Η κλιματική αλλαγή είναι εδώ και κάθε χρόνο χτυπάει όλο και πιο δυνατά το καμπανάκι του κινδύνου την ώρα που οι προβλέψεις των επιστημόνων είναι αποκαρδιωτικές.
Τα στοιχεία για τους καύσωνες, τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες είναι πλέον τόσο συντριπτικά που δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας σχετικά με την κλιματική αλλαγή.
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι οι πυρκαγιές στην Ελλάδα, όπως και οι φωτιές σε Ισπανία, Γαλλία και Πορτογαλία έχουν ως κοινό παρονομαστή που δεν είναι άλλος από την κλιματική αλλαγή. Υψηλότερες θερμοκρασίες, ισχυρότεροι άνεμοι, πολύ μειωμένη υγρασία στο έδαφος που πέφτει κάτω από το 10% και παρατεταμένη ξηρασία, είναι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής που αναμένεται μάλιστα να επιδεινωθούν τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με τους επιστήμονες.
Η θερμοκρασία στην Ευρώπη θα συνεχίσει να ανεβαίνει με ρυθμό που θα ξεπερνά τον αντίστοιχο της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας, ενώ στην Ελλάδα τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν διπλασιασμό έως και τριπλασιασμό των λεγόμενων θερμών ημερών, αναφέρει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο φυσικός-μετεωρολόγος, ερευνητής στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, στο Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης, Θοδωρής Γιάνναρος.
Δυσοίωνες είναι και οι προβλέψεις που κάνει και ο καθηγητής Ντομινίκ Μορβάν στο πανεπιστήμιο της Εξ Μαρσέιγ σχετικά με τις πυρκαγιές στο μέλλον. Ο ειδικός στον τομέα της πυρασφάλειας επισημαίνει ότι πρέπει να εφαρμοστούν διάφορες τεχνικές για την προστασία από τις πυρκαγιές και ότι τα εναέρια μέσα δεν αποτελούν πανάκεια.
Τι δείχνουν τα στοιχεία για την αύξηση της θερμοκρασίας
«Τα δεδομένα που έχουμε σήμερα στη διάθεση μας είναι συντριπτικά και δεν αφήνουν κανένα απολύτως περιθώριο αμφισβήτησης της κλιματικής αλλαγής. Η μέση θερμοκρασία της Ευρώπης καταγράφει κατακόρυφη αύξηση εδώ και τουλάχιστον 40 χρόνια, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Υπηρεσίας Κλιματικής Αλλαγής Copernicus (Copernicus Climate Change Service) της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα τελευταία 5 χρόνια ειδικότερα, η μέση θερμοκρασία της ευρωπαϊκής ηπείρου ήταν κατά σχεδόν 2 C υψηλότερη από την αντίστοιχη τιμή κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η αύξηση αυτή μάλιστα στη θερμοκρασία είναι περίπου 1 C μεγαλύτερη από την αντίστοιχη αύξηση που καταγράφει η μέση θερμοκρασία του πλανήτη μας, υποδεικνύοντας ότι η Ευρώπη θερμαίνεται ταχύτερα από κάθε άλλη ήπειρο κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Η παρατηρούμενη αυτή θέρμανση συνδέεται άμεσα με την πιο συχνή εμφάνιση θερμών επεισοδίων ή/και κυμάτων καύσωνα, τα οποία χαρακτηρίζονται επίσης από μεγαλύτερη ένταση και διάρκεια. Περισσότερο ανησυχητικό όμως είναι το γεγονός ότι, με βάση και την τελευταία έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (Intergovernmental Panel on Climate Change – IPCC), η θερμοκρασία στην Ευρώπη θα συνεχίσει να ανεβαίνει με ρυθμό που θα ξεπερνά τον αντίστοιχο της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας, ενώ οι ακραίες θερμοκρασίες θα εμφανίζονται ολοένα και πιο συχνά και με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση, ακόμη και σε βορειότερα γεωγραφικά πλάτη της ηπείρου» εξηγεί ο Θοδωρής Γιάνναρος και προσθέτει:
«Σε ό,τι αφορά στη χώρα μας, τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν διπλασιασμό έως και τριπλασιασμό των λεγόμενων θερμών ημερών (ημέρες κατά τις οποίες η μέγιστη θερμοκρασία ξεπερνά τους 37 C) κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 ετών (1991-2020), σε σύγκριση με τις περιόδους 1901-1930, 1931-1960 και 1961-1990. Επιπρόσθετα, καταγράφεται κατακόρυφη αύξηση στη συχνότητα των επεισοδίων καύσωνα, τα οποία εμφανίζονται έως και 4 φορές πιο συχνά κατά τα τελευταία 30 χρόνια (1991-2020), και πάλι σε σύγκριση με τις περιόδους 1901-1930, 1931-1960 και 1961-1990. Αναφορικά με τις κλιματικές προβολές για το μέλλον, η διαθέσιμη επιστημονική βιβλιογραφία για την Ελλάδα συμφωνεί ότι έως το 2100 θα υπάρξει περαιτέρω αύξηση στη συχνότητα, την ένταση και τη διάρκεια των θερμών επεισοδίων ή/και κυμάτων καύσωνα»
Αισθητή μείωση των βροχοπτώσεων
Όπως εξηγεί ο κ. Γιάνναρος, πέρα από τον θερμότερο καιρό, η κλιματική αλλαγή μας φέρνει αντιμέτωπους και με λιγότερη βροχόπτωση ή με πιο συχνά και μεγαλύτερα σε διάρκεια διαστήματα ξηρασίας. Παρότι τα στοιχεία για την μεταβολή του μέσου ετήσιου ύψους βροχόπτωσης, είτε στην Ελλάδα είτε στην Ευρώπη, δεν είναι το ίδιο συντριπτικά όπως τα στοιχεία για την μέση θερμοκρασία, παραμένουν ιδιαιτέρως ανησυχητικά. Ειδικότερα, αν και δεν καταγράφεται κάποια σαφή τάση σε ό,τι αφορά το συνολικό ύψος της βροχής, καταγράφεται σημαντική αύξηση της συχνότητας και της διάρκειας περιόδων με καθόλου ή πολύ λίγη βροχή.
Με άλλα λόγια, μπορεί να παραμένει σχεδόν σταθερό το ετήσιο ποσό βροχής που δεχόμαστε, αλλά αυτό πλέον πέφτει μαζεμένο σε λίγα επεισόδια βροχόπτωσης με πιθανώς ακραίες εντάσεις. Τις υπόλοιπες ημέρες, οι συνθήκες ξηρασίας (ανομβρία) λειτουργούν ως επιβαρυντικός παράγοντας για την πιθανότητα εκδήλωσης δασικών πυρκαγιών, καθώς καθιστούν ευκολότερη την ανάφλεξη των διαθέσιμων δασικών καυσίμων και στη συνέχεια τη διατήρηση και μετάδοση της φωτιάς. Επιπρόσθετα, η εκδήλωση ακραίων και βίαιων επεισοδίων βροχόπτωσης, συνοδευόμενων συχνά από θυελλώδεις ανέμους, μπορεί να συνεισφέρει και στην αύξηση της διαθεσιμότητας νεκρής δασικής καύσιμης ύλης (π.χ, σπασμένα κλαδιά, πεσμένοι κορμοί δέντρων).
Στο έλεος του καύσωνα η Ευρώπη
Το ακραίο κύμα καύσωνα που επηρέασε τη βορειοδυτική Ευρώπη στις αρχές της εβδομάδας, οδηγώντας σε θερμοκρασίες (>40 C) που δεν έχουν καταγραφεί ποτέ ξανά στο Ηνωμένο Βασίλειο, και οι μεγάλες, καταστροφικές δασικές πυρκαγιές που πλήττουν τη δυτική Μεσόγειο (Ιβηρική, Γαλλία) δεν αποτελούν κάποια σύμπτωση, αλλά συνδέονται και τα δύο ως γεγονότα με την κλιματική αλλαγή, υποστηρίζει ο κ. Γιάνναρος, ξεκαθαρίζοντας ταυτόχρονα ότι: «Η κλιματική αλλαγή δεν ευθύνεται άμεσα για τις πυρκαγιές. Δεν είναι η κλιματική αλλαγή που βάζει φωτιά, αλλά ο άνθρωπος (αμέλεια, εμπρησμός) ή η φύση (κεραυνοί). Ωστόσο, η κλιματική αλλαγή δημιουργεί το απαραίτητο πυρομετεωρολογικό υπόβαθρο (hot + dry + windy) ώστε εάν εκδηλωθεί φωτιά, αυτή να λάβει ευκολότερα διαστάσεις και να καταστεί δυνητικά καταστροφική. Αυτό συμβαίνει διότι η κλιματική αλλαγή μας οδηγεί, και ήδη το βλέπουμε, σε πιο συχνά και πιο έντονα θερμά και ξηρά επεισόδια, τα οποία προδιαθέτουν την διαθέσιμη δασική καύσιμη ύλη ώστε αυτή να αναφλέγεται ευκολότερα και στη συνέχεια να διατηρεί και να μεταδίδει τη φωτιά. Παράλληλα, η κλιματική αλλαγή οδηγεί σε περισσότερο θερμές και ξηρές νύχτες, περιορίζοντας σημαντικά το παραδοσιακό νυχτερινό “παράθυρο” ελέγχου της φωτιάς – ένα “παράθυρο” που υπάρχει τη νύχτα, όταν η θερμοκρασία πέφτει και η υγρασία ανεβαίνει, στοιχεία που καθιστούν δυσκολότερη την ανάφλεξη, διατήρηση και μετάδοση της φωτιάς».
Ο Θοδωρής Γιάνναρος υποστηρίζει ακόμα ότι η ανθρωπότητα απέτυχε στη διαχείριση του προβλήματος και γι΄αυτό βρισκόμαστε ήδη αντιμέτωποι με τις επιπτώσεις. «Για αυτό πλέον μιλάμε για κλιματική κρίση. Η κλιματική αλλαγή δεν είναι κάτι που πρόκειται να συμβεί κάποια στιγμή στο μέλλον. Συμβαίνει ήδη. Συμβαίνει τώρα. Ο άνθρωπος θα συνεχίσει να βιώνει τις επιπτώσεις της, και εάν δε λάβουμε δραστικά μέτρα προσαρμογής και μετριασμού, η ένταση των επιπτώσεων θα είναι μεγαλύτερη», καταλήγει.
«Τα εναέρια μέσα έχουν όριο αποτελεσματικότητας»
Την εκτίμηση του ότι το 2022 θα είναι μια πολύ κακή χρονιά από την άποψη των πυρκαγιών λόγω της έλλειψης βροχών το χειμώνα και την άνοιξη, εκφράζει ο καθηγητής Ντομινίκ Μορβάν, που θεωρείται ειδικός στις πυρκαγιές στη Γαλλία.
«Η βλάστηση είναι πολύ ξηρή παντού και οι επαναλήψεις πολλών κυμάτων καύσωνα, συμβάλλουν επίσης στην αύξηση του επιπέδου κινδύνου. Από πληροφορίες που συλλέχθηκαν από πυροσβέστες, παρατηρήθηκαν πιο έντονες πυρκαγιές στην Ευρώπη, πολύ συχνά πάνω από την ικανότητα κατάσβεσης των εναέριων μέσων, γεγονός που εξηγεί τις επιπτώσεις σε κτίρια και πληθυσμούς μερικές φορές. Αποτελεί κοινό τόπο στην κοινότητα πυρασφάλειας ότι πρέπει να γίνουν περισσότερες ενέργειες για την πρόληψη αυτών των πυρκαγιών με τη μείωση του καύσιμου φορτίου (χρησιμοποιώντας, για παράδειγμα, ηθελημένες καύσεις ή άλλες τεχνικές για τη μείωση του καύσιμου φορτίου ) ή με τη δημιουργία λωρίδων γης όπου αλλάζει η βλάστηση από τον ένα τύπο στον άλλο για λόγους πυρόσβεσης, προκειμένου να περιοριστεί η φωτιά ή με την ανάπτυξη γεωργικών δραστηριοτήτων στις περιοχές που απειλούνται άμεσα από τον κίνδυνο πυρκαγιάς», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής του τμήματος Μηχανικής του Πανεπιστημίου Εξ Μαρσέιγ.
«Η πρόκληση δεν είναι μόνο να αγοράσουμε περισσότερα βομβαρδιστικά ή ελικόπτερα (αυτά τα πρόσθετα μέσα θα μπορούσαν να είναι διαθέσιμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο), αλλά να γίνουν περισσότερα πράγματα μακροπρόθεσμα για την πρόληψη των πυρκαγιών μέσα από την διατήρηση των δραστηριοτήτων που συμβάλλουν στη μείωση του καύσιμου φορτίου, αποφεύγοντας επίσης την κατασκευή σπιτιών μέσα σε δάση. Συνοπτικά, η καταπολέμηση των πυρκαγιών είναι κυρίως πρόβλημα διαχείρισης του τοπίου. Δεν θεωρώ ότι οι πυρκαγιές που παρατηρούνται στην Ευρώπη σήμερα μπορούν να θεωρηθούν ως Mega πυρκαγιές, σε σύγκριση με ό,τι παρατηρείται στην Αυστραλία, τον Καναδά, την Αλάσκα, τη Ρωσία και την Καλιφόρνια. Ακόμα κι αν αυτές οι πυρκαγιές στην Ευρώπη μπορούν να θεωρηθούν πολύ μεγάλες ή εκτός ελέγχου (επειδή ακόμη και τα εναέρια μέσα έχουν όριο αποτελεσματικότητας), η ένταση τους είναι τουλάχιστον δύο ή τρεις φορές μικρότερη από τις πολύ μεγάλες πυρκαγιές που παρατηρούνται για παράδειγμα στην Αυστραλία», καταλήγει ο κ. Μορβάν.