Ο π. Ιωάννης Μεσολωράς για την εκδημία του π. Γεώργιου Μεταλληνού
Εκκλησία
22/12/2019 | 10:21

Ευλαβικό οδοιπορικό σε κάποια μονοπάτια του μεγάλου Οδοιπόρου της  Ρωμιοσύνης, του εκλεκτού των ιερέων, του σοφού των καθηγητών  και ιεραποστόλου του Γένους, πεφιλημένο μου δάσκαλο.

 

Ο αείμνηστος καθηγητής πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός διήνυσε μια τεράστια επιστημονική και πνευματική πορεία η οποία αποτελεί οδόν αλήθειας και ζωής, με έκτυπα τα σημάδια του πνευματικού κόπου και της ιδιοφυίας του.

Αφετηρία, το Ληξούρι. Η περίφημη βιβλιοθήκη των Ιακωβάτων απετέλεσε εξ αρχής πρόκληση για τον π. Γεώργιο και την Ληξουριώτισα διδάκτορα πρεσβυτέρα του από το Αρχείο της οποίας ανέσυρε και χάρισε στο κοινό θησαυρούς, μεταξύ των οποίων «Τα σωζόμενα χειρόγραφα της μεταφραστικής εργασίας του Κ. Τυπάλδου» (1966) που απετέλεσαν το έναυσμα για την σύνταξη της διδακτορικής του διατριβής.

Φάνηκε από ενωρίς όμως και η έγνοια του για τα κοινωνικά, θρησκευτικά και εθνικά ζητήματα. Την περίοδο της κινητοποιήσεως (1961-1963) του σπουδαστικού κόσμου και τη στροφή του προς την πολιτική πράξη και την κοινωνική κριτική, σαν φοιτητής της θεολογίας στην Αθήνα, συμμετέχει ενεργά στην κινητοποίηση των Θεολογικών σχολών, οι οποίες όχι μόνο υιοθέτησαν τα καθαρά φοιτητικά αιτήματα των συναδέλφων τους των άλλων σχολών για βελτίωση των όρων της Παιδείας και αναβάθμιση των σπουδών, αλλά και έδωσαν στα αιτήματα αυτά όσο και στην ειδικότερη αφορμή της δικής τους κινητοποιήσεως διαστάσεις πνευματικές και πανεθνικές, συνδέοντες τον αγώνα τους με αίτημα για καθολική αναγέννηση σύνολης της Ελληνικής Κοινωνίας . [1]

Περαιτέρω, η απόκτηση δύο πτυχίων της θεολογίας και της φιλολογίας και δύο διδακτορικών στη Ελλάδα και τη Γερμανία του δίδουν την δυνατότητα να ερευνά την χριστιανική πίστη και ιστορία αλλά και την ελληνική φιλοσοφία και ιστορία. Η παραμονή του στη στη Γερμανία ως σπουδαστή της εκεί θεολογίας, φιλοσοφίας και ιστορίας, καθώς και η ιερατική του εμπειρία εκεί ως κληρικού του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διευρύνει τις γνώσεις του επί του ευρύτερου χριστιανικού κόσμου του Ρωμαιοκαθολικισμού και Προτεσταντισμού, της ιστορίας, της θεολογίας και των ηθών τους, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να αποτιμήσει και εκτιμήσει τη μοναδικότητα της Ορθόδοξης Θεολογίας αλλά και του ελληνορθόδοξου χριστιανισμού, το κεκρυμμένο και περιφρονημένο κάλλος του οποίου με όλη την δύναμη της ψυχής του αγωνίστηκε να αποκαλύψει. Δεν αντέγραψε και δεν μετέφερε, όπως άλλοι,απλώς την «σοφία» των δυτικών στον ελληνικό και ορθόδοξο χώρο ως τι καινόν περί την θεολογίαν. Και δεν ξαφνιάστηκε από την σοφία της Δύσεως, όπως άλλοι που επιστρέφοντες στη Ελλάδα αποβαίνουν απολογητές του δυτικού τρόπου ζωής με αποτέλεσμα, αν αναλάβουν υπεύθυνες θέσεις (υπουργοί, καθηγητές κ.λ.π.) να διαχέουν την σύγχυση, την αλλοτρίωση και την διάσπαση στην Ελληνική  κοινωνία.

Απόστολος  της Ρωμιοσύνης

 

Στο βιβλίο του «Ελληνισμός μετέωρος»[2] διαβάζουμε: «Ένα από τα πιο ελπιδοφόρα σημεία της ελληνικής ιστορικής επιστήμης στην εποχή μας είναι η ανανέωση των κριτηρίων της, τουλάχιστο σε ένα κύκλο ερευνητών, που χωρίς να απορρίπτουν τις διεθνώς παραδεκτές αρχές της ιστορικής έρευνας δεν αγνοούν τις ρωμαίικες-ελληνορθόδοξες δηλαδή-προϋποθέσεις που προσφέρουν το κατάλληλο πρίσμα για μια ευθεία και άμεση θεώρηση της παραδόσεώς μας. Μέσα από αυτό το πρίσμα η ιστορία μας φαίνεται σε πολλά σημεία πολύ διαφορετική από την παραμορφωμένη τις περισσότερες φορές εικόνα που μας έδινε μέχρι σήμερα η δυτική θεώρησή της, που ήταν φυσικό να ερευνά την παράδοσή μας με τα δικά της κριτήρια και τις δικές της προϋποθέσεις (επιστημονικές και ιστορικές). Μπορούμε έτσι να μιλούμε για ‘ενηλικίωση’ της ελληνικής ιστορικής επιστήμης που γίνεται συνεχώς αισθητότερη και εκφράζεται με την αποεξάρτηση από ξένες ‘αυθεντίες’, καρπό της επαναλειτουργίας της αυτοσυνειδησίας μας και αποαδρανοποιήσεως των πνευματικών μας αισθητηρίων»[3]

Στη χορεία αυτών των ιστορικών εντεταγμένος ο ιερωμένος καθηγητής θα αποβεί ο κατ’ εξοχήν ιστορικός και μελετητής του πνευματικού βίου της «καθ’ ημάς Ανατολής». Θα αποκαλύψει στο θεολογικό αλλά και εθνικό εύρος του το δράμα που έζησε και ζει το γένος μας από τη συνάφεια του με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό στο φάσμα του, του Διαφωτισμού. Θα απομυθοποιήσει τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν και είναι υπεύθυνα για την πολιτιστική εθνική και θρησκευτική σχιζοφρένεια που βιώνει ο νεοέλληνας. Πράγματα άγνωστα, καινοφανή και απίστευτα. Είναι κυρίως αυτός που με ιδιάζουσα ενάργεια είδε αληθινά τη μεσαιωνική και νεοελληνική μας ιστορία, σαν ορθοδοξοποίηση η οποία λειτουργούσε ως αδελφοποίηση των λαών της βυζαντινής αυτοκρατορίας με ένα άλλο είδος πατριωτισμού, τον «οικουμενικό πατριωτισμό», όπου ούτε οι τοπικές γλώσσες, ούτε η καταγωγή λειτουργούσαν διαιρετικά. Γιαυτό και λέει -αυτός και άλλοι μεταξύ των οποίων και ο πολύς Στήβεν Ράνσιμαν- ότι με την απελευθέρωση φτιάξαμε κράτος αλλά απωλέσαμε αυτοκρατορία, αυτή των ρωμιών, που αν και υποτελής στους τούρκους κρατούσε την ψυχή της- την ορθοδοξία- αδούλωτη και τα ελληνικά γράμματα ενεργά στη θεολογία, το κήρυγμα και τη λατρεία της Εκκλησίας. Αυτά κάποτε θα άλωναν εκ των έσω την σεσαθρωμένη τουρκική αυτοκρατορία όπως συνέβη με τους ρωμαίους που νικήθηκαν από το πνεύμα των Ελλήνων και είτα του χριστιανισμού.[4]

Πρόκειται περί διαφορετικής αναγνώσεως της ελληνικής μεσαιωνικής ιστορίας μας την οποία κατεργάστηκαν άνθρωποι με βαθειά γνώση του ευρωπαϊκού και του ρωμαίικου πολιτισμού που πρώτος επεχείρησε ο καθηγητής Πρωτοπρ. Ιωάννης Ρωμανίδης  με το βιβλίο του «Ρωμιοσύνη». [5]

Στον αγώνα αυτόν στον οποίο στρατεύονται και άλλοι σπουδαίοι έλληνες διανοούμενοι όπως ο  Χρήστος Γιανναράς, ο π. Θεόδωρος Ζήσης, ο Ν. Ματσούκας κ. ά. η παρουσία του π. Γεωργίου είναι ηγετική και η συμβολή του τεράστια αφού κήρυκας αυτών των αληθειών περιήλθε όλη την Ελλάδα και όχι μόνο, με ιεραποστολικό ζήλο, γνώση και επίγνωση, αποδεικτικά και τεκμηριωμένα. Ο λόγος του είναι καθαρά θεολογικό-εκκλησιαστικός και καθόλου κομματικο-πολιτικός, λέγει σε κάποια περίσταση,[6] και συμπληρώνει, ότι δεν είναι δυνατόν να πράξει διαφορετικά ένας Ρωμιός-Ελληνορθόδοξος  δηλ. παπάς. Στην εισήγησή του με θέμα: «ορθόδοξος και ευρωπαϊκός πολιτισμός, μεγέθη αλληλοσυμπληρούμενα ή αλληλοαποκλειόμενα» στέκεται προφητικά απέναντι στην Ευρώπη που την μυκτήρει αφού με τον εκφραγκισμό της απώλεσε τον ρωμαίικο πολιτισμό της και τώρα στέκεται απειλητική απέναντι στο Γένος μας που αγωνίζεται να διαφυλάξει το παιδί που γεννήθηκε από τον ρωμαίο πατέρα με την ελληνίδα μητέρα, κατά τον Ι. Ρωμανίδη. Συμμερίζεται  τον φόβο του Γιανναρά που κάποτε τόλμησε να αρθρώσει εκείνο το Finis Greciae? και να κάνει λόγο για «τέως Ελλάδα» επάγοντας: «Νομίζω ότι φθάσαμε σε σημείο που δικαιώνεται ο λόγος του, ή μάλλον εγγίζει η δικαίωσή του. Η πορεία των πραγμάτων και η δική μας αβελτηρία πείθουν ότι ελάχιστα περιθώρια αντιστάσεως έχουν μείνει. Το τέλος εγγίζει. Ώρα ήδη ημάς εξ ύπνου εγερθήναι ( Ρωμ 13,11) ».[7]Και αυτά λέγονταν τότε, το 1996, εν μέσω πλούτου και χλιδής. Τώρα εν πτωχεία και ανάγκη, με μια Ευρώπη απειλητική απέναντί μας τι έχουνε να πούνε όλοι αυτοί που ο Κώστας Ζουράρις τους κατατάσσει στην συνομοταξία των ευρωλιγούρηδων;

Ο π. Γεώργιος σαν ιστορικός του νεοτέρου Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας στον αγώνα προασπίσεως του γένους των ρωμιών και της αδιάσπαστης συνέχειας του από τα χρόνια του πρώτου χριστιανού ρωμαίου αυτοκράτορα Μ Κωνσταντίνου, στοιχήθηκε με τον Κοσμά τον Αιτωλό, τους Κολλυβάδες Αθανάσιο Πάριο, Μακάριο Νοταρά, Νικόδημο Αγιορείτη, τον Κ. Οικονόμο, μεθ’  όλων εκείνων δηλαδή που στη νέα περιπετειώδη συνάντηση της Ορθόδοξης Ανατολής με την Δύση προασπίστηκαν και κράτησαν την ορθόδοξη πίστη σαν πεμπτουσία του νέου ελληνισμού. Στα βιβλία του γραμμένα με επαγωγικό, σαφή και γοητευτικό λόγο αναδεικνύονται οι περίφημες αυτές μορφές του νεωτέρου ελληνισμού και καθίστανται αγαπημένες και οικείες στον μελετητή της ιστορίας του Γένους μας.

 

Κεφαλληνιακές μορφές

 

Ο π. Γεώργιος έξοχα παρουσιάζει, αποκαλύπτει και ερμηνεύει μορφές κρυμμένες, παρεξηγημένες ή περιφρονημένες από τους ευρωλιγούρηδες ιστορικούς μας για το λόγο και μόνο ότι φέρουν έκδηλα τα σήματα της Ορθοδοξίας. Έτσι, για να περιοριστώ μόνο στους Κεφαλλήνες, αποκαλύπτει και διαζωγραφίζει με το δικό του μοναδικό τρόπο την σπουδαία μορφή του φιλοσόφου και θεολόγου από τα Χαυριάτα  Βικεντίου Δαμωδού. Πρώτος αυτός τον προσέγγισε θεολογικά [8] για να τον αναγνωρίσει ως εισηγητή ενός αυτόχρημα ορθοδοξοπατερικού διαφωτισμού, δηλαδή καθαρά ελληνικού, που θα συνεχισθεί με τον Βούλγαρη, τον Θεοτόκη, τον Κοσμά τον Αιτωλό και τους Κολυβάδες μέχρι τον Κ. Οικονόμο, εντασσόμενο ταυτοχρόνως σε  μια σειρά που προϋπάρχουν οι  Ευγένιος Γιαννούλης, Αναστάσιος Γόρδιος κ.ά.

Επίσης είναι σημαντικό ιδιαίτερα για τον τόπο μας (την Κεφαλονιά)  το γεγονός ότι ο εμβριθής και σοφός ερευνητής κατέταξε στο πάνθεο των ευλογημένων μορφών της την αγιασμένη μορφή του Κοσμά Φλαμιάτου (1786-1852), του παρεξηγημένου αγωνιστή του Γένους και της Ορθοδοξίας, αξιολογώντας τον αληθινά. Λέγει γιαυτόν: «Η διαπίστωσή μας είναι ότι υπήρξε οξυδερκής εκτιμητής του πολιτικοκοινωνικού κλίματος της εποχής του, με ανεπτυγμένη πολιτική συνείδηση και ικανότητα αντικειμενικής εκτιμήσεως της πολιτικής καταστάσεως, αλλά και καθαρά προφητική διαίσθηση. Ο κεφαλλονίτης αγωνιστής ήταν πρόσωπο αυτόχρημα χαρισματικό»[9]. Και τον κατατάσσει στους ησυχαστές-κολυβάδες, στη γραμμή των Αγιορειτών Κολυβάδων και του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού (του οποίου και το όνομα έλαβε) ως προς την ιεραποστολική του δράση,[10] με την προσθήκη ότι τα ίχνη της παραδόσεώς του πρέπει να τα αναζητήσουμε, ως προς μεν τους συγχρόνους του στο στρατηγό Μακρυγιάννη ως προς δε τους  μεταγενέστερους στον Παπαδιαμάντη και τον κύκλο του». [11]

Ακόμη η ενασχόληση του π. Γεωργίου με τον Ληξουριώτη Σχολάρχη της Χάλκης Μητροπολίτη Κωνσταντίνο Τυπάλδο-Ιακωβάτο και τα έργα του απέβη επωφελής και καθοριστική στην μετέπειτα πνευματική του ανέλιξη ως ακαδημαϊκού διδασκάλου και ιερωμένου. Διεπίστωσε ό ερευνητής ότι ο ιερωμένος Ιακωβάτος ακολουθώντας το παράδειγμα του συμπατριώτη του Βικεντίου Δαμωδού (1700-1754) αναλαμβάνει την υπεράσπιση της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου Παλαμά «κατά Λατίνων». Τούτο και μόνο αρκεί κατά την εκτίμηση του π. Γεωργίου για να τεκμηριωθεί η σχέση του Κ. Τυπάλδου με την παράδοση της Εκκλησίας».[12] Και εφησυχάζει ο ερευνητής ιστορικός Μεταλληνός όταν διαπιστώνει ότι τη ρωμαίικη νοοτροπία και το φρόνημά του ο Τυπάλδος θα διοχετεύσει στη Θεολογική Σχολή Χάλκης, ως συνιδρυτής και πρώτος σχολάρχης της, σε αντίθεση με το πανεπιστήμιο Αθηνών στο οποίο ο Θεόκλητος Φαρμακίδης θα διοχετεύσει το δικό του οθνείον ( γερμανικό) πνεύμα ως πρώτος καθηγητής του.[13]

Η προσωπικότης, επίσης, του αδελφού του Μητροπολίτη και ιδίου πνεύματος νομοδίφη, πολιτικού, θεολόγου φιλοσόφου, ρήτορος, ριζοσπάστη, πληρεξουσίου και βουλευτή Κεφαλληνίας Γεωργίου Τυπάλδου Ιακωβάτου παρουσιάζεται σε όλη της την ενάργεια σε περισπούδαστη μελέτη του  π. Γεωργίου με τον τίτλο «Πολιτική και Θεολογία» [14]. Δεν παρέλειψε βέβαια και τον Άγιο Γεράσιμο του οποίου υπογραμμίζει την συμβολή στην πνευματική και όχι μόνο πορεία της Κεφαλονιάς στα δύσκολα χρόνια της Βενετοκρατίας, αλλά και των άλλων αγίων του Ληξουριού π. Παναγή  Μπασιά και Άνθιμου Κουρούκλη.

 

Αλλά και στη υπόθεση του ναυαγίου του Αποστόλου Παύλου στη Κεφαλονιά διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην επαλήθευση και παγίωσή της. Η άποψη ότι το μέρος που ναυάγησε ο Απόστολος Παύλος κατά το ταξίδι του στη Ρώμη είναι η νήσος Μάλτα κλονίστηκε όταν ένας γερμανός επιστήμονας ο Heinz Varnecke έθεσε το ερώτημα στην παγκόσμια χριστιανική κοινότητα: πήγε ο Απόστολος Παύλος πραγματικά στη Μάλτα; Η απάντησή διατυπωμένη σε διδακτορική διατριβή του ήταν όχι! ό τόπος που ναυάγησε ο απόστολος δεν ήταν η Μάλτα αλλά η Κεφαλονιά. Την θεωρία του  ήλθε χαρούμενος να την κοινοποιήσει στο Μητροπολίτη +Σπυρίδωνα την 23-5-1988[15].Ήμουν παρών στην ιστορική εκείνη στιγμή βοηθώντας στην επικοινωνία. Δεν φανταζόμουν το μέγεθος της υποθέσεως αυτής, ούτε προφανώς ο Μητροπολίτης ο οποίος την διατριβή που του έδωσε με αφιέρωση ο Γερμανός  την έδωσε σε μένα. Ό, τι δεν αντιληφθήκαμε εμείς το αντελήφθη ο οξυδερκής ιστορικός του χριστιανισμού καθηγητής Μεταλληνός. Ήταν ευτύχημα για την Κεφαλονιά  το γεγονός ότι βρέθηκε σαυτήν την ιστορική συγκυρία ένας έμπειρος καθηγητής θεολόγος, και ιστορικός και ανέλαβε την μεγάλη αυτή υπόθεση. Επικοινωνώντας με τον γερμανό ερευνητή στη γλώσσα του, και έχοντας τη δυνατότητα λόγω της πολυγλωσσίας του να παρακολουθεί τα παλιρροϊκά κύματα που δημιουργήθηκαν κυρίως στην Ευρώπη από τον τεράστιο σεισμό που προκάλεσε η θεωρία του Βάρνεκε στον Ρωμαιοκαθολικό και προτεσταντικό κόσμο της, που είχε κατοχυρώσει την Μάλτα μεταξύ των μνημειωδών τόπων του Χριστιανισμού, μπόρεσε να χειριστεί επιτυχώς την υπόθεση η οποία είχε ως απόληξη την αναγνώριση ως Αποστολικής της Εκκλησίας της νήσου Κεφαλληνίας.

Η συμβολή του π. Γεωργίου στην προσπάθεια νεωτέρων ιστορικών μας να ανασυνθέσουν την ιστορία του γένους μας κατά τρόπο εθνικό, δικό μας, χωρίς δυτικές, φιλοσοφικές, πολιτικές και άλλες παρεμβολές είναι καθοριστική. ΄Αν μελετήσει κανείς τα πολλά του συγγράμματα θα χαρεί την αρμονία του δικού μας- ελληνορθόδοξου -ρωμαίικου κόσμου όπως τον συνθέτει ο συγγραφέας και θα νοιώσει τη χαρά και τη σιγουριά που νοιώθει καθένας σαν μέλος αγαπημένης και δεμένης οικογένειας με ανθρώπους που συμμερίζονται τις ίδιες αρχές, τα ίδια οράματα, με καύχηση εν Χριστώ για την πίστη του και αίσθηση της αρχοντιάς για την καταγωγή του.

Αυτόν τον Έλληνα που καταξιώθηκε στην συνάντησή του με το Χριστό που μ’ Αυτόν έζησε και μεγαλούργησε, τον είδε τα τελευταία χρόνια ο π. Γεώργιος να απαξιώνεται στο πρόσωπο κάποιων που επιχειρούν να τον γυρίσουν πίσω στην ελληνική ειδωλολατρική αρχαιότητα και να τον εντάξουν σε ένα παγανιστικό Ελληνισμό. Πόνεσε και ενεβριμήσατο τω πνεύματι. (Ιωάννης 11,33) Και επήλθε λάβρος κατ’ αυτών, το περιβάλλον των οποίων, καθώς λέγει, γνωρίζει πολλά χρόνια. «Διεπίστωσα, λέγει, μόνιμη επιθετικότητα και απροκάλυπτη κακία, μίσος για την ορθοδοξία και την παράδοσή της ή ακόμα και επίπλαστες και ανειλικρινείς φιλοφρονήσεις των πονηροτέρων, που συγκαλύπτοντας τα αληθινά φρονήματά τους προσποιούνται τους φίλους, για να μας χρησιμοποιούν επιβάλλοντάς μας ένα παθητικό ρόλο, για την ενίσχυση των ανομολόγητων πράξεών τους. Αρκετά χρόνια έκαμα υπομονή, μακροθυμώντας – κατά το αποστολικό («η αγάπη μακροθυμεί», Α΄Κορ.13,4) – και προσποιούμενος τον αφελή, για να έχω ήσυχη την συνείδησή μου και να στερούνται κάθε δικαιολογία». Και επέρχεται κατ’ αυτών με τεκμηριωμένο, όπως πάντα, σύγγραμμα με τίτλο «Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία ;».

Επιμύθιον.

Ο π. Γεώργιος πέρα από του ότι ήταν ευφυής ερευνητής και χαρισματικός διδάσκαλος, απέβη και οικουμενικός της Ελληνικής, και όχι μόνο, Ορθοδοξίας απόστολος αφού «εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτού». Ακάματος χειμαρρώδης και παρηγορητικός κήρυκας του θείου Λόγου. Απολογητής της Ορθοδοξίας και της Ρωμιοσύνης και συνελόντ΄ ειπείν διδάσκαλος του Γένους. [16]

Η προσέγγιση της προσωπικότητος του αειμνήστου π. Γεωργίου δεν είναι εύκολη. Η παρουσίαση των πολυπληθών θεολογικών και ιστορικών συγγραφών και της δράσεως του Καθηγητή και Ιερωμένου Μεταλληνού είναι αναρρίχηση σε πανύψηλο όρος. Εγώ μπόρεσα μόνο σε μια ρεματιά του να απαγκιάσω και να ψελλίσω κάποια λόγια. Συνεπαρμένος απ’ όσα έμαθα και άκουσα από τον Παπά Γιώργη, εδώ στη ρεματιά είδα και άκουσα οράματα και θάματα. Είδα στην πλαγιά τον Μωυσή να βόσκει τα πρόβατα του πενθερού του Ιωθώρ. ΄Ακουσα τα βελάσματα των αιγών του μαΐστορα της ψαλτικής τέχνης Ιωάννη Κουκουζέλη να συνοδεύουν τον στους θεσπέσιους ύμνους του, μάσησα τη δάφνη του Απόλλωνα και ήπια νερό από τη Ζωοδόχο Πηγή που ανάβλυζε από την πέτρα. Σιγόκλεισα τα μάτια μου και είδα και άκουσα «…με το σουραύλι και το ζουρνά πάνω στην πέτρα την αγιασμένη να χορεύουν τρείς αντρειωμένοι, ο Νικηφόρος κι’ ο Διγενής κι’ ο γιος της Άννας της Κομνηνής». Αγροίκησα και τον ποιητή στο ρυθμό του τσάμικου του Χατζηδάκη να βεβαιώνει «… δική τους είναι μια χούφτα γης, μα συ Χριστέ μου τους ευλογείς για να κρατήσουν αυτή τη φλούδα…». Και τέλος άκουσα τον παπά Γιώργη να μου λέει περίχαρος: «το πανηγύρι κρατάει χρόνια στα μαρμαρένια του Χάρου αλώνια, δες πως χορεύει ο Νικηταράς κι’ αηδόνι γίνεται ο ταμπουράς. Κριτής κι’ αφέντης είν’ ο Θεός και δραγουμάνος του ο Λαός». Και τότε κατάλαβα ότι αυτός ο λαός είχε βρει τον Δραγουμάνο του, ήταν ο παπά Γιώργης.

 

Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Μεσολωράς Δρ. Θεολογίας- Μουσικοδιδάσκαλος.

Εφημέριος Ι. Ναού Αγίου Σπυρίδωνος Αργοστολίου.

 

 

 

[1]  π. Γ. Μεταλληνού, Θεολογικός  αγώνας 1962Ιστορία. Εκδόσεις ΠΑΡΟΥΣΙΑ, Αθήνα 1989, σ. 14.

[2] Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνού, Ελληνισμός μετέωρος. Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1992.

[3] Ό.π. σ. 131.

[4] Ό. π. σ. 9.

[5] Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, Ρωμιοσύνη. Εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, 1975. Στην εισαγωγή του ως άνω βιβλίου του διευκρινίζει ότι η προσφορά του βιβλίου του έγκειται στην ρωμαίικη σύνθεση και ερμηνεία των, ως επί το πλείστον, γνωστών στοιχείων.

[6] Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνού, δρος Θ. και Φ. Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ορθόδοξος και Ευρωπαϊκός πολιτισμός. Μεγέθη αλληλοσυμπληρούμενα ή αλληλοαποκλειόμενα; ΄Εκδοσις Ι. Μ. Ηλείας, Αθήναι 1996. σ. 10.

[7] Ό. π. σ. 37.

[8] Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνού, Δρ Θ.- Φ .Τομές στην πνευματική πορεία  του νεωτέρου Ελληνισμού κατά την μεταβυζαντινή περίοδο Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1986. σ.53.

[9] Πρωτοπρ Γ. Μεταλληνού, Ελληνισμός μετέωρος . σ.133.

[10]  Ό.π. σ.137.

[11]  Ό.π. σ.137.

[12] Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνού, Το πρόβλημα της θεολογικής παράδοσης στην Ιόνιο Ακαδημία. Ανάτυπο από ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΑΕΤΗΡΙΚΟΝ. Αφιέρωμα στον Μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. ΔΙΟΝΥΣΙΟ. Νεάπολη – Θεσσαλονίκη 1999. σ.207.

[13] Ό.π. σ.210.

[14] Π. Γεωργίου Μεταλληνού, Πολιτική και Θεολογία , Εκδόσεις ΤΕΡΤΙΟΣ, Κατερίνη  1990.

[15] Τίτλος της:Heinz Warneche, Die tatsächliche Romfahrt des Apostels Paulus, Stuttgarter Bibelstudien 127, Stuttgart 1987. (β΄ανατύπωση 1989)

[16] Και θυμηθείτε: «Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνόνζερη του κόσμου κανένας δεν ιβρέθηκεν για να την ιξαλείψει, φυλάσσει την και σκέπη της απ΄ τα  ’ψη ο Θεός μου, η ρωμιοσύνη εν να χαθεί όντας ο κόσμος λείψει». Κυπριακό ποίημα.

eKefalonia
eKefalonia
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ