Ήταν 11 Μαρτίου του 2011 όταν ο Εγκέλαδος χτύπησε με μανία επί έξι ολόκληρα λεπτά και με ισχύ 9,1 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ στ’ ανατολικά της Ιαπωνίας. Το τσουνάμι που ακολούθησε έφτασε τα 40,5 μέτρα ύψος, ενώ σε ορισμένες περιοχές προχώρησε έως και 20 χιλιόμετρα στο εσωτερικό της στεριάς. Την επόμενη μέρα, ξεκίνησε η κόλαση της Φουκοσίμα…
Όλοι ασφαλώς θυμόμαστε το εφιαλτικό αυτό πυρηνικό ατύχημα με τις ανυπολόγιστες επιπτώσεις στο παγκόσμιο οικοσύστημα. Λίγους μήνες μετά, η γερμανική Βουλή αποφάσιζε με 513 ψήφους υπέρ και 79 κατά, το κλείσιμο όλων των πυρηνικών εργοστασίων εντός της γερμανικής επικράτειας έως το 2022. Αυτή η πολιτική απόφαση κόστισε δισεκατομμύρια € στο κράτος, και μηνύσεις απ’ τους ιδιοκτήτες των πυρηνικών εργοστασίων οι οποίοι ζητούσαν αποζημιώσεις που έφταναν τα 19 δισ. €.
Τα γερμανικά δικαστήρια επικύρωσαν μεν, το 2016, την απόφαση που είχε λάβει η κυβέρνηση το 2011, αλλά παράλληλα δικαίωσε τα αιτήματα των εργοστασιαρχών με τις υπέρογκες αποζημιώσεις. Συμπέρασμα : Η Γερμανία πήρε μια σπουδαία και ιστορική πολιτική απόφαση «αξιοποιώντας» το πάθημα της Ιαπωνίας και εστιάζοντας στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Για να το κάνει αυτό πλήρωσε το τίμημα που απαιτήθηκε.
Στην πανδημία απ’ τον κοροναϊό του 2020 που, αλίμονο, βρίσκεται ακόμη εν εξελίξει, η Γερμανία, σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, φαίνεται να διαχειρίζεται καλά την κατάσταση σε σχέση με τ’ άλλα προηγμένα κράτη της ΕΕ. Ακολουθώντας το παράδειγμα της Ταϊβάν και των άλλων ανατολικών κρατών που αμύνθηκαν με επιτυχία απέναντι στην πανδημία, η Γερμανία διεξάγει μαζικά τεστ στον πληθυσμό της προκειμένου να απομονώνει αυτούς που βρίσκονται θετικοί στον ιό` μαζί φυσικά με τον περίγυρό τους. Παρ’ όλα αυτά και δυστυχώς για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, οι πολιτικές αποφάσεις της Γερμανίας στη σημερινή κρίση και σε σχέση με την ΕΕ, δεν έχουν καμία σχέση μ’ αυτές του 2011 αφού επί της ουσίας μεριμνά για τον πληθυσμό της, και ορθώς πράττει, χωρίς όμως να δείχνει το παραμικρό ενδιαφέρον για την ευρωπαϊκή συνοχή και την τύχη των εταίρων της.
Το ΑΕΠ της Γερμανίας μπορεί να είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη, αλλά σε παγκόσμια κλίμακα απέχει πολύ απ’ το να κατατάξει τη Γερμανία μεταξύ των υπερδυνάμεων. Σε αντίθεση με το μεμονωμένο ΑΕΠ της Γερμανίας, το ΑΕΠ του συνόλου των κρατών της ΕΕ μπορεί να αναδείξει μία παγκόσμια υπερδύναμη. Γι’ αυτό η Γερμανία χρειάζεται και θέλει την ΕΕ! Τη θέλει ως «όχημα» προκειμένου να έχει ρόλο παγκόσμιας υπερδύναμης, αλλά παράλληλα θέλει μόνη να ποδηγετεί αυτό το «όχημα», και μόνο να επωφελείται απ’ αυτό. Ιδού λοιπόν ένα σχήμα οξύμωρο που μάλλον είναι υπεύθυνο για πολλά απ’ τα δεινά της πατρίδας μας και, ίσως, καθοριστικό για το μέλλον αυτού που λέμε «ευρωπαϊκή οικογένεια»…
Δεν είναι όμως μόνο το σημερινό πρόβλημα της πανδημίας που δίνει «τροφή» στους ευρωσκεπτικιστές. «Τροφή» η οποία ενδέχεται να έχει ακραίες συνέπειες στα προσεχή εκλογικά αποτελέσματα των κρατών της Ευρώπης… Είναι και το προσφυγικό για το οποίο ποτέ δε μοιραστήκαμε τα φορτία με τους εταίρους μας. Αντιθέτως, αναλάβαμε μόνοι μας ένα δυσανάλογο φορτίο και μάλιστα εν μέσω μνημονίων. Στη συνεχή και απροκάλυπτη τουρκική παραβατικότητα με τις επιθετικές ενέργειες και τις στρατιωτικές «συμφωνίες» που καταπατούν κάθε έννοια διεθνούς δικαίου, η ΕΕ περιορίζεται σε ευχολόγια και ουσιαστικά μας αφήνει χωρίς πολιτική κάλυψη κάνοντας παράλληλα παζάρια με το «Σουλτάνο». Όσο για την κρίση χρέους που βιώσαμε την τελευταία δεκαετία, τα λόγια είναι περιττά και δεν μπορούν να αποτυπώσουν με σαφήνεια την εθνική ταπείνωση και τον εθνικό διασυρμό που βιώσαμε…
Ας είμαστε όμως και ρεαλιστές. Όταν το 2015 ο Τσίπρας «χτυπούσε πόρτες» αναζητώντας απ’ άλλες δυνάμεις βοήθεια, τις βρήκε όλες κλειστές. Δεν υπάρχουν άλλοι δρόμοι επί της παρούσης και, βεβαίως, δεν είμαστε Μεγάλη Βρετανία… Αυτό που υπάρχει όμως, και που σήμερα με την πανδημία αναδεικνύεται περισσότερο από ποτέ, είναι η ανάγκη σύναψης συμμαχιών εντός της ΕΕ, και η δημιουργία ενός κοινού μετώπου που να ζητάει απ’ την ηγεσία της ΕΕ το αυτονόητο : αλληλεγγύη και αλληλοβοήθεια προκειμένου να μείνουμε όλοι όρθιοι για το καλό όλων!
Η Ιταλία που μετράει απώλειες πολεμικής αναμέτρησης, πρωτοστατεί σ’ αυτήν την κατεύθυνση και έχει στο πλευρό της Ισπανία και Γαλλία που επίσης δοκιμάζονται σκληρά. Η Ελλάδα γιατί είναι απούσα απ’ αυτό το μέτωπο; Μήπως επειδή έχει λιγότερα θύματα; Μα είναι προφανές σε όλους, ότι ακόμη κι αν περιορίσουμε τις απώλειες όσο γίνεται περισσότερο, η παρατεταμένη άμυνα της καραντίνας μας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στις συμπληγάδες πέτρες μιας νέας και πιο μεγάλης οικονομικής κρίσης! Μήπως η Ελλάδα απέχει λόγω του ότι η κυβέρνηση της ΝΔ ανήκει στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό κόμμα όπως και η καγκελάριος Μέρκελ; Μα είδαμε την περασμένη δεκαετία ότι δεν έχουμε απολύτως τίποτα να περιμένουμε απ’ τη Γερμανία. Μήπως η Ελλάδα απέχει λόγω του ότι αισθάνεται ασφάλεια με το μαξιλαράκι ρευστότητας των 37 δισ. € που άφησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ; Μα απ’ ό,τι όλα δείχνουν, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν προτίθεται να το χρησιμοποιήσει για την άμεση αντιμετώπιση της νέας κρίσης που βιώνουμε, ενώ αντιθέτως δημοσιογραφικές πηγές αναφέρουν ότι το κρατάει ενέχυρο υπέρ των τραπεζών…
Με βάση τα παραπάνω σχηματίζεται ένα ερώτημα : μπορεί η πανδημία να γίνει η αφορμή για ν’ αλλάξουμε προς το καλύτερο όπως έγινε, mutatis mutandis, με τη Γερμανία το 2011; Σε πρώτη ανάγνωση, την πιο απαισιόδοξη, αυτό που συμβαίνει είναι η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και λίγο πολύ – για να το πούμε λαϊκά – ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Σε μια δεύτερη εκδοχή, την αισιόδοξη για την οποία πρέπει όλοι να παλέψουμε, η ανάγκη της αλληλεγγύης και της συστράτευσης απέναντι στον κοινό κίνδυνο, θα υπαγορεύσει στα κράτη τις πολιτικές αποφάσεις που οφείλουν να λάβουν για την προάσπιση των λαών τους, και την προφύλαξη της ειρήνης από ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις διάλυσης και αποσταθεροποίησης.
Το τίμημα θα είναι υψηλό. Μας το δείχνει ξεκάθαρα το παράδειγμα της Γερμανίας με την απόφασή της να εγκαταλείψει την πυρηνική ενέργεια. Αν δεν παρθούν όμως άμεσα γενναίες πολιτικές (και όχι τεχνοκρατικές) αποφάσεις, το πολιτικό, οικονομικό και ανθρωπιστικό κόστος που θα προκύψει θα είναι ανάλογο της περίπτωσης Φουκοσίμα…
Αργοστόλι, 14/04/20
Γιάννης Βαρούχας