Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος
Ο Πιέρ Ωγκύστ Ρενουάρ / Pierre Auguste Renoir γεννήθηκε στην πόλη Λιμόζ της Γαλλίας το 1841. Ήταν γιος του ράφτη Λεονάρ Ρενουάρ και της εργάτριας Μαργκερίτ. Η οικογένειά του μετακόμισε στο Παρίσι, όπου φοίτησε στα επτά του χρόνια σε καθολικό σχολείο. Εκεί παρακολουθούσε βραδινά μαθήματα στη Σχολή Σχεδίου και Διακόσμησης. Καθώς έδειχνε αξιοσημείωτο ταλέντο στο σχέδιο, ο Ρενουάρ πήγε μαθητευόμενος σε ένα εργοστάσιο πορσελάνης, όπου ζωγράφιζε πιάτα.
Σε όλα αυτά τα πρώτα χρόνια πραγματοποιούσε συχνές επισκέψεις στο Λούβρο, όπου μελέτησε την τέχνη των πρώτων μεγάλων Γάλλων δασκάλων, ιδιαίτερα εκείνων του 18ου αιώνα, ιδιαίτερα των Αντουάν Βαττώ, Φρανσουά Μπουσέ και Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ. Ο βαθύς σεβασμός του για αυτούς τους σπουδαίους καλλιτέχνες επηρέασε τη ζωγραφική του σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του και διακρίνεται εμφανώς στις ανάλαφρες πινελιές του. Έδωσε εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών και το 1862 γράφτηκε στο ατελιέ των Ερλ Σινιόλ και Μαρκ-Σαρλ-Γκαμπριέλ Γκλαίρ. Εκεί γνώρισε τους Κλοντ Μονέ, Φρεντερίκ Μπαζίλ και Άλφρεντ Σίσλεϋ. Την ίδια περίοδο, εξασφάλισε άδεια για να αντιγράφει έργα άλλων καλλιτεχνών στο Μουσείο του Λούβρου. Δύο χρόνια αργότερα, ο Ρενουάρ ξεκίνησε να εκθέτει έργα του, ωστόσο για αρκετά χρόνια δεν γνώρισε κάποια αναγνώριση. Μέχρι τον Γαλλο-Πρωσικό πόλεμο του 1870, περιφερόταν με ένα σακίδιο στον ώμο και διαβίωνε πολύ φτωχικά. Έχοντας πρότυπο του τα έργα του κορυφαίου ρεαλιστή Γουστάβ Κουρμπέ άρχισε να μεταβαίνει σε όλο και πιο ανάλαφρες και φωτεινές συνθέσεις. Το 1867 ένας πίνακάς του με τον τίτλο «Λιζ» έγινε δεκτός στο Σαλόν του Παρισιού. Την περίοδο αυτή θεωρείται πως ο Ρενουάρ επηρεάστηκε σημαντικά από τον Κλωντ Μονέ, πλησιάζοντας ολοένα και περισσότερο προς τον ιμπρεσιονισμό. Σύμφωνα με αρκετούς ιστορικούς τέχνης το διάστημα 1870 – 1883 αποτελεί την ιμπρεσιονιστική περίοδο του Ρενουάρ. Η επιρροή του από τον Μονέ είναι εμφανέσταστη στα έργα του αυτής της περιόδου, τόσο για την επιλογή μιας κοινής θεματογραφίας με σκηνές στο Σηκουάνα, όσο και με την απόδοση της πρόσπτωσης του φωτός σε μορφές και τοπία με την χαρακτηριστική τεχνική των παράλληλων στιγμογραφικών επιχρώσεων.
Κατά τον πόλεμο του 1870 υπηρέτησε στη Φρουρά της Ταρμά, στο Σώμα Πυροβολικού, όμως την επόμενη χρονιά αρρώστησε κι αποστρατεύτηκε, επιστρέφοντας έτσι στο Παρίσι. Η πολιορκία του Παρισιού τον ξέκοψε από φίλους του καλλιτέχνες, καθώς ο Μονέ και ο Μετρ αναζήτησαν καταφύγιο στην Αγγλία, ενώ ο Μπαζίλ αποβίωσε.
Το 1874 συμμετείχε στην εμβληματική πρώτη έκθεση της ομάδας των ιμπρεσιονιστών. Στη συνέχεια από μία δημοπρασία έργων του έλαβε σεβαστό ποσό και έτσι πλέον εγκαταστάθηκε στη Μονμάρτρη. Το 1876 γνώρισε τον διάσημο συγγραφέα και κριτικό Εμίλ Ζολά, που ήταν υπέρμαχος του Εντουάρ Μανέ και των ιμπρεσιονιστών, που τον προώθησε ποικιλότροπα με επιτυχία. Στην δεκαετία του 1880 όμως, ο Ρενουάρ σταδιακά διαχωρίστηκε από τους υπόλοιπους ιμπρεσιονιστές. Έστησε το ατελιέ του στη Μονμάρτρη και γνωρίστηκε με την Αλίν Σαριγκό, η οποία πόζαρε σε συνθέσεις του, την οποία και νυμφεύτηκε. Το 1881 ταξίδεψε στην Αλγερία και κατόπιν στην Ισπανία και την Ιταλία, όπου ήρθε σε επαφή με την τέχνη της Αναγέννησης, την αρχαία ζωγραφική της Πομπηίας και ιδιαίτερα με το έργο του Ραφαήλ από το οποίο επηρεάστηκε βαθιά. Η ουσιαστική επιρροή από αυτή την επαφή του διακρίνεται στα υπέροχα γυναικεία σώματα και πρόσωπα που ζωγραφίζει με ρωμαλέα πλαστικότητα, άνεση και φυσικότητα. Ιδιαίτερα οι πολλές συνθέσεις του με γυμνές λουόμενες, παρά την φορμαλιστική τάση διακοσμητικότητας και τις πόζες τους, εντυπωσιάζουν με την τρυφερή και ζωντανή απόδοση τους.
Το 1884, μαθαίνοντας πως η σύζυγος του Αλίν περιμένει το παιδί τους, επέστρεψε για να μείνει κοντά της και την επόμενη χρονιά γεννήθηκε ο γιος τους Πιέρ. Το 1892 όμως άρχισε να αναπτύσσει παραμορφωτική αρθρίτιδα, νόσο που τον βασάνισε μέχρι τον θάνατό του. Αντιμετώπισε πρόβλημα παραμορφώσεων στα χέρια ενώ σε πιο προχωρημένο στάδιο ένας ώμος του καθηλώθηκε. Παρά τις σωματικές του δυσχέρειες, δεν εγκατέλειψε τη ζωγραφική προσπαθώντας επίμονα και επίπονα, έστω με διαφοροποιήσεις στην τεχνική του. Το 1893 απέκτησε έναν ακόμα γιο, τον Ζαν, ο οποίος έγινε ο καταξιωμένος σκηνοθέτης κλασικών ταινιών, με ιμπρεσσιονιστική χροιά και διαχρονική αξία. Το 1901 απέκτησαν και τον τρίτο γιο, τον Κλοντ, ο οποίος έγινε καλλιτέχνης κεραμικών. Το 1907 μετακόμισε με την οικογένειά του στην πιο θερμή περιοχή Cagnes-sur-Mer. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι δυο γιοι του κατετάγησαν στον στρατό και τραυματίστηκαν. Η Αλίν επισκέφτηκε τους γιούς τους, αλλά εξαντλημένη από τις κακουχίες κατά την επιστροφή της πέθανε το 1915.
Το 1919, ο Ρενουάρ επισκέφτηκε το Λούβρο, όπου είδε δικούς του πίνακες να εκτίθενται μαζί με τα διάσημα κλασικά έργα. Σήμερα τα περισσότερα έργα του στη Γαλλία βρίσκονται στο Μουσείο Ορσέ. Απεβίωσε με την ικανοποίηση της μεγάλης του καταξίωσης την ίδια χρονιά.
Ο Ρενουάρ ο πλέον ελκυστικός ίσως από τους ιμπρεσιονιστές, αν και δεν παρέμεινε απόλυτα στο πνεύμα τους, έφερε μια δυναμική ανάσα κάλλους και αισιοδοξίας σύμφωνη με τα πρότυπα και τα ιδεώδη της «ωραίας» εποχής του με τις απεικονίσεις προσώπων και χώρων της κοινωνικής ζωής, που συντέλεσαν στην ανάπτυξη των υποστηρικτών της νέας τεχνοτροπίας. Η αγάπη του για την μοντέρνα ζωή του Παρισιού και η απεικόνιση της ευθυμίας συγκεντρώσεων σε χορευτικά κέντρα, όπως το πασίγνωστο Μουλέν ντε λα Γκαλέτ, αλλά και σε κήπους της πόλης έγιναν εμβλήματα μιας πανηγυρικής ατμόσφαιρας με υλικά του τα χρώματα και το ιριδίζον φως. Παράλληλα οι εκθαμβωτικής ομορφιάς συνθέσεις του με λουλούδια σε βάζα είναι αισθητικές πηγές αρμονικής δροσιάς και χάρης.
Ακόμη και στα έργα των τελευταίων του χρόνων διατήρησε την πυκνότητα της ώριμης συγκίνησης που προσφέρει η ζωή και η φύση.
Κώστας Ευαγγελάτος
Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της τέχνης.
(Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στη στήλη Art and Business της εφημ. ΑΞΙΑ.)