Του Ναπολέοντος Λιναρδάτου
Η ελληνική πολιτική και δημοσιογραφική τάξη έμεινε άναυδη από τα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών. Το κυρίως μέρος του σοκ και του δέους αφορούσε τον φόβο για το τι θα γίνει με την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη προς την Ελλάδα. Και εδώ, όταν λέμε αλληλεγγύη, εννοούμε το χρήμα που έρχεται στην Ελλάδα για να συντηρήσει την πολιτική τάξη και τα παρασιτικά συμφέροντα που τη στηρίζουν. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτή η αλληλεγγύη είναι ο κυρίαρχος, αν όχι ο μόνος εθνικός, στόχος, χάριν του οποίου θυσιάζεται η Ελλάδα.
Το δεύτερο μέρος του σοκ και του δέους προερχόταν από το γεγονός ότι η γερμανική οικονομία τα «πηγαίνει περίφημα». Στη μαρξιστική κοινωνιολογία που έχει επικρατήσει μεταπολιτευτικά στην Ελλάδα, το μόνο που πρέπει να ενδιαφέρει το πόπολο είναι το τι έχει λαμβάνειν. Οτιδήποτε άλλο, στην καλύτερη των περιπτώσεων, είναι ένα όπιο που αποπροσανατολίζει από το τι έχει λαμβάνειν. Οι Ευρωπαίοι υπήκοοι δεν έχουν κανένα δικαίωμα να ασχολούνται με θέματα που είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των Αρχών, και συγκεκριμένα της γραφειοκρατικής πρωτοπορίας που στεγάζεται στις Βρυξέλλες.
Το γερμανικό πόπολο έκανε το λάθος να εκφράσει την ανασφάλειά του για πράγματα όπως η εθνική ταυτότητα, η πολιτισμική συνέχεια και συνοχή. Όπως μας ενημέρωσαν τα ΜΜΕ και όπως επιβεβαίωσαν τα στελέχη της πολιτικής τάξης, αυτοί οι φόβοι είναι εντελώς ανεδαφικοί. Στις καλύτερες των περιπτώσεων, αυτοί οι φόβοι μαρτυρούν παντελή άγνοια, γενικώς βέβαια απλά μαρτυρούν ξενοφοβία και ρατσισμό.
Οι Γερμανοί έκαναν το λάθος να μην πειθαρχήσουν. Όλοι θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν είναι πραγματικά Γερμανοί, όταν κάνουν ένα τέτοιο λάθος. Εξυπακούεται, όμως, ότι, όπως και όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι, επιβάλλεται να επιλέγουν μεταξύ των ενδεδειγμένων και προ-εγκεκριμένων πολιτικών επιλογών.
Για το πολιτικό κατεστημένο, οι γερμανικές εκλογές της προηγούμενης Κυριακής κατέδειξαν για πολλοστή φορά τις «αδυναμίες» της πολιτικής, όταν αυτή διεξάγεται σε εθνικό επίπεδο. Γι’ αυτό, βέβαια, εκείνο που «αποδεικνύεται» και από τις γερμανικές εκλογές είναι η «ανάγκη για περισσότερη Ευρώπη».
Μακριά από τους υπηκόους, οι πεφωτισμένες ελίτ έχουν τη δυνατότητα να αποφασίζουν ελεύθερα, χωρίς περιττές και αβέβαιες διαδικασίες, όπως οι εκλογικές αναμετρήσεις, για το ποια Ευρώπη θέλουν. Και όταν το πόπολο και οι εκπρόσωποί του αντιδρούν, όπως συνέβη πρόσφατα στην Πολωνία και την Ουγγαρία, τότε τα αρμόδια όργανα της «κοινότητας» αναλαμβάνουν να εκπαιδεύσουν τους ιθαγενείς στο ενδεδειγμένο και προ-εγκεκριμένο φάσμα πολιτικών επιλογών. Με το δόγμα «της περισσότερης Ευρώπης» οι πεφωτισμένες ελίτ δεν θέλουν να καταργήσουν τις εθνικές εκλογές, απλά να τις κάνουν εντελώς εθιμοτυπικές. Οι επόμενοι μήνες θα ξοδευτούν έτσι ώστε οι εκλογές της προηγούμενης Κυριακής να ήταν σαν να μην έγιναν ποτέ.