Η ανέγερση Ναών και Μοναστηριών αφιερωμένων στο υπερευλογημένο όνομα της Παναγία μας, είναι μια από τις εκφράσεις τιμής που αποδίδουμε οι χριστιανοί στη Χάρη Της. Στην Κεφαλονιά, όπως διαπιστώνει κανείς ανατρέχοντας στα επίσημα στοιχεία της Ιεράς Μητροπόλεως, το ένα τρίτο των Ενοριακών Ιερών Ναών και δέκα Ιερές Μονές και Μετόχια (ξέχωρα από τα ακαταλογογράφητα πάμπολλα Παρεκκλήσια και Ξωκκλήσια) πανηγυρίζουν σε κάποια από τις γιορτές Της. Ανάμεσά τους ο αφιερωμένος στο Γενέθλιο της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου) Ιερός Ναός των Τυπαλδάτων στα Χαυδάτα Παλικής.
Ο Ναός μαρτυρείται ήδη στα τέλη του 18ου αιώνα ως «Παναγία στον Ποταμό» (Beata Vergine ston Potamo), ονομασία που διατηρείται μέχρι τις μέρες μας. Στολισμένος με ξυλόγλυπτο χρυσωμένο τέμπλο και εικόνες μεταβυζαντινής τεχνοτροπίας, τηρούσε στις αρχές του 19ου αιώνα οικονομικά κατάστιχα εσόδων-εξόδων (όπως αυτό των ετών 1816-1819) και ληξιαρχικά βιβλία (όπως αυτό των ετών 1836-1840), τα οποία απόκεινται στα Γ.Α.Κ.-Αρχεία Νομού Κεφαλληνίας. Μετά από τους σεισμούς του 1953 ανακαινίσθηκε με χορηγία του Ευάγγελου Τυπάλδου Μπασιά, σύμφωνα με αφιερωματική στο τέμπλο επιγραφή.
Με την δραματική αποτίμηση της πυρκαγιάς της 10ης Φεβρουαρίου στον συγκεκριμένο ιστορικό Ναό, πέρα από τα ποικίλα θεωρητικά ή εμπειρικά σχόλια, με ρεαλιστικές ή μη σκέψεις και προτάσεις που ακολούθησαν το τραγικό γεγονός, ανέκυψε και ένα θέμα αμελητέο ίσως ως γραμματολογική αβλεψία, θεολογικότατο ωστόσο λόγω της δογματικής ερμηνείας ή παρερμηνείας του. Πρόκειται για την ονομασία του Ιερού Ναού, την αφιέρωση δηλαδή του ιερού χώρου στο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπως καταγράφηκε και αναρτήθηκε σε ιστοτόπους της Κεφαλονιάς αρχικά, αναδημοσιεύθηκε δε σε ιστοσελίδες ευρύτερης αναγνωσιμότητας στη συνέχεια.
Τόσο δημοσιεύσεις της πρώτης ημέρας όσο και μετέπειτα αναρτήσεις, αναφέρουν πως η πυρκαγιά κατέστρεψε ολοσχερώς τον Ιερό Ναό «Υπερθεοτόκου» Τυπαλδάτων. Χαρακτηριστικές είναι οι ακόλουθες αναγραφές: «Ξέσπασε φωτιά στον Ιερό Ναό Υπερθεοτόκου Τυπαλδάτων», «Πυρκαγιά στον Ιερό Ναό της Υπερθεοτόκου Τυπαλδάτων Χαβδάτων», «Αποκαΐδια του εκκλησιαστικού θησαυρού στον Ι.Ν. ΥπερΘεοτόκου Τυπαλδάτων Χαυδάτων», «Φωτιά στον Ιερό Ναό Υπερθεοτόκου (Τυπαλδάτων) Χαβδάτων», «Κάηκαν στην Υπερθεοτόκο στα Χαβδάτα και τα λείψανα του Αγίου Παναγή», «Φωτιά τα μεσάνυχτα στον Ιερό Ναό Υπερ θεοτόκου Τυπαλδάτων στα Χαβδάτα», «Είναι, μάλλον ήταν ο Ιερός Ναός Υπερθεοτόκου Τυπαλδάτων», «Η φωτιά στον Ιερό Ναό Υπερθεοτόκου Τυπαλδάτων Χαυδάτων», «Ιερός Ναός Υπέρ Θεοτόκου Τυπαλδάτων στα Χαβδάτα μετά τη σημερινή φωτιά», «Το Ληξούρι θρηνεί την καταστροφή του Ιερού Ναού Υπέρ Θεοτόκου Τυπαλδάτων Χαυδάτων», «Η ολική απώλεια από φωτιά του ναού της Υπέρ Θεοτόκου στα Χαβδάτα/Τυπαλδάτα».
Οι συντάκτες των άρθρων των παραπάνω αναρτήσεων κάνοντας χρήση των προσωνυμίων «Υπερθεοτόκος» και, δευτερευόντως, «Υπέρ Θεοτόκος», φαίνεται ότι υπέπεσαν σε ακούσιο γραμματολογικό λάθος, αφού η ονομασία του συγκεκριμένου Ναού είναι «Ιερός Ναός Υπεραγίας Θεοτόκου Τυπαλδάτων». Βεβαίως, το προσωνύμιο «Υπεραγία» επιδεχόμενο σύντμηση καταγράφεται και ως «Υπερ.», όμως οπωσδήποτε με τελεία. Έτσι συχνά η απαντώμενη γραφή είναι «Υπερ. Θεοτόκος», δηλαδή δύο λέξεις με τη χρήση τελείας στην πρώτη. Επομένως, Ναός «Υπερθεοτόκου» (ή «Υπέρ Θεοτόκου») στα Τυπαλδάτα, δεν υφίσταται, όπως φυσικά και σε κανένα μέρος της οικουμένης.
Και ενώ αυτή η άστοχη καταγραφή εκλαμβάνεται ως ορθογραφικό πλημμέλημα και ενδεχομένως κάποιος να μειδιάσει διαβάζοντάς την, από θεολογικής πλευράς είναι εμφανής παραμόρφωση της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας περί του ιερότατου προσώπου της Παναγίας μας. Στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο (431 μ.Χ.), κατά την οποία συζητήθηκε η θέση της Μητέρας του Ιησού Χριστού στην Εκκλησία, δογματίστηκε «ἐν ἁγίῳ πνεύματι» και διακηρύχθηκε το όνομα «Θεοτόκος». Οι θεοφόροι Πατέρες καταδίκασαν τον Νεστόριο (που, χρησιμοποιώντας τον τίτλο Χριστοτόκος, επέμενε στην άρνησή του να αποδεχθεί την Παναγία ως Θεοτόκο) και στον Δογματικό Όρο της Συνόδου επικύρωσαν την διδασκαλία του Αγίου Κυρίλλου, σύμφωνα με την οποία ο χαρακτηρισμός «Θεοτόκος» για την αειπάρθενο Μαρία αποτελεί τον πυρήνα της ορθόδοξης θεολογίας: «ὁμολογοῦμεν τὴν Ἁγίαν Παρθένον Θεοτόκον, διὰ τὸ τὸν Θεὸν Λόγον σαρκωθήναι καὶ ἐνανθρωπήσαι».
Και έρχεται κατόπιν (τον 6ο αι.) ο λόγιος μοναχός Λεόντιος ο Βυζάντιος να διασαφηνίσει την μοναδικότητα του χαρακτηρισμού της Παναγίας ως Θεοτόκου, λέγοντας πως ενώ άλλες ιδιότητές της (γυναίκα, μητέρα, παρθένος, Μαρία) ονοματολογικά είναι πολύ συνηθισμένες («γυναῖκες λέγονται ἄπειροι καὶ ἀνθρωποτόκοι ἀμέτρητοι καὶ παρθένοι μύριαι πλεῖσται καὶ Μαρίαι εἰσὶ») μόνο ένα και ιδιαίτερο όνομα, το Θεοτόκος, ξεχωρίζει με την αποκλειστικότητά του και καθιστά εκτός σύγκρισης και σύγχυσης την πάνσεπτη μορφή Της: «μόνον καί ἰδιώτατον καί κυριώτατον καί σημαντικώτατόν ἐστι τῇ ἁγίᾳ ἀχράντῳ καί ἀειδόξῳ Παρθένῳ ὄνομα, τό Θεοτόκος» (Κατά Νεστοριανών, βιβλίο ΙV).
Ακολουθούντες αυτήν την αδιαπραγμάτευτη διδασκαλία και απαρασάλευτη Παράδοση της Εκκλησίας μας, οι ορθόδοξοι χριστιανοί πιστεύουμε πως η ευλογημένη ανάμεσα στις γυναίκες, η κεχαριτωμένη κόρη της Ναζαρέτ, η αειπάρθενος Μαρία, η Βασίλισσα των αγγέλων και Δέσποινα του κόσμου, είναι η Κυρία Θεοτόκος, την οποία προσφωνούμε και ως Υπεραγία ή Παναγία επειδή κατέχει το πλήρωμα της αγιότητος. Η μοναδικότητα της Θεομητορικής ιδιότητάς της σχετίζεται άμεσα με τη σωτηρία μας: Ένας και μόνος είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού που έλαβε την ανθρώπινη φύση προκειμένου να σώσει τον κόσμο, μία και μόνη είναι η Θεοτόκος, που αν και άνθρωπος έτεκε το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Γι’ αυτό και στην συνηθέστερη προσευχή μας, την επικαλούμαστε με την ικεσία «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς».
Γίνεται λοιπόν εύκολα κατανοητό πως ο χαρακτηρισμός Θεοτόκος προσδιορίζει απολύτως και μοναδικά το πρόσωπο της αειπαρθένου Μαρίας (unicum). Γι’ αυτό και δεν υπάρχει Υπέρ-Θεοτόκος (πρόσωπο πέρα ή πάνω από την Θεοτόκο), όπως δεν υπάρχουν π.χ. οι έννοιες Υπερ-Σωτήρας ή Υπερ-Χριστός. Ο ιδιαίτατος αυτός χαρακτηρισμός δεν επιδέχεται καμία προσαύξηση, καμία αντιπαραβολή, κανέναν υπερθετικό βαθμό. Περαιτέρω -φιλολογικά έστω- παροράματα σε ονοματοδοσίες ναών ή εικόνων, αλλοιώνουν την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας. Η τυχόν εμμονή της άστοχης και ανεπίτρεπτης χρήσης τους, ας νοηθεί μόνο ως ορθογραφικό πείρα(γ)μα, λογικό επακόλουθο άγνοιας ή αφέλειας. Και ας μη θεωρηθεί (άπαγε της βλασφημίας) ασέβεια στην απόδοση των κεκανονισμένων τιμών της θείας λατρείας προς το πάνσεπτο πρόσωπο της Υπεραγίας Κυρίας Θεοτόκου.
Βιβλιογραφία
- Ιωάννης Καρμίρης, Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμ. Α΄ Αθήνα 19602.
- Νικόλαος Κουρεμένος, «Οι απαρχές της χρήσης του τίτλου Θεοτόκος για την Παρθένο», Ανάλεκτα Πεμπτουσίας, τεύχ. 1, Αθήνα 2012, σσ. 3-6.
- Γεώργιος Ν. Μοσχόπουλος, Το Εκκλησιαστικό Αρχείο Κεφαλονιάς, Μητρόπολη-Μονές-Ναοί, Τοπικό Ιστορικό Αρχείο Κεφαλονιάς, Αθήνα 1984.
- Γεώργιος Ν. Μοσχόπουλος, Το Ληξιαρχικό Αρχείο Κεφαλονιάς, Γεννήσεις-Βαπτίσεις-Γάμοι-Θάνατοι, Τοπικό Ιστορικό Αρχείο Κεφαλονιάς, Αθήνα 1988.
- Γεώργιος Ν. Μοσχόπουλος (επιμ.), Κεφαλονιά ένα μεγάλο μουσείο, Εκκλησιαστική τέχνη, τόμος 2, Επαρχία Πάλης,Αργοστόλι 1994.
- Μαρία Π. Παναγιωτοπούλου, «Κατάλογος ναών και μονών της Κεφαλονιάς στο τέλος του 18ου αιώνα», Κεφαλληνιακά Χρονικά, τόμ. 6, Αργοστόλι 1994, σσ. 89-188.
- Βασίλειος Αθ. Τσίγκος, «Η διαμόρφωση του όρου ‘‘Θεοτόκος’’ κατά τη διάρκεια των Οικουμενικών Συνόδων και η χριστολογική και σωτηριολογική σημασία του», Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, τόμ. 7, (2001), σσ. 171-201.
- Ελένη Ψυχογιού, «Ταξιδιωτικά-περιηγητικά στα ίχνη της Ελένης/Αγιαλένης: Παλική Κεφαλονιάς, μέρος Β΄ (Σεπτ. 2012)», http://fiestaperpetua.blogspot.com/2014/07/2012.html (ανάκτηση 17-2-2020).