Ένας πορτοκαλί καρπός με γλυκόξινη έως πικρόξινη γεύση αποτελεί το σήμα κατατεθέν της Κέρκυρας επί σχεδόν δυο αιώνες.
Ο δημοσιογράφος της ΕΡΤ Γιάννης Ανδριώτης, λάτρης της γευσιγνωσίας και της διερευνητικής δημοσιογραφίας περιδιαβαίνει στα κτήματα, όπου κυριαρχούν οι μυρωδιές του ξεχωριστού εσπεριδοειδούς.
Αν και παγκοσμίως το κουμ-κουάτ φύεται σε πολλές χώρες, στην Ελλάδα το μοναδικό μέρος όπου παράγεται είναι η βόρειος Κέρκυρα. Οι εδαφολογικές, κλιματολογικές συνθήκες και το νερό του κάμπου των Νυμφών ευνόησαν καθοριστικά την ανάπτυξη και την καρποφορία του.
Η παρουσία των βρετανών στο νησί δεν καθιέρωσε την κατανάλωση τσαγιού, αλλά την καλλιέργεια του κουμ-κουάτ. Η εισαγωγή του φρούτου έγινε το 1860 από την Ασία, όπου η βρετανική παρουσία ήταν έντονη. Στα κινέζικα σημαίνει χρυσό φρούτο και μοιάζει λίγο με πορτοκάλι, κίτρο και μανταρίνι, αλλά όχι ακριβώς.
Ο Μάριος Κούστας, παραγωγός, σημειώνει ότι η τιμή παραμένει καθηλωμένη για πάνω από δέκα χρόνια στα 1,20 με 1,30 ευρώ το κιλό. Αυτό δύσκολα καλύπτει τις δαπάνες ενός κτήματος.
Το δένδρο σε πλήρη ανάπτυξη φτάνει στα 4 μέτρα, και όπως λέει ο κ. Κούστας στο συγκεκριμένο κτήμα των δυο στρεμμάτων η παραγωγή εκτιμάται γύρω στους 2,5 τόνους.
Το πρόβλημα είναι πως το κόστος παραγωγής αυξάνεται, εξ αιτίας του εξόδων ενέργειας και του πάγιου εργατικού δυναμικού που είναι αναγκαίο, αφού η συλλογή γίνεται χειρονακτικά.
Η συγκομιδή γίνεται μεταξύ Ιανουαρίου- Φεβρουαρίου, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και η ζήτηση είναι μεγαλύτερη από την παραγωγή.
Είτε ως λικέρ είτε ως διακόσμηση σε γλυκίσματα, μαντολάτα με καβουρδισμένα αμύγδαλα, το κουμ-κουάτ είναι κάτι που θα πάρει μαζί του ο επισκέπτης επιστρέφοντας από το ταξίδι του στην Κέρκυρα.
Πηγή: ERT