
Ζούμε σε μια εποχή όπου η αξία μας μοιάζει να μετριέται με αριθμούς: followers, likes, views, comments. Ένα χαμόγελο στο Instagram, ένα καλογραμμένο post στο Facebook, ένα story με σωστό φωτισμό μπορεί να μας προσφέρει την ψευδαίσθηση πως “ανήκουμε”, πως είμαστε αποδεκτοί. Όμως τι γίνεται όταν το φως της οθόνης σβήσει; Ποιον εαυτό αντικρίζουμε όταν δεν υπάρχει πια κοινό να μας χειροκροτήσει;
Η ανάγκη για αποδοχή είναι φυσική, βαθιά ανθρώπινη. Από τα πρώτα μας χρόνια μαθαίνουμε να επιζητούμε την αγάπη και την επιβεβαίωση των άλλων. Όμως ο κόσμος των social media δεν προσφέρει πραγματική αποδοχή. Μας προτείνει ένα υποκατάστατο — εύκολο, άμεσο, αλλά συχνά κενό. Ένα “μου αρέσει” δεν λέει τίποτα για το ποιοι είμαστε, μόνο για το τι δείξαμε. Κι όμως, αρχίζουμε να ζούμε για να δείχνουμε.
Σιγά-σιγά, το προφίλ μας γίνεται πιο σημαντικό από την προσωπικότητά μας. Το βλέμμα μας κατευθύνεται περισσότερο στο πώς φαινόμαστε στους άλλους, παρά στο πώς αισθανόμαστε μέσα μας. Δημιουργούμε μια διαδικτυακή περσόνα που πολλές φορές δεν έχει καμία σχέση με το εσωτερικό μας τοπίο. Και όσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από τον αυθεντικό μας εαυτό, τόσο περισσότερο αισθανόμαστε ότι πρέπει να “φτιαχτούμε” για να γίνουμε αρεστοί.
Ο κόσμος των social media είναι ένας φανταστικός κόσμος. Όχι με την έννοια του υπέροχου, αλλά με την έννοια του μη-πραγματικού. Είναι ένας χώρος επιμελημένης εικόνας, επιλεκτικής έκθεσης, φίλτρων – όχι μόνο στις φωτογραφίες αλλά και στα συναισθήματα. Δεν δείχνουμε θλίψη, απόρριψη, αβεβαιότητα. Δείχνουμε “δυνατοί”, “ευτυχισμένοι”, “γεμάτοι ζωή”, ακόμα κι όταν μέσα μας καταρρέουμε.
Το πρόβλημα δεν είναι η χρήση των μέσων, αλλά η σχέση που αναπτύσσουμε με αυτά. Όταν το social γίνεται το μέτρο της αξίας μας, τότε η αυτοεκτίμηση μας βρίσκεται σε κίνδυνο. Και όσο περισσότερο κυνηγάμε την εξωτερική αποδοχή, τόσο πιο μακριά φεύγουμε από την εσωτερική μας αλήθεια.
Το άγχος να “ανεβάσουμε” κάτι που θα πάει καλά, η απογοήτευση όταν δεν έχει απήχηση, η σύγκριση με ζωές που φαίνονται τέλειες… Όλα αυτά δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο σύγκρισης, ανασφάλειας και εξάρτησης. Γινόμαστε εθισμένοι στην επιβεβαίωση, αλλά ποτέ δεν χορταίνουμε.
Και κάπου εκεί ξεχνάμε να είμαστε απλώς άνθρωποι. Ξεχνάμε πώς είναι να έχουμε ελαττώματα, να περνάμε δυσκολίες, να μην αρέσουμε σε όλους. Ξεχνάμε πώς είναι να υπάρχουμε χωρίς να προσπαθούμε διαρκώς να “πουλήσουμε” μια βελτιωμένη έκδοση του εαυτού μας. Ζούμε κυνηγώντας τα μάτια των άλλων, και χάνουμε τη δυνατότητα να κοιτάξουμε βαθιά μέσα μας.
Αξίζει, λοιπόν, να αναρωτηθούμε: Ποιον εαυτό χτίζουμε στα social; Πόσο απέχει αυτός από την αλήθεια μας; Και μήπως τελικά, αντί να κυνηγάμε τα likes, χρειαζόμαστε περισσότερο να κυνηγήσουμε την εσωτερική μας σύνδεση;
Χρειάζεται να περάσουμε μέσα από τις σκιές μας για να φτάσουμε στην αυθεντικότητα. Να δούμε τα κομμάτια μας που δεν φαίνονται όμορφα ή “instagramικά”, να τα αγκαλιάσουμε, να τα κατανοήσουμε. Αυτή η πορεία δεν είναι εύκολη. Αλλά είναι αληθινή. Και η αλήθεια, αργά ή γρήγορα, μας απελευθερώνει.
Η αποδοχή που έχει αξία δεν είναι η δημόσια, αλλά η βαθιά, προσωπική. Το “μου αρέσω” έχει μεγαλύτερη δύναμη από οποιοδήποτε “μου αρέσεις”. Η γνήσια επαφή με τον εαυτό μας και τους άλλους γεννιέται όταν σταματάμε να “προβάλλουμε” και αρχίζουμε να “είμαστε”.
Ίσως ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να ζούμε για να μας αποδεχτούν… και να αρχίσουμε να ζούμε για να μας νιώσουμε.
Ίσως τελικά το πιο γενναίο “post” που μπορούμε να κάνουμε, να μην είναι εκείνο που ανεβάζουμε δημόσια, αλλά εκείνο που κοιτάμε σιωπηλά μέσα μας. Η αυθεντικότητα δεν χρειάζεται φίλτρα. Η αληθινή σύνδεση δεν χρειάζεται κοινό.
Όσο κι αν μας δελεάζει ο φανταχτερός κόσμος της αποδοχής των πολλών, η ελευθερία έρχεται όταν μάθουμε να αποδεχόμαστε τον εαυτό μας, με τις ατέλειες, τις ανασφάλειες και την ομορφιά της αλήθειας μας. Κι εκεί, σε εκείνη τη βαθιά σιωπή, ξεκινά η πραγματική σχέση – όχι με το κοινό, αλλά με την ψυχή μας.
Μην κυνηγάς τα likes. Αναζήτησε το βλέμμα σου στον καθρέφτη που λέει: “Εδώ είμαι. Και μου αρκεί.”
* O Κωνσταντίνος Ηλιουδάκης είναι Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας