Του Γεράσιμου Σωτ. Γαλανού
Οι αναφορές που έχουμε για το καρναβάλι στην Κεφαλονιά έρχονται από πολύ παλιά. Ιδιαιτέρως στα χωριά, εκεί, που το αρχοντολόι δεν ήταν τόσο έντονο. Διατηρήθηκε δε από το 19ο αιώνα έως και τη δεκαετία ‘60 και ’70 το ωραίο έθιμο της “Μάσκαρας των παραστάσεων και των χορών”.
Χωριά της Παλικής, στη Θηνιά, στην Πύλαρο, Φαρακλάτα, Δειλινάτα, Βαλσαμο-Φραγκάτα, στη Λειβαθώ, οργανώνονταν “μασκαρίες” μέσα σ’ ένα πνεύμα κοινωνικό, καλλιτεχνικό, σατιρικό και πειθαρχημένο.
Το 1888 ο ιστοριοδίφης Ηλίας Τσιτσέλης μας ενημερώνει, πως οι απόκριες στην Κεφαλονιά συγκρίνοντάς τες με εκείνα “τα αστικά” Καρναβάλια των άλλων νησιών (Ζακύνθου και Κερκύρας), που τα βρίσκει πιο ελεύθερα και πιο εντυπωσιακά, δεν είναι τόσο της σχετικής προσοχής. Ωστόσο, περιγράφει τις αποκριάτικες εκδηλώσεις των χωριών μας, που, όπως φαίνεται, είχαν κέφι, ελληνικό χαρακτήρα και ευθυμία.
O Τσιτσέλης μας δίνει πληροφορίες που δείχνουν την παλαϊκότητα των σημερινών εθίμων και ότι οι παλιές αποκριές στην Κεφαλονιά ήταν μια σύνθεση ελληνική και ευρωπαϊκή. Συνήθως, οι χωρικοί τις Κυριακές των απόκρεων μαζεύονταν στον αυλόγυρο των εκκλησιών και μασκαρεμένοι, κατάφορτοι με χρυσά κι αργυρά κοσμήματα τα οποία τα περισσότερα είχαν δανειστεί χόρευαν και διασκέδαζαν με το τσάμικο ή το συρτό κι άλλους χορούς του νησιού, θύμιζαν δε σκηνές από τον ιπποτικό μεσαίωνα.
Δεν έλειπε το γαϊτανάκι ούτε ο Μπουλούμπασης (τύπος αστυνομικού) που ‘βαζε τάξη στη μάσκαρα. Βέβαια, οι προβατίσιες προσωπίδες, τα κουδούνια και τα δέρματα είναι έθιμο πανελλήνιο από τους χρόνους της Διονυσιακής λατρείας. Λατρεία που γινόταν για να ζητήσει απ’ τους θεούς της Άνοιξης να φέρουν την καλή σοδειά στη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Το γαϊτάνι ή γαϊτανάκι, που μάλλον είναι όπως λέει ο Τσιτσέλης ισπανικής καταγωγής, αλλά με ρίζες που χάνονται στην Ελληνική αρχαιότητα, αγαπήθηκε τόσο, που οι κάτοικοι του νησιού έβαζαν στις κορδέλες τα χρώματα της σημαίας τους.
Στις λαϊκές παλιές απόκριες του νησιού μας παίζονταν κάποια δράματα που άφησαν εποχή, όπως, ο “Ερωτόκριτος”, η “Γκόλφω”, έργα που αγαπούσαν ιδιαιτέρως οι παλαιότεροι κι εκφράζανε τις κοινωνικές καταστάσεις που ζούσαν.
Μια τέτοια παράσταση “Επεισοδιακή” μας περιγράφει το 1890 στο περιοδικό της “Εστίας Εικονογραφημένη” ο πνευματικότατος Χαράλαμπος Άννινος. Άκουε από τα παιδικά του χρόνια, ότι στην επαρχία Σάμης “Συνήθιζαν οι χωρικοί να παριστάνουν εν υπαίθρω σκηνάς εκ του Ερωτοκρίτου”. Έτσι του δόθηκε η ευκαιρία και σχολιάζει την παράσταση του 1889 που έγινε στην περιοχή της Σάμης. “… Οι υποκριταί ήσαν κάτοικοι του χωριού Πουλάτων, που φαίνεται πως από χρόνια έπαιρναν την πρωτοβουλίαν αυτή. Αφού ησκήθησαν επί πολλά ημέρας εν τη πλατεία του χωρίου των, διανεμηθέντες τα μέρη (ρόλους) μετέβησαν εν πομπή κατά την ωρισμένη ημέραν ( εις τον τόπον του θεάματος) προηγουμένων των σαλπίγγων και με πολύ πλήθος, που τους συνόδευε. Έφερον προσωπίδας και ιμάτια εκ της αποθήκης του εν Αργοστολίω θεάτρου, που βέβαια δεν ήταν απόλυτα ταιριαστά με τους ρόλους των”.
Ένα μεγάλο πατάρι (εξέδρα) είχαν στήσει για σκηνή, που πάνω του ανέβηκαν μόνο ο Ρήγας, η Ρήγισσα, η Αρετούσα, η Φροσύνη κι οι Κήρυκες, οι υπόλοιποι, Ερωτόκριτος, Αφεντόπουλα, Ρηγόπουλα, Καραμανίτης και Κρητικός, έμειναν κάτω σ’ ένα ορθογώνιο χώρο, όπου δινόταν το θεαματικό κονταροχτύπημα, (χωρίς άλογα βέβαια). Το κονταροχτύπημα ήταν η πιο θεαματική σκηνή που αγαπούσε το πλήθος. Το όλο θέαμα ήταν υπέροχο. Ο Άννινος μας λέει πως “… απήγγειλον απταίστως τους στίχους και ότι η παράστασις διεξήγητο μετά γοργότητος και ετοιμότητος”.
Στα Δαμουλιανάτα και σύμφωνα με πληροφορίες που διέσωσε ο καθηγητής λαογράφος Δημήτριος Σωτ. Λουκάτος από τη μνήμη του Κώστα Χρ. Ζαφειράτου γνωρίζουμε τον τρόπο που γινόταν η “μασκαρία” γύρω στο 1900. Όλο το χωριό έδινε κάτι στην επιτροπή για τις ετοιμασίες τους, κι οι νοικοκυρές δάνειζαν πρόθυμα τα χρυσαφικά τους για να τα φορέσουν οι ντάμες. Οι πλούσιοι έδιναν ρολόγια και καδένες για τους Γιαννίτσαρους ή Γιαννιτσαραίους.
Το θέμα αυτό (Γιαννίτσαροι) που ήταν και το μεγάλο μέρος της μασκαρίας, φαίνεται, πως, ήλθε από την υπόλοιπη Ελλάδα, ιδιαιτέρως την Ήπειρο και Μακεδονία. Διατηρείται ακόμη ως έθιμο αποκριάτικο στην Νάουσα και σ’ άλλα μέρη των περιοχών της Βορείου Ελλάδας.
Οι Γιαννίτσαροι, άνδρες λεβεντόκορμοι, φορούσαν φουστανέλα (σημαντικό αυτό για τα Επτάνησα), έβαζαν γελέκι (σοκάρδι) χρυσοκέντητο στο στήθος, σκάρτσες μεγάλες άσπρες και χόρευαν με κέφι. Στο κεφάλι τους είχαν την Ορλάντα, μια παράξενη περικεφαλαία από χαρτόνι, που την στόλιζαν με χίλια μπιχλιμπίδια, ιδιαιτέρως με καθρεπτάκια και γυαλιστερά κουμπιά για να ακτινοβολεί.
Ο κάθε Γιαννίτσαρος είχε και την ντάμα του, που ήταν άνδρας λεπτοκαμωμένος, κι έκαναν ζευγάρι. Φορούσαν μπαρμπούτες (μάσκες) κέρινες, αγοραστές και χόρευαν με αξιοπρέπεια και λεβεντιά. Ο λαογράφος μας Δήμητριος Λουκάτος λέει “πως οι γενίτσαροι του Τουρκικού στρατού ήταν ονομαστοί για την επιβολή του και την επίλεκτη κορμοστασιά τους. Αλλά χρησιμοποιούνταν (με μεταμφιεστική προσαρμογή) για κάθε φρούρηση και προστασία της Αποκριάς (ίσως το Γιαννίτσαρης” επλησίαζε εδώ και το ακριτικό “Γιάννης”.
Απαραίτητος για την τάξη της “μασκαρίας” ήταν ο Τσάφος (είδος αστυνομικού), πολλές φορές ήταν δύο και τρεις τον αριθμό. Δουλειά τους ήταν να ανοίγουν δρόμο να περνά η μασκαρία και να πιάνουν τους πλούσιους, να τους ενοχοποιούν, πως δήθεν κάτι έχουν κάνει πηγαίνοντας τους στο Δικαστή (κάποιος μεταμφιεσμένος) και αυτός να τους δικάζει και να τους βάζει να πληρώνουν ένα ποσό. Έτσι έβγαζαν τα οικονομικά της μασκαρίας. Το πρόστιμο (ή μούτρα) ήταν ανάλογο με την οικονομική κατάσταση του πλουσίου. Ο τύπος παράστασης της Μασκαράτας (της Μασκαρίας) στην Κεφαλονιά ήταν σχεδόν ο ίδιος σ’ όλα τα χωριά.
Οι διαφορές που συναντάμε είναι ελάχιστες ως προς τη θεματική της Μάσκαρας.
Οι Μασκαρίες άρχιζαν όπως έμπαινε το Τριώδι. Από την πρώτη Κυριακή οι καβαλιέροι “έψαχναν” την Ντάμα τους για να σχηματίσουν ζευγάρι και όταν έρχονταν η ώρα όλα τα ζευγάρια ήταν έτοιμα για την πομπή, που με τη συνοδεία του Μπουλούμπαση έφταναν στ’ αλώνια για να κορυφωθεί η διαδικασία του κεφιού και του γλεντιού.
Σύμφωνα με τον καθηγητή λαογράφο Δημήτριο Λουκάτο, η πομπή σχηματιζόταν έτσι: Ο κουδουνάς: Ως συνήθως ένας γέρος που φορούσε χιαστί κουδούνια στο στήθος του πάνω από δέρματα που ήταν ντυμένος. Έτρεχε δε, μπροστά ως αγγελιοφόρος της μάσκαρας και φώναζε… «Έρχεται η μάσκαρα ή Έρχονται..» Ο Μπουλούμπασης ή Ματζαδόρως (Mazzo) o ραβδούχος: Άλλοι τον λένε Τσάφο. Ήταν ο τύπος του προστάτη, του μπράβου που μ’ ένα γιαταγάνι ή ραβδί στο χέρι άνοιγε δρόμο, για να περάσει η μάσκαρα.
Τα βιολιά: (βιολιτζήδες, κι άλλοι οργανοπαίκτες που έπαιζαν διάφορα όργανα, όπως σκορτσάμπουνο και ανακαρί.
Τα ζευγάρια: (Καβαλιέροι Ντάμες) έως 15 -20 ζευγάρια.
Οι γιατροί: πλήθος γιατροί και νοσοκόμες
Ο κόσμος περίμενε την πομπή στα αλώνια, όπου τα είχαν στολίσει με αψίδες από μυρσίνες για να περάσει η μάσκαρα. Στα αλώνια ήταν “ποστιασμένο” το πάρκο με αψίδες για τα βιολιά κι τα άλλα όργανα και ο Μπουλούμπασης (Ματζαδόρος) άνοιγε το χώρο “έκανε τόπο” για να χορέψει η μάσκαρα. Τα ντυμένα ζευγάρια χόρευαν πρώτα τις Καντρίλιες κι έπειτα έμπαινα στον κύκλο κι άλλοι χορεύοντας τους τοπικούς μας χορούς κι ακολουθούσαν οι πόρκες, τα βάλς και οι μαζούρκες.
Όσο χόρευαν και “φούντωνε τ’ αλώνι στο κέφι” κάποιοι άλλοι είχαν ντυθεί Διάολοι τη λεγόμενη “Διαβολοκαβαλαρία” και πείραζαν τον κόσμο με τις διαολιές τους. Ανέβαιναν στα δέντρα και διακωμωδούσαν τον κόσμο με τα λόγια. Άλλοι ντυμένοι την εμφάνιση της αρεσκείας τους, όπως γύφτοι, μπουφόνοι, έπαιζαν τους “ρόλους τους”. Ο Μπουλούμπασης έκανε βόλτες, ήταν παρόν και με μάτι γερακίσιο ,έπιανε τους πλούσιους, τους πήγαινε στους “γιατρούς”, όπου με διάφορα θερμόμετρα ιδίως του μούστου τους εξέταζαν και τους έβγαζαν άρρωστους. Έτσι τους συνιστούσαν να πάρουν ή να κεράσουν ένα ποτό από το μπουφέ της Μάσκαρας, για να περάσει ο πυρετός.
Την τελευταία Κυριακή το βράδυ ή την Καθαρή Δευτέρα όλη η μάσκαρα πάλι με αρχηγό τον κουδουνά μπροστά πήγαινε στα γύρω χωριά κι ευχαριστούσε με το δικό της τρόπο τον κόσμο. Εκείνοι κερνούσαν τους μασκαράδες κι έτσι τέλειωνε το γλέντι.
Σ’ αυτές τις όμορφες αποκριάτικες παραστάσεις του νησιού μας που “κρατήθηκαν” έστω κι αμυδρά έως και τη δεκαετία του ’70, απαραίτητο στοιχείο αποτελούσαν και οι κωμικές παντομίμες ή σκηνές από θεατρικές παραστάσεις.
Το 1930 στην Αγιά Φημιά στην Πύλαρο, έπαιζαν μπροστά απ’ το Σχολείο τον “Ερωτόκριτο και Αρετούσα”. Τους γυναικείους ρόλους τους έπαιζαν άνδρες. Επίσης στα Καμιναράτα γύρω στο 1950 παίχθηκε με επιτυχία η “Γκόλφω”. Πάντως λίγο ή πολύ στα χωριά του νησιού παρήλασαν χοροί, θέατρα, μιμήσεις που είχαν την ίδια περίπου εικόνα και δομή.
Μα και την Καθαρή Δευτέρα συνέχιζαν να διασκεδάζουν και να γλεντούν με άσματα σκωπτικά και πειρακτικά με κλίση προς τα σεξουαλικά υπονοούμενα.
Μαρτυρία από τον μακαρίτη Παύλο Παλημέρη (Κατσαβός), όπου ήταν και πρωτοχορευτής, ότι “στο Προσεισμικό Ληξούρι πίσω απ’ τον ναό του Παντοκράτορα, χορευόντανε πολλοί χοροί με πρώτον το “Πως το τρίβουν το πιπέρι”. Χορός που μυούσε σκωπτικά αλλά και εισήγαγε πονηρά τους θεατές προς την τόνωση της σεξουαλικότητας.
Σήμερα έχει χαθεί ή ελαττωθεί κατά πολύ ο παλιός τρόπος της Μάσκαρας ή Μασκαρίας και “τραβήχτηκε” το Καρναβάλι στα κέντρα του νησιού Ληξούρι και Αργοστόλι, όπως και σ’ άλλους δήμους του νησιού. Οι λόγοι που χάθηκε ο παλιός διασκεδαστικός τρόπος της μάσκαρας είναι ότι ερήμωσαν τα χωριά, άλλαξε ο τρόπος ζωής που δεν μας επιτρέπει εύκολα τη συμμετοχή μας στα “κοινά”.
Υπάρχει ακόμη ελπίδα να αναβιώσουμε κάτι που τείνει να χαθεί ολότελα, να στηρίξουμε την παράδοση μας. Βέβαια χρειάζεται η προσοχή και η ενημέρωση προς οργανωτές και θεατές, ώστε η αναβίωση του παλιού λαϊκού τρόπου της μασκαρίας να γίνει σύμφωνα με την κληρονομιά της παράδοσης και όχι της παραλλαγής και της κακοποίησης. Ότι θα προσθέσουμε να εναρμονίζεται και να ευνοεί τις αναβιώσεις και τις αναπαραστάσεις των παλιών εθίμων μας.