9] Adrian Fortescue, The Orthodox Eastern Church, London Catholic truth society. 1920, σελ. 241 εξ.
[10] Τα οικονομικά του Πατριαρχείου αποτελούν ίσως το ζοφερότερο κεφάλαιο της ιστορίας του και μάλιστα από από το 1714 που επιβλήθηκε το μιρί (ετήσιος φόρος). Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τ. ΙΑ σ. 127.
[11]«Ψηλός και ισχνός με ζωηρά γαλανά μάτια, που πρόδιδαν θερμή εσωτερική φλόγα και δραστηριότητα, ήταν λιτός, σχεδόν ασκητικός, σεμνός, αυστηρός τηρητής των παραδεδομένων, με πίστη στη μεγάλη αποστολή του χριστιανισμού και άκαμπτος υποστηρικτής των ιδεών του». Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού τ. Ε΄ σ. 504.
[12] Απόστολος Βακαλόπουλος, ό.π.
[13] Απόστολος Βακαλόπουλος, ό.π., σελ. 505.
[14] O Bιογράφος του Τ. Κανδηλώρος γράφει σχετικώς. «Ως αντιπρόσωπος του Χριστού ουδέποτε έπρεπεν ο Πατριάρχης να υπογράψη έγγραφον εις το οποίον δεν επίστευεν. Αλλ΄ως αρχηγός κινδυνεύοντας έθνους ώφειλε να στέρξη μέτρον, όπερ έστω και προσωρινώς έσωζε τους ανισχύρους και εμπεπιστευμένους αυτώ πληθυσμούς εκ της σφαγής». Τ. Κανδηλώρου, Ιστορία του Εθομάρτυρος Γρηγορίου του Ε΄. Αθήναι 1909, σ.219.
[15]Ο Γερασιμάκης επέδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την εκκλησία του χωριού του, για την αποκατάσταση της οποίας μετά τους Σεισμούς του 1953 κατέβαλε πολλούς κόπους, μαζί με τον εφημέριο παπά Γιάννη Αυγουστάτο. Η διευθύντρια της «Κεφαλονίτικης Προόδο» Αμαλία Βουτσινά έχει στο αρχείο της σχετική επιστολή, υπογεγραμμένη από τους ανωτέρω, η οποία απευθύνεται στις 25-5-1968 στην τότε κυβέρνηση με το αίτημα της οικονομικής συνδρομής για την αποκατάσταση των καταστροφών που υπέστη ο ιερός ναός από τους σεισμούς του 1953. και κατόρθωσε να χαρακτηριστεί Εθνικό Αρχαιολογικό μνημείο. Σημειώνουμε ότι ο Γερασιμάκης ο Σκλάβος ξεναγούσε πρόθυμα και με ζήλο τους επισκέπτες του ναού-μουσείου του χωριού του και προέβαλλε το θησαυρό του, διανέμοντας επιλεκτικά το φυλλάδιο που είχε συντάξει από πληροφορίες των ιστορικών της Επαναστάσεως, και ειδικά του Φιλήμονος.
[16] Από την εφημερίδα ΑΙΩΝ αρ.2669 15-Απριλίου 1871
[17] Ο Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ Ζαχαρἀτος γεννήθηκε στα Σαρλάτα προς τα τέλη του 19ου αιώνα και εκοιμήθη μετά τους σεισμούς του 1953. Το μνήμα του βρίσκεται κολλητό εξωτερικά στον δυτικό τοίχο της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννου στα Σαρλάτα. Φοίτησε στο γυμνάσιο Κεραμειών και εμόνασε στο «κεφαλλονίτικο» Μοναστήρι του Αγίου Παύλου στο Άγιο Όρος. Από την επιστολή του φαίνεται καταρτισμένος, ίσως ήξερε και εκκλ. μουσική, που όπως και άλλοι ιερομόναχοι Κεφαλλονίτες, είχε μάθει στο μοναστήρι του Αγίου Παύλου. Ήταν νευρικός. μου είπε κάποιος, τολμηρός, αυστηρός και ένθερμος χριστιανός και Έλληνας. Με τους Γερμανούς περιέφερε τον Επιτάφιο καλυμμένο με την ελληνική σημαία. Εφημέρευσε στις Κεραμειές και στο χωριό του. Η ανιψιά του Φρόσω Γ. Αλεξάτου – Ζαχαράτου και η κόρη της Βίκυ, που μου έδωσαν τις πληροφορίες, διατηρούν αγαθή ανάμνηση του θείου τους και κάποια από τα πράγματα του, μεταξύ των οποίων και Σταυρό αγιασμού. Την πατερίτσα του ο διάδοχος του στα Σαρλάτα π. Γιάννης Αυγουστάτος την είχε δώσει στον Γεράσιμο Φωκά, κατόπιν Δεσπότη της Κεφαλληνίας. Από το Φάκελο του στη Μητρόπολη και απ΄ ο,τι έχουν διασωθεί στο σπίτι της ανιψιάς του, πιστεύω θα βγουν και άλλες πληροφορίες για τον σπουδαίο αυτό κληρικό.
[18]Αρχιερατική Λειτουργία εξακολουθεί μέχρι σήμερα να τελείται.
[19] Προφανώς πρόκειται για το φέρετρο με το οποίο μετεφέρθη από την Οδησσό το σκήνος του Πατριάρχη.
[20] Την σπουδαία αυτή αναφορά αλλά και την άλλη που επακολουθεί στον Βασιλιά Όθωνα μου έδωσε σε φωτοτυπία από το περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΑ Φεβρουαρίου 1970 που δημοσιεύτηκε από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους από τον Ηλία Παπαθανασόπουλο, ο εκ των συγγενών του καθηγητής Νικόλαος Σκλάβος από τα Ντομάτα, τον οποίο και ευχαριστώ .
[21] Κατέχω οικογενειακά πιστοποιητικά του γεγονότος. Βλ. πρόχειρα τα ονόματα στο Νικολάου Τζουγανάτου «Κεφαλονίτες αγωνιστές του 1821. Αναμνήσεις από τον εορτασμό του 1930». σ. 339 στο Μελετήματα Ιστορίας και Λαογραφίας της Κεφαλονιάς. τ. πρώτος σ. 335-373.