Περίπου την ίδια εποχή πέρυσι, οι εκτιμήσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2022 ήταν εξαιρετικά θετικές, καθώς η σχετική πρόβλεψη για αύξηση του ΑΕΠ βρισκόταν στο 5% περίπου. Υπήρχαν τότε δύο πηγές ανησυχίας: ο πληθωρισμός και ο φόβος επιστροφής της πανδημίας. Όμως, λίγο αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2022, έγινε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ο πόλεμος που διαρκεί μέχρι και σήμερα, άλλαξε τα δεδομένα.
Όπως ξέρουμε, δημιούργησε τεκτονικές αλλαγές στον γεωπολιτικό χάρτη και νέες ισορροπίες στην παγκόσμια οικονομία. Οι πρώτες εκτιμήσεις ήταν εξαιρετικά απαισιόδοξες, καθώς αυτός ο πόλεμος εκτίναξε τις τιμές των ορυκτών καυσίμων στα ύψη και δημιούργησε ελλείψεις σε τρόφιμα, λόγω της σημασίας στην παγκόσμια παραγωγή σιτηρών και ελαιούχων σπόρων και των δύο χωρών, Ουκρανίας και Ρωσίας. Οι ελπίδες που είχαν διατυπωθεί πέρυσι τέτοια εποχή ότι ο πληθωρισμός θα ήταν παροδικός διαψεύστηκαν.
Η έκρηξη των τιμών των καυσίμων προκάλεσε αλυσιδωτές συνέπειες στις τιμές των τροφίμων και πολλών άλλων ειδών, όχι μόνο λόγω της αύξησης του κόστους, αλλά και λόγω της μειωμένης παραγωγής.
Ως συνέπεια των προηγουμένων, οι διεθνείς οργανισμοί προέβλεπαν ότι ο πόλεμος θα στοιχίσει στην παγκόσμια οικονομία μείωση της ανάπτυξης κατά μία εκατοστιαία μονάδα, ενώ στην Ευρώπη και την Ελλάδα η μείωση αυτή υπολογιζόταν σε δύο περίπου εκατοστιαίες μονάδες. Ευτυχώς, οι προβλέψεις αυτές δεν επαληθεύτηκαν, ενώ και ο φόβος ότι η πανδημία θα επανέλθει παρέμεινε μόνο φόβος, λόγω των εμβολίων. Η παγκόσμια οικονομία δεν επλήγη όσο αναμενόταν από τον πόλεμο, ενώ ειδικότερα η ελληνική οικονομία επέδειξε έναν αξιοθαύμαστο δυναμισμό, ιδίως το πρώτο εξάμηνο του 2022. Ο εκτιμώμενος σήμερα ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης κινείται περί το 6%, καθώς τόσο η κατανάλωση όσο και οι επενδύσεις και οι εξαγωγές αυξήθηκαν με εξαιρετικά υψηλούς ρυθμούς.
Η μείωση της ανεργίας (από 17% το 2019 στο 11,6% το 2022), η «καταπιεσμένη» λόγω της πανδημίας κατανάλωση, οι επιδοτήσεις του κράτους για την αντιμετώπιση της παύσης των οικονομικών δραστηριοτήτων τα προηγούμενα χρόνια (περίπου 40 δισ.) συνέβαλαν στην αύξηση της κατανάλωσης, ενώ η φιλοεπενδυτική πολιτική της Κυβέρνησης και η συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης ενθάρρυναν τις επενδύσεις. Η αύξηση του τουριστικού ρεύματος προς τη χώρα μας ήταν πρωτοφανής, με αποτέλεσμα, παρά τη διόγκωση του πληθωρισμού σε επίπεδα άνω του 10%, η πραγματική αύξηση του ΑΕΠ να εκτιμάται το 2022 διπλάσια από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Οι επιδόσεις αυτές δημιούργησαν αυξημένα φορολογικά έσοδα, ώστε να καλυφθούν σε σημαντικό βαθμό οι συνέπειες του πληθωρισμού στα καύσιμα, κυρίως για τα ευάλωτα κοινωνικά στρώματα και να περιορισθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα που είχε δημιουργηθεί, λόγω της πανδημίας στη χώρα μας, αλλά και σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης. Βεβαίως, όπως ήταν αναμενόμενο, η εγχώρια παραγωγή δεν μπόρεσε, δυστυχώς, να ανταποκριθεί στην αυξημένη καταναλωτική και επενδυτική ζήτηση, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών (στο 5% ΑΕΠ περίπου). Ωστόσο, η επενδυτική δραστηριότητα που παρατηρείται στη χώρα μας ελπίζεται ότι θα αυξήσει την εγχώρια παραγωγή και τις εξαγωγές και θα περιορίσει αυτό το έλλειμμα.
Από την άλλη πλευρά η αύξηση του πληθωρισμού και η πραγματική ανάπτυξη της οικονομίας περιορίζουν δραστικά το εξωτερικό χρέος της χώρας (από 196% το 2021 εκτιμάται στο 161% το 2023). Συνεπώς, οι αυξήσεις των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν δημιουργούν σοβαρό πρόβλημα εξυπηρέτησης του χρέους, παρότι οι αποδόσεις στα ελληνικά δεκαετή ομόλογα κινούνται στην περιοχή του 4%, καθώς είναι γνωστό ότι το 75% του συνόλου του έχει σταθερό επιτόκιο,
Με αυτό το θετικό απολογισμό, η ελληνική οικονομία εισέρχεται στο 2023, με τις εκτιμήσεις αύξησης του ΑΕΠ να κινούνται μεταξύ 1% και 1,8%, ενώ η ευρωπαϊκή και η αμερικανική οικονομία εκτιμάται ότι θα βρεθούν σε υφεσιακό κύκλο, με μηδενική σχεδόν αύξηση του ΑΕΠ (0,5%-0%). Ωστόσο, η αυξητική δυναμική, τόσο στην κατανάλωση όσο κυρίως στις επενδύσεις και τις εξαγωγές, που έχει επιδείξει η ελληνική οικονομία επιτρέπει περισσότερο αισιόδοξες προβλέψεις, που μπορεί να εκτιμηθούν στο 2-2,5%. Η επίδοση βέβαια του τρίτου τριμήνου για την ελληνική οικονομία υπολογίστηκε στο 2,8% έναντι αυξήσεων περίπου 7-8% και στο πρώτο και στο δεύτερο τρίμηνο. Ωστόσο, αυτός ο υπολογισμός πιθανώς να επανεκτιμηθεί καθώς φαίνεται να υποτιμά τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας.
Τα δεδομένα στο επίπεδο των επενδύσεων για το 2023 είναι εξαιρετικά θετικά καθώς έχουν εισρεύσει ήδη 7,52 δισ. μόνο από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και αναμένεται να μοχλεύσουν πολύ μεγαλύτερα ποσά. Στις συγκρατημένες εκτιμήσεις αύξησης του ΑΕΠ για το 2023 προφανώς συνεκτιμώνται και οι αναταράξεις που πιθανόν να προκληθούν από τις εκλογικές διαδικασίες και βέβαια οι δυσκολίες των ελληνικών εξαγωγών, όταν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα βρίσκονται σε ύφεση.
Σε κάθε περίπτωση μέσα στο 2023 αναμένεται δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος στον Προϋπολογισμό και αποκλιμάκωση του πληθωρισμού (που άρχισε ήδη καθώς από 12,5% τον Αύγουστο βρίσκεται στο 8,6% τον Νοέμβριο). Η θετική εξέλιξη του πληθωρισμού στην Ελλάδα και στην Ευρωζώνη θα οδηγήσει σε χαμηλότερες αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ και συνεπώς θα περιορίσει τον κίνδυνο αύξησης των «κόκκινων» δανείων, λόγω της αύξησης των επιτοκίων χορηγήσεων των εμπορικών τραπεζών, χωρίς να χρειασθούν ίσως κρατικές επιδοτήσεις προς τους ευάλωτους και συνεπείς δανειολήπτες, παρά μόνο τραπεζικές διευκολύνσεις. Μια γενικότερη εκτίμηση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας για το 2023 που θα μπορούσε να διατυπωθεί είναι «συγκρατημένη αισιοδοξία», υπό την προϋπόθεση ότι μετά τις εκλογές θα συγκροτηθεί μια ισχυρή κυβέρνηση και ότι θα συνεχισθεί η σημερινή επιτυχημένη οικονομική πολιτική.
Ο κ. Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, κάτοχος της Ευρωπαϊκής Εδρας Jean Monnet, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, π. υπουργός, π. αντιπρύτανης.