Γράφει ο Ναπολέων Μαραβέγιας*
Πυκνώνουν οι προβλέψεις διεθνών οργανισμών και διεθνών ινστιτούτων ότι δεν αποκλείεται μετά την πανδημία και τον πληθωρισμό να ακολουθήσει και μεγάλη ύφεση στην παγκόσμια οικονομία και ειδικότερα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, ανάλογη της δεκαετίας του 1970. Τα στοιχεία, όμως, που προοιωνίζονται τη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας είναι αντιφατικά. Ενώ σε βασικούς οικονομικούς δείκτες φαίνεται επιβράδυνση, αντίθετα στο επίπεδο της απασχόλησης παρατηρείται μάλλον το αντίθετο, κυρίως στις ΗΠΑ.
Η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας δεν είναι ακόμη εμφανής, αλλά έρχεται ως συνέπεια της αύξησης του κόστους του χρήματος για να αντιμετωπισθεί ο πληθωρισμός. Πράγματι, όπως είναι γνωστό, όλες σχεδόν οι κεντρικές τράπεζες, με πρώτη την αμερικανική, αυξάνουν τα επιτόκιά τους και συσφίγγουν τη νομισματική πολιτική τους, προκειμένου να σταματήσουν την άνοδο των τιμών, μέσω της μείωσης της ζήτησης για κατανάλωση και επενδύσεις. Στη μείωση της ζήτησης, λόγω της αύξησης του κόστους του χρήματος, προστίθεται και η μείωση λόγω της απώλειας αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, καθώς ο πληθωρισμός συρρικνώνει τα εισοδήματά τους. Ο πληθωρισμός έχει εγκατασταθεί σχεδόν σε όλες τις χώρες μεταξύ 8%-12% και συνεπώς η ζήτηση για κατανάλωση των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων μειώνεται, ενώ η διάθεση για επενδύσεις αναβάλλεται για καλύτερες εποχές, λόγω αμφιβολιών για την κερδοφορία των επενδυόμενων κεφαλαίων.
Ετσι, ο συνδυασμός αυξημένου κόστους του χρήματος και πληθωρισμού προοιωνίζεται, όπως και στη δεκαετία του 1970, συνολική συρρίκνωση της ζήτησης και αύξηση της ανεργίας. Καθώς οι επιχειρήσεις προβλέπουν ότι οι πωλήσεις τους πρόκειται να μειωθούν, θα έπρεπε να προγραμματίζουν απολύσεις. Παραδόξως, όμως, αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει. Αντίθετα, προσλαμβάνουν εργαζομένους και η ανεργία μειώνεται. Για την εξήγηση του φαινομένου θα μπορούσε να υποτεθεί ότι οι επιχειρήσεις αυξάνουν, προσωρινά τουλάχιστον, τα περιθώρια κέρδους, καθώς μπορούν να αυξήσουν σχετικά εύκολα τις τιμές, λόγω έλλειψης ανταγωνισμού στην αγορά, ενώ αντίθετα δεν αυξάνονται οι μισθοί των εργαζομένων σε αυτές ανάλογα με τον πληθωρισμό, όπως είχε συμβεί στη δεκαετία του 1970.
Αυτή η καθήλωση των αμοιβών των μισθωτών μπορεί να αφήνει μεγαλύτερα περιθώρια κερδοφορίας στις επιχειρήσεις και να οδηγεί σε προσλήψεις, συρρικνώνει όμως την καταναλωτική ζήτηση των εργαζομένων συνολικά, κυρίως στις οικονομίες όπου τα εισοδήματα από τους μισθωτούς κυριαρχούν, όπως συμβαίνει στις ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες. Αυτή η εξέλιξη μπορεί πράγματι να οδηγήσει τις οικονομίες τους σε ύφεση και αργότερα σε ανεργία.
Αντίθετα, στις χώρες της περιφέρειας, όπου τα εισοδήματα από μισθωτούς δεν κυριαρχούν (π.χ. στη χώρα μας το 40% των εργαζομένων δεν είναι μισθωτοί), ο πληθωρισμός και η καθήλωση των αμοιβών των εργαζομένων μισθωτών δεν φαίνεται να συρρικνώνουν δραστικά τη συνολική καταναλωτική ζήτηση, εφόσον οι μη μισθωτοί εργαζόμενοι προσαρμόζουν τις αμοιβές τους σύμφωνα με τον πληθωρισμό, δεν μειώνουν τη ζήτησή τους επιτρέποντας στις επιχειρήσεις να παράγουν ή/και να εισάγουν. Ετσι, θα μπορούσε να εξηγηθεί το παράδοξο οι χώρες της περιφέρειας -και συνεπώς η χώρα μας- να κινδυνεύουν λιγότερο από πιθανή ύφεση σε σχέση με τις περισσότερο ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες, παρότι έχουν υψηλότερο πληθωρισμό (εφόσον δεν μειώνεται δραστικά η ζήτηση) και αυξημένο κόστος χρήματος, χωρίς όμως να παραβλέπεται η όξυνση των ανισοτήτων εις βάρος των μισθωτών.
Οι χώρες αυτές της νότιας Ευρώπης ειδικότερα επωφελούνται επιπλέον από δύο δυνατότητες. Κινδυνεύουν λιγότερο από δραστικό περιορισμό παροχής ενέργειας σε σχέση με τις χώρες της βόρειας Ευρώπης, καθώς είναι εύκολη πρόσβαση στα λιμάνια τους πλοίων με υγροποιημένο αέριο, αλλά και έχουν μικρότερες ανάγκες σε ενέργεια, λόγω της χαμηλής εκβιομηχάνισής τους και του ήπιου κλίματος. Ταυτόχρονα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ακολουθεί πολιτική επαναγοράς ή/και αγοράς των ομολόγων των υπερχρεωμένων χωρών της νότιας Ευρώπης, με αποτέλεσμα να περιορίζει την άνοδο των επιτοκίων τους σε λογικά πλαίσια (2%-2,5%).
Συνεπώς, η Ισπανία, η Ιταλία, παρά την πολιτική κρίση, και βέβαια η Ελλάδα, υποβοηθούμενες και από την αύξηση του τουριστικού ρεύματος, φαίνεται να «γλιτώνουν» από μια πιθανή ύφεση. Ειδικά η χώρα μας, καθώς διαθέτει σταθερή κυβέρνηση και συνετή δημοσιονομική πολιτική, είναι πολύ λιγότερο εκτεθειμένη στον κίνδυνο μιας οικονομικής ύφεσης μετά την πανδημία και τον πληθωρισμό, πράγμα που αποτυπώνεται και στις προβλέψεις (4%-5% για το 2022 και 2,5%-3% το 2023).
Προφανώς, η επικείμενη έξοδος της χώρας μας από την ενισχυμένη εποπτεία της Ε.Ε. και η απόκτηση μέσα στο 2023 επενδυτικής βαθμίδας για τα ομόλογά της θα ενισχύσουν την αναπτυξιακή προοπτική της, καθώς οι επενδύσεις αυξάνονται υποβοηθούμενες και από την εισροή πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης (10 δισ. για το 2022 και 2023). Η διάχυση της ανάπτυξης στα χαμηλότερα και μεσαία εισοδηματικά στρώματα των μισθωτών κυρίως, που ζημιώνονται από τον πληθωρισμό, ήδη αποτελεί προτεραιότητα για τη δημοσιονομική πολιτική με ελάφρυνση φορολογίας και εισοδηματικά βοηθήματα, καθώς λόγω της ανάπτυξης αυξάνονται τα δημόσια έσοδα.
*Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός, πρώην αντιπρύτανης