Μια Ιστορία από το 1967
O αριστοκράτης της διανόησης με καταγωγή από την Κεφαλλονιά που φιλοξενούσε τον Σεφέρη στην Αμμοχωστο
Κοινωνία
09/03/2020 | 21:18
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΛΟΥΙΖΟΣ 1913-1993
Ο Ευάγγελος Λουίζος είναι ο τελευταίος γόνος, ίσως της πιο εύπορης και παλιάς οικογένειας της Αμμοχώστου, με αριστοκρατική καταγωγή από τους Αγγελάτους της Κεφαλληνίας.
Πολλοί τον αποκαλούν ευπατρίδη, μαικήνα, αρχοντάνθρωπο, πάμπλουτο λόγιο, αριστοκράτη, μεγαλοκτηματία, πολυταξιδεμένο κοσμοπολίτη, φίλο των ποιητών, διαβασμένο, καλοζωιστή, ηδυπαθή, γόνο οικογένειας με πλούσια πολιτική, εκπαιδευτική και εθνική δραστηριότητα, και πολλά άλλα. Γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1913. Παππούς του ήταν ο Χατζηβαγγέλης Λοΐζου (1840-1909), (βλέπε πιο πάνω), Δήμαρχος 1879-1882, εισήγαγε τη μανταρινιά το 1870, εκ των ιδρυτών το 1900 και πρώτος διευθυντής του Ταμιευτηρίου Σαλαμίς. Πατέρας του ο Λούης Ε. Λουίζου (1877-1941), (βλέπε πιο πάνω). Όπως έχει αναφερθεί, ο Λούης άλλαξε το επίθετό του από Λοΐζου σε Λουίζου, ενώ αργότερα ο Ευάγγελος το μετέτρεψε σε Λουίζος. Μητέρα του η Κλειώ Δ. Δημητρίου από γνωστή οικογένεια της Λάρνακας, η οποία πέθανε από επιλόχειο πυρετό 40 μέρες μετά τον τοκετό στη Λευκωσία, σε ηλικία γύρω στα 27, και έτσι ο Ευάγγελος δεν γνώρισε μητέρα. Φοίτησε σε Δημοτικό και αποφοίτησε από το ΕΓΑ το 1931(Κύρρης: «Επάγγελμα πατρός: Δικηγόρος, Κτηματίας. Επάγγελμα αποφοίτου: Δικηγόρος, Κτηματίας»). Το 1931, σε ηλικία 18 ετών, ο Ευάγγελος πήγε στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πήρε το πτυχίο νομικής. Συνέχισε τις σπουδές του στο Λονδίνο, όπου ανακηρύχθηκε Barrister-at-Law από τα Inns of Court, αλλά ουδέποτε άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα, παρόλο που διατήρησε το γραφείο του πατέρα του στην περιοχή των Δικαστηρίων. Ο Λουίζος ήταν μεγαλοκτηματίας και επίσης ασχολείτο με την αγελαδοτροφία και την παραγωγή γάλακτος, εξού και είχε την καφετερία Milk Bar. Εφημερίδα του Νοεμβρίου 1936 μας πληροφορεί: «Ο πλήρης μέλλοντος νέος δικηγόρος κ. Ευάγγελος Λ. Λοΐζου και η αβρά Δνις Αλίκη Δ. Σολωμονίδου έδωσαν αμοιβαίαν υπόσχεσιν γάμου». Ο αρραβώνας διήρκεσε 10 χρόνια και τελικά διαλύθηκε. Τον Δεκέμβριο 1962 ο Ευάγγελος παντρεύτηκε στη Βενετία την κατά πολύ νεότερή του Γερμανίδα ζωγράφο Astrid Nehrig, όμως ο γάμος κράτησε μόνο δύο χρόνια. Το 1937 εκπαιδεύτηκε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας, μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη. Σημειωτέον ότι είχε ελληνική υπηκοότητα, την οποία πήρε από τον πατέρα του, γνωστό πολιτικό της Αμμοχώστου (βλέπε ΛΟΥΗΣ ΛΟΥΙΖΟΥ πιο πάνω) που πολέμησε το 1897 στην Κρήτη. Μετά την αποφοίτησή του και την υπηρεσία της στρατιωτικής του θητείας ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, επέστρεψε στην Κύπρο. Το 1940 κατετάγη στον ελληνικό στρατό και πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο ως διοικητής λόχου πολυβόλων. Μετατέθηκε στην Αθήνα ως λοχαγός στο Σύνταγμα Δωδεκανησίων, όμως στάληκε πάλι στο μέτωπο. Μετά την κατάρρευση του μετώπου και τη γερμανική κατοχή, υπηρέτησε ως εθελοντής στον αγγλικό στρατό, στη Μέση Ανατολή και στη Βόρειο Αφρική, και εκτελούσε καθήκοντα συνδέσμου μεταξύ του ελληνικού και του αγγλικού στρατού. Ο Γιώργος Θεοτοκάς την περίοδο αυτήν τον περιγράφει: «Ο Λουίζος είναι Κύπριος, μάλλον κοντός, συντηρεί μουστάκι, μια φορά είχε και γένια. Είναι πλούσιος, ταξιδεμένος και διαβασμένος. Σπούδασε νομικά, αγαπά τη λογοτεχνία και γυρίζει με τον Κατσίμπαλη. Γυρεύει το απόλυτο κι ο Κατσίμπαλης επικροτεί. Όπως πολλοί Έλληνες, συνδυάζει φαντασία και μυθομανία με πολλή ισορροπία και θετικό πνεύμα. Ηδυπαθής, αισθηματικός και συμπαθητικός». (Το «μάλλον κοντός» είναι κάπως υπερβολικό, εφόσον ήταν κανονικού αναστήματος). Ο Θεοτοκάς επίσης καταγράφει τις ερωτικές περιπέτειες του Λουίζου στην Αθήνα. Μετά το τέλος του πολέμου επανήλθε στην Αμμόχωστο. Ο ευπατρίδης, κοσμοπολίτης, μαικήνας Ευάγγελος Λουίζος έγινε γνωστός τόσο στην πόλη του όσο και ανά το παγκύπριο για την εκκεντρικότητα, τις ιδιορρυθμίες, την αριστοκρατική ιδιοσυγκρασία, αλλά και για την αξιόλογη προσφορά του στον πολιτισμό και την ανάπτυξη της Αμμοχώστου. Ο ίδιος φορούσε μεταξωτά πουκάμισα, που λέγεται ότι υφαίνονταν στη βούφα (αργαλειό) από την κόρη Έλληνα ακαδημαϊκού. Χαρακτηριζόταν και από διάφορες δεισιδαιμονίες και παραξενιές. Δεν δεχόταν επισκέψεις στο αρχοντικό του πριν τις 11:00 και κυκλοφορούσε με ρόμπα και σάνταλα στο σπίτι, όπου πάντοτε υπήρχαν οικιακές και άλλοι βοηθοί. Όταν πέθανε ο πατέρας του Λούης το 1941 (στην Καντάρα όπου βρισκόταν λόγω της εκκένωσης), ο Ευάγγελος κατέφθασε (δυστυχώς μετά την ταφή) από την Ελλάδα με καράβι στην Κερύνεια. Έδωσε οδηγίες να μείνουν όλα όπως ακριβώς βρίσκονταν στο δωμάτιο του Λούη κατά τον θάνατό του, με αποτέλεσμα το ρολόι να μείνει ακούρδιστο και ακίνητο για πάντα. Όταν αντιδρούσε αρνητικά σε κάποιο σχόλιο, συνήθιζε να τραβά μια τρίχα από το μουστάκι του και στη συνέχεια έδινε την απάντηση. Υπήρξε μέλος της Ανόρθωσης για πολλές δεκαετίες. Το 1957 ιδρύεται η Εταιρεία Φίλων και Ερευνητών της Αμμοχώστου με πρωτοβουλία των Ανδρέα Πούγιουρου, Γιάννη Αναγνωστοπούλου, Ευάγγελου Λουίζου, Μήτσιου Μαραγκού, Κώστα Κύρρη, Παναγιώτη Κυδωνοπούλου, Γιώργου Φιλίππου-Πιερίδη και άλλων, με σκοπό την προαγωγή της ιστορικής έρευνας και γενικότερα την προβολή του πολιτισμού της Αμμοχώστου. Ο Λουίζος διετέλεσε πρόεδρος του Οργανισμού Αναπτύξεως και Προόδου Πόλεως και Επαρχίας Αμμοχώστου, όπως μας θυμίζει ο Αντώνης Ηλιάκης: «και έμμισθος γραμματεύς ήμουν εγώ, με ηγεμονικό μηνιάτικο δέκα λιρών – σοβαρό ποσό τότε [δεκαετία 1950], αφού πλήρωνα τρεις λίρες μηνιαίως για δικό μου δωμάτιο». Άλλα μέλη της επιτροπής ήταν ο Μήτσος Μαραγκός, ο Μιχαήλ Μοντάνιος, ο Πόπας Κλεόπας, ο Πρόδρομος Παπαβασιλείου, ο Χαρίλαος Παντελίδης, ο Τάκης Γεωργίου κ.ά. Ο Λουίζος συνέδραμε στον εμπλουτισμό της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Αμμοχώστου. Η Βιβλιοθήκη λειτούργησε από τον Αύγουστο 1955, αφού είχε ανατεθεί η οργάνωσή της στον Γιώργο Φιλίππου-Πιερίδη, και το 1974 διέθετε 17.000 τόμους, καθώς και πλούσια συλλογή παλαιών βιβλίων, γκραβούρων, χαρτών και χαλκογραφιών, από δωρεές των Μήτσιου Μαραγκού, Ευάγγελου Λουίζου, Θεόφιλου Μογάπγαπ. Ασχολήθηκε με ιστορικές έρευνες και ίδρυσε το 1966, με προτροπή του Σεφέρη, τον εκδοτικό οίκο Les editions L’ Oiseau (=πουλί. Σε επιστολή του στον Σεφέρη γράφει: «Οι φίλοι μπορούν να ξέρουν ότι το L’ Oiseau stands for Louisos») με αξιόλογες εκδόσεις.
Σημαντική προσωπικότητα της Αμμοχώστου κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, που διετέλεσε και δήμαρχος της πόλης κατά τα πρώτα χρόνια της αγγλικής κατοχής (πέθανε τον Αύγουστο του 1909). Εκτός από δήμαρχος υπηρέτησε για πολλά χρόνια και ως μέλος και πρόεδρος της Σχολικής Εφορείας Αμμοχώστου και συνέβαλε τα μέγιστα στην προώθηση της εκπαιδεύσης στην πόλη του. Όπως είχε γράψει και ο εκδότης εφημερίδων Λουκάς Ζαλουμίδης*:
…Ἐμόρφωσεν ἑλληνοπρεπῶς τά τέκνα μας ὁ φιλόμουσος Εὐαγγέλης Λοΐζου (εφημ. Σαλαμίς, 8/21 Αυγούστου 1909).
Ο Λοΐζου, όντας πράγματι φιλόμουσος, διέθετε μεταξύ άλλων και σημαντική βιβλιοθήκη.
Δήμαρχος Αμμοχώστου διετέλεσε κατά το 1878-80 και αργότερα, εναλλασσόμενος στο αξίωμα αυτό με τον Σ.Μ. Εμφιετζή*.
Τα ενδιαφέροντα του Ευάγγελου Λοΐζου ήσαν ποικίλα. Μεταξύ άλλων, είχε εισαγάγει προς καλλιέργεια στην Αμμόχωστο από την Κωνσταντινούπολη, στα 1870, την καλύτερη ποικιλία μανταρινιών.
. Ο Λουίζος ήταν ένας αληθινός κοσμοπολίτης, που συνδέθηκε στα νιάτα του με την ομάδα Κατσίμπαλη, Καραντώνη, Ελύτη, Αντωνίου κ.ά. Στο σπίτι του στην Αμμόχωστο φιλοξένησε τον Ελύτη και τον Σεφέρη. Ένα μεγάλο μέρος της αγάπης του Σεφέρη για την Κύπρο ανήκει στο “μάστρο”, όπως αποκαλούσε ο Σεφέρης τον Λουίζο. Ασχολήθηκε με κυπρολογικές έρευνες και ίδρυσε το 1966 στην Αμμόχωστο, με προτροπή του Σεφέρη, τον εκδοτικό οίκο “Les editions L’Oiseau”. Έζησε στην Αμμόχωστο μέχρι το 1974.
Ένα απόγευμα στην Έγκωμη με τον Γιώργο Σεφέρη
24/02/2016 Χρίστος Βορκάς Ιστορικά
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΚΛΕΟΠΑΣ.💕🌺 Ένας Κύπριος φοιτητής της Νομικής, βρισκόταν ταχτικά κάτω από το παράθυρο της γιαγιάς Αγλαϊας, μαζί με το συμφοιτητή του Γιώργο Σεφέρη, και της κάνανε καντάδες. Ήταν ο παππούς μου Ευριπίδης Λουκαϊδης, πατέρας της μητέρας μου Ελένης. Η εμπλοκή του Σεφέρη στα του δράματος πρόσωπα, ανταμείφθηκε αργότερα πλουσιοπάροχα. Χάρη στην εύνοια της τύχης, ο νομπελίστας ποιητής φιλοξενήθηκε στην Αμμόχωστο από τον θείο μου Ευάγγελο Λουίζο, έναν αρχοντάνθρωπο του πνεύματος, χαρακτηρισμένο και ως «αριστοκράτη της διανόησης». Στο σπίτι του Λουίζου ο Σεφέρης συνέθεσε την περιώνυμη συλλογή του «Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν», που αργότερα -δυστυχώς- τη μετονόμασε σε «Ημερολόγιο καταστρώματος Γ΄».
Ένα απόγευμα στην Έγκωμη (αφηγείται ο Ευάγγελος Λουίζος):hist_052b
«Από μέρες μου ‘χε πει να πάμε στην Έγκωμη που έκανε ανασκαφές ο Γάλλος καθηγητής Κλωντ Σεφέρ. Εκείνο το απόγευμα λοιπόν, ξεκινήσαμε νωρίς για να πάμε στην Έγκωμη. Μόλις περάσαμε το χωριό κι αρχίσαμε να κατηφορίζουμε το ύψωμα που δεσπόζει στην ανατολική πλευρά του χώρου των ανασκαφών, είδαμε τους ανθρώπους να σκάβουν. Το αυτοκίνητό μας, σταμάτησε κάπου στη μεριά του δρόμου, κι ο Γιώργος (Σεφέρης) τράβηξε κατά τη σκηνή που είχε στήσει ο Σεφέρ. Η Μαρώ κι εγώ, ακολουθούσαμε πολύ πιο πίσω, βραδυπορώντας. Κι όταν ο Γιώργος άρχισε την κουβέντα με τον καθηγητή, εμείς τραβήξαμε προς τους ανθρώπους που σκάβανε και βλέπαμε τα χαλάσματα. Ήταν χωρισμένοι σε δυο συνεργεία. Ένα, από άντρες γεροδεμένους Εγκωμίτες που σκάβανε, κι ένα από γυναίκες της Έγκωμης, που φτυαρίζανε. Για μια στιγμή προσέξαμε ένα ζευγάρι ωραίες γάμπες από πίσω, που φτυαρίζανε σκυμμένες, κι αλληλοκοιταχτήκαμε με την Μαρώ, και χωρίς να μιλήσουμε ή να συνεννοηθούμε, κάναμε ένα μεγάλο γύρο για να την ειδούμε κι από μπροστά. Τη στιγμή που φτάσαμε μπροστά της, αυτή ανασηκώθηκε να πάρει ανάσα από το φτυάρισμα, και είδαμε στο ανασήκωμά της όλη την ομορφιά και το παράστημά της. Στο μεταξύ ο Γιώργος είχε πιάσει ψιλοκουβέντα με τον Σεφέρ και άλλους αρχαιολόγους, κι ερχότανε προς το μέρος μας. Τότε η Μαρώ κι εγώ κατεβήκαμε να τους συναντήσουμε και αφού γίναν οι αναγκαίες συστάσεις, τράβηξα τον Γιώργο με τρόπο, και ξαναπήγαμε μαζί, από εκεί που πρωτοείδα την Εγκωμίτισα από πίσω, χωρίς να πω τίποτα. Όταν φτάσαμε στο σημείο περίπου που είχαμε σταθεί με τη Μαρώ, σταμάτησα ν’ ανάψω τσιγάρο, και είδα τον Γιώργο να προσέχει την Εγκωμίτισα με τις ωραίες γάμπες, που φτυάριζε. Στάθηκε για λίγη ώρα κοιτάζοντας, και μετά ξεκίνησε μονάχος κι έκανε τον ίδιο γύρο που είχαμε κάνει προηγουμένως οι δυό μας με τη Μαρώ, για να την δει από μπροστά. Εγώ είχα μείνει στη θέση μου καπνίζοντας, και παρακολουθούσα το Γιώργο, σκουντουφλώντας τις πέτρες, να κάνει το γύρο του. Όταν έφτασε μπροστά της, η κοπέλα ανασηκώθηκε για να πάρει ανάσα, όπως και προηγουμένως, και τότε είδα τον Γιώργο, πώς την κοίταξε. Στάθηκε κάμπωση ώρα εκεί, συλλογισμένος και κοιτώντας.. Κι ύστερα γύρισε προς τους ανθρώπους, ξανάκανε μια βόλτα ακόμα, στάθηκε, κοίταξε κατά τα βουνά στη Δύση, και γύρισε κοντά μας αμίλητος. Αποχαιρετήσαμε τους αρχαιολόγους και μπήκαμε στο αυτοκίνητο να γυρίσουμε πίσω. Πολλές βδομάδες αργότερα, όταν είχε πια γυρίσει στο πόστο του στη Βηρυτό, κι άρχισε να μου στέλνει δακτυλογραφημένα τα ποιήματα της συλλογής «Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν», τη «Σαλαμίνα της Κύπρος», τις «τρεις μούλες», και άλλα, σ’ ένα γράμμα μου, που του ‘γραψα, πέταξα μια κουβέντα. «Για την Έγκωμη ακόμα τίποτε;» Κι η απάντηση ήρθε με τ’ άλλο ταχυδρομείο. «Η Έγκωμη, είναι μεγάλη υπόθεση!».
Μια Ιστορία από το 1967
Το καλοκαίρι του 1967, ταξιδεύαμε για την Κύπρο με τους γονείς μου, την θεία Κλειώ Χατζηκώστα και τον Ευάγγελο Λουίζο, με το Ε/Γ «Απολλωνία». Έτσι, συνταξιδέψαμε και με τον ποιητή Νίκο Καββαδία ή Κόλια, που εργαζόταν ασυρματιστής σ’ αυτό το πλοίο και ήταν φίλοι με τον θείο Ευάγγελο. Το ίδιο εκείνο καλοκαίρι, στο σπίτι της Αμμοχώστου, «το σπίτι που έγινε φυτό», φιλοξενήθηκε ο Οδυσσέας Ελύτης, όπου αφοσιώθηκε στην επεξεργασία των ποιητικών του συνθέσεων «το Μονόγραμμα», τη «Μαρία Νεφέλη», και «το δέντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά».
Να σημειώσω, ότι ο Ευάγγελος Λουίζος μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη, υπηρέτησαν τη στρατιωτική τους θητεία, στο Παλαιό Φρούριο της Κέρκυρας. Εκεί γνώρισαν και έκαναν παρέα με τον Κερκυραίο λόγιο και δημοσιογράφο Κώστα Δαφνή.
Ο Ευάγγελος Λουίζος ήταν υπερήφανος και ενδιαφερόταν πολύ για την επτανησιακή καταγωγή του. Έτσι οι έρευνές του στη Βενετία και στα αρχεία της Κέρκυρας, έφεραν στο φως την αλληλογραφία του προγόνου του Παναγή Αγγελάτου από την Άσσο της Κεφαλονιάς, πρόξενο της Επτανήσου Πολιτείας στην Κύπρο, με τον Τούρκο Δραγουμάνο, καθώς και με τον Γραμματέα της Επτανήσου Πολιτείας, Κόμη Καποδίστρια.
Ο Ευάγγελος Λουίζος είναι ο ήρωας στο έργο πολλών Ελλήνων λογοτεχνών. Ο Α. Καραντώνης τον αποκαλεί «Κύπριο πατριώτη, συνειδητό Έλληνα. Ο Αριστείδης Κουδουνάρης λέει ότι ο Ευάγγελος Λουϊζος είναι ο ηγέτης της Κύπρου, χωρίς να έχει κανένα αξίωμα για να το κάνει αυτό. Στο ημιτελές μυθιστόρημα του Γ. Σεφέρη Βαρνάβας Καλοστέφανος, πρωταγωνιστής είναι ο Ευάγγελος Λουϊζος. Αναφέρεται επίσης στα Τετράδια Ημερολογίου του Γιώργου Θεοτοκά, ενώ πρωταγωνιστεί και στην Ιερά Οδό του Γ. Θεοτοκά, καθώς ο άνθρωπος με το ταξί που πάει για να καταταγεί στο μέτωπο, δεν είναι άλλος από τον Ευάγγελο Λουϊζο. Στο ποίημα του Γ. Σεφέρη Έγκωμη, είχε άμεση συμμετοχή, όπως άλλωστε γίνεται φανερό από την αλληλογραφία τους. Ανέκδοτα ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη, αφιερωμένα στον Ευάγγελο. Προς τον Ευάγγελον Λουϊζον ευρισκόμενον εν Αμμοχώστω… Για να μην αναφερθώ στο έργο νεότερων συγγραφέων όπως η Νίκη Μαραγκού. Κατά τον Γιώργο Ευστρατιάδη, ο Ευάγγελος Λουϊζος, είναι ο ευγενής ευπατρίδης και ελληνολάτρης, που δεν υπήρξε ούτε ποιητής, ούτε συγγραφέας ούτε καν ερευνητής. Ήταν ο αρχοντάνθρωπος του πνεύματος, ο αριστοκράτης της διανόησης.
Απόσπασμα από την εφημερίδα το Βήμα 💕
Σε εξώφυλλο του βιβλίου φωτογραφία του Σεφέρη με τον Λουίζο, στον Αγιο Ιλαρίωνα παρά την Κερύνεια, 8 Νοεμβρίου 1953, ημέρα Κυριακή, δημιουργεί την εύλογη προσδοκία πως πρόκειται για την αλληλογραφία τους: 120 επιστολές και κάρτες από τις οποίες έχουν δημοσιευτεί μόλις 25 επιστολές και δύο κάρτες, του Λουίζου προς τον Σεφέρη. Κατά μία εκτίμηση, η σημαντικότερη αλληλογραφία της κυπριακής εμπειρίας του ποιητή. Ο Φ. Δημητρακόπουλος όμως αναβάλλει την έκδοση για το 2002. Ωστόσο, σε ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου πρωταγωνιστεί ο κοσμοπολίτης Κύπριος από την Αμμόχωστο Ευάγγελος Λουίζος, ο «αριστοκράτης λόγιος» Μάστρος, κατά την προσφώνηση του Σεφέρη, που τον εμπλέκει και στον ποιητικό κόσμο του, όπως και στο εισέτι αδημοσίευτο μυθιστόρημά του «Βαρνάβας Καλοστέφανος».
Ο Λουίζος είναι ο άνθρωπος που παρακίνησε τον Σεφέρη να επισκεφθεί την Κύπρο και στάθηκε σύντροφος και ξενιστής του και στα τρία ταξίδια του στο νησί. Στα σπαράγματα αλληλογραφίας που δημοσιεύει ο Φ. Δημητρακόπουλος ο Σεφέρης βρίσκεται στο κέντρο της σκηνής, ο προβολέας όμως είναι στραμμένος στους φίλους από τον κύκλο των «Νέων Γραμμάτων». Ενας από αυτούς και ο Λουίζος, συνομήλικος του Αντρέα Καραντώνη, συνδαιτυμόνας σε «κρασοκατανύξεις» με προεξάρχοντα τον Κατσίμπαλη. Οι έξι επιστολές του Λουίζου προς τον Καραντώνη δείχνουν τον φιλικό τους δεσμό αλλά και την εκτίμηση που τρέφει για τον κριτικό Καραντώνη. Πιστεύει ότι αυτός καθιέρωσε και τον Σεφέρη και τον Ελύτη, συμβάλλοντας καθοριστικά και τις δύο φορές στην απονομή του Νομπέλ. Στις 15.11.63 γράφει χαρακτηριστικά: «…Βέβαια τώρα θα βγουν πολλοί κοκόροι αλλά ο προφήτης του ποιητή ένας είναι».
Ο Φ. Δημητρακόπουλος συμπληρώνει την εικόνα του Λουίζου με άγνωστες φωτογραφίες και κείμενα. Κάνει λόγο για το σπίτι του Λουίζου στην Αμμόχωστο «που πάει να γίνει φυτό», για τη μοναδική πολυγραφημένη ποιητική συλλογή του «Ραψωδίες δύο», που φέρει ψευδώνυμο Σολωμός Χατζηστυλλής, προπαντός για τη μοιραία γυναίκα της ζωής του, την ανατολικογερμανίδα ζωγράφο Αστριντ Νέριγκ που αγάπησε την Κύπρο. Φυσιογνωμία σχεδόν μυθιστορηματική και ο Φ. Δημητρακόπουλος δεν τσιγκουνεύεται σε λεπτομέρειες για εκείνο το ειδύλλιο. Αν και σπεύδει να δικαιολογηθεί: «…Παραφιλολογία, θα έλεγε κανείς… Εγώ δεν νιώθω έτσι. Η λογοτεχνική ιστορία δεν γράφεται ερήμην των προσώπων κι άλλωστε δεν τρέφω μεγάλη υπόληψη για τις βαρύγδουπες λογοτεχνικές θεωρίες του εκάστοτε συρμού…». Γι’ αυτό τα βιβλία του, για το Βυζάντιο, τον Παπαδιαμάντη ή τον Σεφέρη, προσφέρονται και για ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, ταυτόχρονα ικανοποιώντας και τις φιλολογικές απαιτήσεις, με ενδελεχείς σημειώσεις για πρόσωπα και συμβάντα.
Αναδιφώντας τους θησαυρούς του Αρχείου Σεφέρη, ο Φ. Δημητρακόπουλος εντοπίζει και παρουσιάζει «ένα άγνωστο ατελές κυπριακό ποίημα», δείχνοντας πόσο προφητικά ήταν τα λόγια του Λουίζου όταν, στις 20.11.57, παρότρυνε τον ποιητή να αφιερώνει περισσότερο χρόνο στην τέχνη του: «…Συλλογίστηκες ποτέ σου πόσο μεγάλο θάναι το παράπονο της γενιάς που θάρθη ύστερα από σένα που θ’ αποζητάει κι άλλους στίχους του Σεφέρη και δε θα βρίσκει άλλους ούτε θάχη την Ελπίδα πως ο Σεφέρης είν’ ακόμα ζωντανός και μπορεί να φκιάξη κι άλλους. Και τότε πεια οι Σεφερισταί (αν ήμασταν στην Αγγλία θα ήταν «The Seferis Society») θ’ αμοληθούν να ψάχνουν στα πατάρια, στους ντενεκέδες, στις κασέλλες και στα ντουλάπια να βρουν χαμένους στίχους του Σεφέρη…».
Στο βιβλίο συγκεντρώνονται σκόρπιες επιστολές του Σεφέρη προς φίλους: τον Νίκο Καββαδία, στις 20.10.54, τον νευρολόγο Αγγελο Κατακουζηνό, στις 3.5.64, τον φιλόλογο Σταύρο Παπασταύρου, στις 10.2.67, και επτά ακόμη επιστολές του από την Κύπρο και τη Βηρυτό, με διαφορετικούς παραλήπτες γραμμένες τη διετία 1953-54 των ταξιδιών του στο νησί. Τα γράμματα δείχνουν τα αισθήματα του Σεφέρη απέναντι στην Κύπρο αλλά και τις εκτιμήσεις του διπλωμάτη Σεφέρη για τους Αγγλους και τον ανθελληνισμό τους. Θέμα στο οποίο αναφέρεται και ο Κ. Τσάτσος στην αυτοβιογραφία του Λογοδοσία μιας ζωής.
Επίσης, έξι επιστολές φίλων προς αυτόν, γραμμένες τους πρώτους μήνες του 1956· του Σπύρου Βασιλείου, του Νάνου Βαλαωρίτη, του Ρόδη Ρούφου, του Νίκου Κρανιδιώτη, του Γιώργου Αποστολίδη και του Γ.Π. Σαββίδη. Οι δύο τελευταίες επιστολές έρχονται να μας θυμίσουν δύο ακόμη σημαντικές και ανέκδοτες αλληλογραφίες. Αυτές οι επιστολές στρέφονται γύρω από το «βιβλιαράκι», όπως αποκαλούσε ο Σεφέρης την ποιητική συλλογή του «…Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν…». Κυρίως σχολιάζουν το μούδιασμα της αθηναϊκής κριτικής, όπως το συνοψίζει με τον χαρακτηριστικό τρόπο του ο Γ.Π. Σαββίδης.
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
10:54