Του Νικόλα Φαραντούρη*
Συνεχίζει να παραλαμβάνει τους δυσθεώρητους λογαριασμούς που καταφθάνουν. Προσπαθεί να κατανοήσει τις επιπτώσεις για το ενεργειακό κόστος σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, με την ειδησεογραφία να βομβαρδίζει καθημερινά με λεπτομέρειες για τις αυξομειώσεις στις ροές αερίου στον αγωγό North Stream I, για τις τεχνικές δυσκολίες συντήρησης, για τον αεριοστρόβιλο που δυσλειτουργεί και τις χρηματιστηριακές τιμές του φυσικού αερίου στον Ολλανδικό Χρηματιστηριακό κόμβο TTF.Ποιόν όμως πραγματικά ενδιαφέρουν όλα τούτα;
Τα πράγματα ίσως γίνονται πιο απλά στη μακροσκοπική τους οπτική:
Οι περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με προεξάρχουσα της Γερμανία επέλεξαν για δεκαετίες να συνάψουν διμερείς ενεργειακές σχέσεις με της Ρωσία.
Ανάλογα με τον όγκο φυσικού αερίου (και συχνά την πολιτική συνάφεια) διαμορφωνόταν συνήθως και η τιμή, με αποτέλεσμα η Γερμανία να απολαμβάνει σχετικά φθηνή ενέργεια για τη βιομηχανία και την οικονομική της ανάπτυξη.
Με το ξέσπασμα του πολέμου, η Ευρωπαϊκή Ένωση επέλεξε να επιβάλλει οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία εξαιρώντας τον τομέα της ενέργειας.
Εξήγγειλε επίσης άμεση αποδέσμευση από το ρωσικό φυσικό αέριο, χωρίς ωστόσο να έχει εξασφαλίσει για τις αγορές της ικανές ποσότητες για την αντικατάσταση 150 δισ. κυβικών φυσικού αερίου.
Εν συνεχεία, Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προειδοποίησε τις ευρωπαϊκές εταιρείες και τα Κράτη Μέλη να μην σπεύσουν να συναινέσουν στον τρόπο πληρωμής του ρωσικού φυσικού αερίου στην Gazprom με τον «μηχανισμό Πούτιν» (πληρωμή σε ευρώ και μετατροπή τους σε ρούβλια εσωτερικά από την Gazprombank), απειλώντας με κυρώσεις όσους συμμετείχαν. Τελικά η συντριπτική πλειονότητα των ενεργειακών εταιρειών συναίνεσε και η ροή αερίου συνεχίστηκε. Η Βουλγαρική Κυβέρνηση Πέτκοφ δεν συναίνεσε, διέκοψε την προμήθεια (προσδοκώντας προμήθειες υγροποιημένου αερίου μέσω Ελλάδος), στη συνέχεια κατέρρευσε και αντικαταστάθηκε από υπηρεσιακή Κυβέρνηση, η οποία σήμερα ξεκινά συζητήσεις για επανέναρξη των παραδόσεων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπάθησε επίσης να επιβάλει εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο, αλλά εν τέλει περιορίστηκε στο εμπάργκο για τη μεταφορά με δεξαμενόπλοια και όχι στο πετρέλαιο μέσω αγωγών, κατόπιν σφοδρής αντίδρασης της Ουγγαρίας, Τσεχίας, Σλοβακίας.
Σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση επεξεργάζεται νέο σχέδιο, το οποίο πιθανόν πυροδοτήσει νέες αντιδράσεις από τη Ρωσία και μείωση της ροής, την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίζεται να επιδιώκει(;), αλλά και δεν είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει…
Ταυτόχρονα η ενίσχυση του δολαρίου έναντι του ευρώ επιβαρύνει ακόμη περισσότερο το κόστος των εισαγόμενων ενεργειακών πόρων σε δολάρια, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να «βλέπει τα τρένα να περνούν» στην άσκηση νομισματικής πολιτικής (επιβαλλόμενη αύξηση επιτοκίων κλπ.).
Αντιφάσεις, αναδιπλώσεις, ολιγωρία, ηγεσίες που χαριεντίζονται γύρω από στρογγυλά τραπέζια σχολιάζοντας τον «γυμνόστηθο καβαλάρη Πούτιν» και τη Ρωσία να εργαλειοποιεί – όπως άλλωστε αναμενόταν – ένα βασικό και ανελαστικό αγαθό: την ενέργεια.
Ερωτήματα απλά: Τί ακριβώς θέλει η Ευρώπη; Να συνεχιστεί η παροχή φυσικού αερίου απ’ τη Ρωσία ή όχι; Αλλά και στα καθ’ ημάς, γιατί η Κυβέρνηση ένα χρόνο τώρα και μέχρι τον Αύγουστο ανέστειλε κάθε πρωτοβουλία αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης, εν όψει δήθεν «ευρωπαϊκής λύσης»;
Όλα αυτά η κοινή γνώμη τα παρακολουθεί σαστισμένη και ολοένα περισσότερο οργισμένη. Και τούτο πυροδοτεί διεργασίες και εξελίξεις. Κι αν ο Πρωθυπουργός κι ένα περιορισμένο κονκλάβιο συμβούλων και συγγενών του αδυνατεί να τις αφουγκραστεί, είμαι σίγουρος ότι αρκετοί άλλοι γύρω του, με λιγότερο αμβλυμμένα πολιτικά και κοινωνικά αντανακλαστικά δικαίως ανησυχούν για τα επερχόμενα.
* Ο Νικόλαος Φαραντούρης είναι Καθηγητής της Ευρωπαϊκής Έδρας Jean Monnet στο Δίκαιο Ενέργειας & Ανταγωνισμού και Διευθυντής Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Ενέργεια στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Διετέλεσε επί 10ετία Μέλος ΔΣ & Νομικός Σύμβουλος στη ΔΕΠΑ και Πρόεδρος της Νομικής Επιτροπής της EUROGAS, της ένωσης εταιρειών φυσικού αερίου στην Ευρώπη.