Ούτε άτρωτοι ούτε ακίνδυνοι είναι οι νέοι που προσβάλλονται από τον κορωνοϊό. Αντιθέτως ακόμα και αν είναι ασυμπτωματικοί, μπορούν να τον μεταδώσουν σε άλλους. Γι’ αυτό όσοι διαγιγνώσκονται, είτε εμφανίζουν είτε δεν εμφανίζουν συμπτώματα, πρέπει να τίθενται σε καραντίνα. Αυτά είναι τα συμπεράσματα νοτιοκορεατικής μελέτης, σύμφωνα με την οποία το ιικό φορτίο στους ασυμπτωματικούς μειώνεται με βραδύτερο ρυθμό από ό,τι στους συμπτωματικούς. Τουλάχιστον ο ένας στους τρεις από όσους προσβάλλονται από τον ιό δεν έχει συμπτώματα. Παραμένει φαινομενικά υγιής, μολύνοντας, ωστόσο, το περιβάλλον του.
Οι ερευνητές της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Σουντζουνγιάνγκ της Σεούλ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στην επιθεώρηση JAMA Internal Medicine, ανέλυσαν στοιχεία για 303 ασθενείς με μέση ηλικία 25 ετών (22 έως 36) και επιβεβαιωμένη λοίμωξη από τον κορωνοϊό. Το 36%, δηλαδή πάνω από ένας στους τρεις, δεν είχε συμπτώματα τη στιγμή της διάγνωσης. Το ένα πέμπτο των ασυμπτωματικών ασθενών (19%) εμφάνισε τελικά συμπτώματα στη διάρκεια της απομόνωσής του. Η μελέτη κάνει σαφή διάκριση ανάμεσα στους προσυμπτωματικούς (που τελικά θα αναπτύξουν συμπτώματα αλλά με καθυστέρηση) και στους πραγματικούς ασυμπτωματικούς (που ποτέ δεν θα εμφανίσουν συμπτώματα), οι οποίοι ήταν περίπου 30% στη νοτιοκορεατική μελέτη. Το ιικό φορτίο (η ποσότητα του ιού στο σώμα), με βάση δείγματα που ελήφθησαν από το κατώτερο αναπνευστικό σύστημα, διαπιστώθηκε ότι μειωνόταν πιο αργά στους ασυμπτωματικούς, μερικοί από τους οποίους συνέχιζαν να μεταδίδουν τον κορωνοϊό, ακόμη και 30 ημέρες μετά την αρχική διάγνωση. Είναι βέβαιο ότι κάποια κρούσματα συνεχίζουν να έχουν τον κορωνοϊό στον οργανισμό τους για μερικές (ή και πολλές) ημέρες πέρα από το χρονικό διάστημα των 14 ημερών, που έχει υιοθετηθεί διεθνώς για την απομόνωσή τους.
«Η μελέτη δείχνει ότι οι ασυμπτωματικοί δεν διαφέρουν σε τίποτε από τους ασθενείς με συμπτώματα, όσον αφορά το ιικό φορτίο που μεταφέρουν. Συνεπώς, δεν υπάρχει κανένας πραγματικός λόγος για να πιστεύει κανείς ότι θα μεταδίδουν διαφορετικά τον ιό», ανέφερε η ιολόγος Μάρτα Γκάγκλια του Πανεπιστημίου Ταφτς της Μασαχουσέτης.
Πηγή: kathimerini.gr