Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
Το κείμενο είναι μέρος από συνέντευξη με τον Χαράλαμπο Αντζουλάτο, και δημοσιεύεται λόγω της φυγής του για τον άλλο κόσμο. 23-9-2024
Η γενιά μας δυστυχώς είναι ακατάγραφη στο πλαίσιο της τοπικής ιστορίας και λαογραφίας. Πόσα και ποσά χάνονται, άλλα σημαντικά κι άλλα ασήμαντα, άλλα γεγονότα και συμβάντα «περνούν και διαβαίνουν» απαρατήρητα κι άλλα αφήνουν κάποιο δυνατό χνάρι στη μνήμη κάποιων εμπλεκομένων με αυτά…
Αφήνω όλα τα παραπάνω, για να σταθώ στο κρεοπωλείο των αδελφών Αντζουλάτου, του Χαράλαμπου και του Κωνσταντίνου, και να τιμήσω τη φιλία και απεριόριστη εκτίμηση που είχαν με τον πατέρα μου, Σωτήρη Φωτίου Γαλανό, αλλά και να αναφέρω την πορεία του Κρεοπωλείου τους, που για πολλά χρόνια τροφοδότησε την αγορά της Κεφαλονιάς, με καθαρό ντόπιο και όχι μόνο, υλικό κρέατος.
Πριν το πόλεμο του 1940, ήρθε στο Ληξούρι ο Γεώργιος Αντζουλάτος (1897-1971) από τα Διβαράτα της Πυλάρου, όπου και άνοιξε κρεοπωλείο στο προσεισμικό Ληξούρι. Είχε πάντοτε κρέας, αφού εμπορευόταν αυτό από την περιοχή του, λόγω που η Πύλαρος, ήταν και είναι κυρίως κτηνοτροφικό μέρος. Ο βασικός λόγος όμως ήταν η γυναίκα του, η Παρασκευή Πυλαρινού, όπου και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο Ληξούρι.
Απέκτησαν 7 τέκνα, με 3ον στη σειρά τον Χαράλαμπο και 5ον τον Κωνσταντίνο. Τα παιδιά της οικογένειας βοηθούσαν στο κρεοπωλείο, συνέχισαν όμως την οικογενειακή επιχείρηση πιο επαγγελματικά, ο Μπάμπης και ο Κώστας. Μετά το σεισμός του 1953, στις μέρες που άρχισαν να φτιάχνονται και να τοποθετούνται παράγκες, μία από αυτές κοντά στην πλατεία, ήταν και το κρεοπωλείο των Αφών Αντζουλάτου.
Η ζωή μετά το σεισμό, άρχισε να εξελίσσεται πιο δυναμικά και το εμπόριο «άνοιξε τα φτερά του» προς πώληση και αγορά υλικού, σε μεγαλύτερο βαθμό από τα προσεισμικά χρόνια κι εκτός νησιού. Έτσι, βλέποντας πως το κρεοπωλείο τους αποκτά ένα σεβαστό όνομα, αλλά και μια καλή συνεργασία, με αυτό, των αδελφών Καμηλαίων,( για τη μάζωξη του γάλατος), ανοίχτηκαν οι αδελφοί: Χαράλαμπος και Κωνσταντίνος Αντζουλάτοι, στις εμπορικές τους συναλλαγές τόσο στην Αθήνα, όσο και σ’ άλλα μέρη του ελλαδικού χώρου.
Στην πορεία του χρόνου, αναζήτησαν χώρο κοντά στην πλατεία Ληξουρίου για να φτιάξουν ένα «εμπορικό κέντρο κρέατος». Η ευκαιρία τούς δόθηκε, όταν δια μέσου του Νικόλα του Μουρελάτου,
(του Κομμωτή) διαπραγματεύτηκαν ένα οικόπεδο δίπλα στο Δημαρχείο Ληξουρίου, όπου και άνοιξαν το περιβόητο κατάστημά τους. Η Μαρία, σύζυγός του Κωνσταντίνου , φρόντισε για τη μελέτη και κατασκευή του κτηρίου, που στέγασε όλη αυτή την οικογενειακή επιχείρηση, «το Κρεοπωλείο του Ανζουλάτου».
Άνθρωποι που εργάστηκαν κοντά τους, πρωτίστως ήταν ο Παναγής (Πόντζος) Μαρούλης στα σφαγεία ( αυτά ήταν στο κάτω μέρος του κοιμητηρίου Ληξουρίου) και ο βοηθός τους Χρίστος Λυκούδης- Τσαλίκος.
Το κρεοπωλείο των Αφων Αντζουλάτου άφησε μια εποχή στο Ληξούρι, γιατί ήταν προσεγμένη «η κοψιά με το μαχαίρι» κι ικανοποιούσε άψογα τους πελάτες. Πέρα τούτο όμως η ποικιλία κρεάτων, που δεν την είχαν τόσο τα υπόλοιπα κρεοπωλεία της πόλης, ήταν ο λόγος που μπορούσε να έχει αυξημένη πελατεία.
Κάθε Κυριακή πρωί, ο Μπάμπης ο Αντζουλάτος έφευγε με το αυτοκίνητο με σφαγμένα αρνοκάτσικα και πήγαινε στην Αθήνα, στην αγορά του Ρέντη και τροφοδοτούσε τους εκεί κρεοπώλες. Πολλές φορές πήγαινε πρώτα στο Ναύπλιο, όπου είχε δικούς του γνωστούς πελάτες κρεοπώλες ( κυρίως, έναν από τη Σάμη γνωστό του) και εμπορευόταν τα κρέατα. Όμως στην Αθήνα, στην αγορά του Ρέντη, αφού ξεπουλούσε την κεφαλονίτικη παραγωγή κρέατος, αγόραζε κι αυτός κρέατα βοδινά, όπου δεν τα έβρισκες εύκολα τότε στο νησί.
Παράλληλα με το εμπόριο του κρέατος, εμπορεύονταν και τα τομάρια, όπου δυο φορές το χρόνο τα αγόραζαν οι «ειδικοί» για να κάνουν εργοστασιακές δουλειές, τόσο για να φτιάχνουν γάντια, όσο και δέρματα κατάλληλα για παπούτσια και σόλες. Βέβαια, πουλούσαν και τις πυτιές, οι οποίες τις έπαιρναν οι επιτήδειοι έμποροι, γιατί, τις θεωρούσαν, ως καθαρό προϊόν, αποφεύγοντας έτσι τους χημικούς τρόπους τυροκομίας.
Ο Μπάμπης Αντζουλάτος, αναμείχτηκε στα κοινά του Ληξουρίου, βάζοντας υποψηφιότητα με τον Συνδυασμό του Δημάρχου, Παναγή Τρομπέτα, στα 1974. Επίσης, μαζί με κάποια από τα αδέλφια του, συμμετείχαν στις καρναβαλικές διασκεδαστικές εκδηλώσεις του τόπου μας, τότε που το καρναβάλι βασιζόταν περισσότερο στο αυθόρμητο κέφι των παλιών κωμικών πρωταγωνιστών του Ληξουρίου.
Όπως είναι φυσικό, γενιά έρχεται και γενιά φεύγει, αυτό που μένει είναι οι καλές αναμνήσεις, οι πράξεις, οι καλές σχέσεις μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας, το καλό όνομα που συνοδεύει πέρα από τον τάφο και η αξιόλογη ωφέλιμη κοινωνική και προσωπική δραστηριότητα. Τα παραπάνω βοηθούν να «σημαδευτεί» κάτι στην ιστορία ενός τόπου και σ’ αυτούς που μελετούν τη ζωή. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η δραστηριότητα των – Αδελφών Αντζουλάτου – Μπάμπη και Κώστα.