Είμαστε σε σώμα ενήλικα. Μεγαλώσαμε, ίσως σπουδάσαμε, εργαζόμαστε και γίναμε και οι ίδιοι γονείς. Είμαστε όμως ενήλικες με ένα βαθιά κρυμμένο παιδί μέσα μας. Ένα παιδί που πολλές φορές φωνάζει πως θέλει πίσω την ανεμελιά του. Θέλει και πάλι να παίξει, να δοκιμάσει τις δυνάμεις του, να τρέξει, να πέσει, ακόμα και να χτυπήσει. Υπάρχουν όμως και εκείνα τα εσωτερικά παιδιά που κραυγάζουν σιωπηλά, που η φωνή τους δεν αναγνωρίζεται, που μένουν στην γωνίτσα τους και αποζητούν σιωπηλά λίγη προσοχή. Προσοχή που πιθανόν ποτέ δεν έλαβαν. Αλλά πώς να τους δώσουμε σημασία τώρα, όταν η καθημερινότητα μας είναι τόσο απαιτητική; Πώς να μην παραμελήσουμε τις καθημερινές μας υποχρεώσεις και κυρίως πώς να ανταποκριθούμε επαρκώς στον γονεϊκό ρόλο αν δε φερθούμε ως ενήλικες, αφήνοντας κατά μέρος οτιδήποτε σχετίζεται με τη δική μας παιδικότητα;
Σε αυτή την περίπτωση φαίνεται πως για να πάμε μπροστά πρέπει να πάμε πίσω. Για να ανταποκριθούμε στον γονεϊκό μας ρόλο, για να αγκαλιάσουμε με ενσυναίσθηση και σεβασμό τις ανάγκες των παιδιών μας, θα πρέπει να αγκαλιάσουμε και να αποδεχθούμε πρώτα εμάς. Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος “μα τι είναι επιτέλους αυτό το εσωτερικό παιδί; εγώ πλέον μεγάλωσα, δεν είμαι παιδί”. Το εσωτερικό μας παιδί δεν είναι παρά οι εμπειρίες μας, αρνητικές και θετικές, τα βιώματα μας που πονηρά και παιχνιδιάρικα βρίσκουν τρόπο να εμφανίζονται στο παρόν και δίνουν μία ευχάριστη νότα. Ή μήπως όχι; Η αλήθεια είναι πως η μελωδία της νότας αυτής δεν είναι πάντα ευχάριστη, ενώ συχνά αντηχεί “φάλτσα” στη ρουτίνα μας. Όταν τα βιώματά μας είναι αρνητικά, τραυματικά και κυρίως ανεπεξέργαστα, όσο και να καταπιέζεται αυτό το ανυπάκουο και άτακτο εσωτερικό παιδί, θα βρει τρόπο να δραπετεύσει και να μας δείξει την παρουσία του. Και τι μπορούμε λοιπόν να κάνουμε με αυτό το εσωτερικό παιδί; Θα πάψει ποτέ να φωνάζει για λύτρωση; Όχι, δεν θα πάψει παρά μόνο όταν του δώσουμε την προσοχή που αποζητά, όπως εξάλλου όλα τα παιδιά. Όταν θα γίνουμε εμείς οι ίδιοι οι γονείς του, θα το αγκαλιάσουμε, θα το περιθάλψουμε και θα το αφήσουμε να μεγαλώσει συγχωρώντας τον εαυτό μας και δείχνοντας κατανόηση για τα λάθη του.
Αν αυτό το παιδί δεν μεγαλώσει, τότε είναι πιθανόν στην εδώ και τώρα ενήλικη ζωή μας να μην αφήσουμε και τα δικά μας παιδιά να μεγαλώσουν, δίχως μάλιστα να έχουμε επίγνωση τι ποιούμε. Αν λοιπόν δεν καταφέρουμε να σχετιστούμε με το εσωτερικό μας παιδί, η παρουσία του θα είναι εμφανής σχεδόν σε όλες τις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Θα είναι εκεί να μας φωνάζει στην καθημερινότητα μας, στις φιλικές μας σχέσεις, στις ερωτικές, στις συζυγικές, και θα αφήσει τα σημάδια του στα παιδιά μας δίνοντας χώρο στο διαγενεακό τραύμα. Θα επιτρέψει, δηλαδή, τη συνέχιση τραυματικών, μη επεξεργασμένων αρνητικών εμπειριών που κρύβονται καλά, ή έτσι νομίζουμε, σε μία εσωτερική μας γωνιά. Το κατακάθι και τα απομεινάρια των αρνητικών μας εμπειριών θα δηλητηριάζει σιγά σιγά τον γονεϊκό μας ρόλο και τότε η γονεϊκότητα ενέχει τον κίνδυνο να αδυνατεί να είναι συνειδητή, μεταθέτοντας όνειρα και ανεκπλήρωτες προσδοκίες στα παιδιά. Έτσι, ως γονείς μπορεί να αποζητούμε τα παιδιά μας να καταφέρουν ότι δεν καταφέραμε εμείς, ξεχνώντας τη γνωστή ρήση του Χαλίλ Γκιμπράν πως τα παιδιά “δημιουργούνται διαμέσου εσού, αλλά όχι από εσένα και αν και βρίσκονται μαζί σου δε σου ανήκουν”.
Έτσι, η σχέση γονέα-παιδιού συχνά χαρακτηρίζεται ως “τοξική” με πιθανές βαθιά ριζωμένες γονεϊκές ναρκισσιστικές τάσεις, που δεν προσδοκά τίποτε άλλο παρά το καθρέφτισμα των δικών τους προσδοκιών στην επόμενη δική τους γενιά, επιβεβαιώνοντας την θεωρία για το “εγωιστικό γονίδιο”. Οι τοξικοί γονείς δυσκολεύονται να δημιουργήσουν μία σχέση εμπιστοσύνης με τα παιδιά τους, ενώ συχνά παρεμποδίζουν την συναισθηματική τους ενηλικίωση. Συχνά, είναι επικριτικοί προς τα παιδιά, για τις πράξεις τους και τις αποφάσεις τους, παρεμποδίζοντας τη λήψη πρωτοβουλιών αλλά και τη μάθηση μέσω του λάθους. Έτσι, το παιδί μεγαλώνει εσωτερικεύοντας την εικόνα αυτή, καθώς υιοθετεί τα λόγια του γονέα. Μία απλή ματιά στην συμπεριφορά του γονιού, ωστόσο, είναι πολύ πιθανόν να αναδείξει παρόμοιες εμπειρίες που βίωσε ο ίδιος ως παιδί από τον δικό του γονιό. Έτσι, το εσωτερικό παιδί βρίσκει και πάλι τρόπο να δραπετεύσει και να δηλητηριάσει το παρόν.
Ωστόσο, ένας καλός παρατηρητής μπορεί να βρει και την απάντηση που ζητά το καταπιεσμένο αυτό εσωτερικό παιδί. Και η απάντηση αυτή έρχεται μέσω της φωνής των παιδιών μας που αντιδρούν στην συμπεριφορά μας, που προσπαθούν να διεκδικήσουν το δίκιο τους και να προβούν σε αυτοφροντίδα. Δυστυχώς, η φωνή του γονιού ίσως αποδειχθεί πιο “δυνατή” και το παιδί σωπάσει, και έτσι το τραύμα συνεχίζει το “δρομολόγιο” του από γενιά σε γενιά. Μπορεί το παιδί να μην εισακούστηκε, όμως μας έδωσε την απάντηση μέσω της αντίδρασης, της διεκδίκησης του δίκαιου και της ανάγκης του να αυτοπροστατευθεί. Εδώ, αυτό που χρειάζεται είναι ένα “καλό αυτί”, παρατηρητικότητα, διάθεση για αναγνώριση και αλλαγή της συμπεριφοράς μας, όμως κυρίως ενδοσκόπηση για την ανακάλυψη της γωνιάς εκείνης που έχει κρυφτεί το εσωτερικό μας παιδί και εμφανίζεται δυναμικά και απροειδοποίητα όταν εκείνο επιθυμήσει. Και όταν αυτή η γωνιά ανακαλυφθεί, αυτό που χρειάζεται είναι να την ξεσκονίσουμε από τη λήθη, να σκύψουμε στο ύψος του παιδιού και στοργικά να το αγκαλιάσουμε. Να “μπαινοβγαίνουμε” συχνά στον εσωτερικό μας κόσμο και πάλι πίσω στο παρόν μας και να μη δειλιάζουμε να αποδεχόμαστε τα λάθη μας αλλά και να επαινούμε τον εαυτό μας.
Μία καλή πρακτική αυτοφροντίδας και αποδοχής είναι η τήρηση ημερολογίου συναισθημάτων, τόσο αρνητικών όσο και θετικών, καθώς όλα είναι δικά μας και οφείλουμε να μάθουμε να τα αποδεχόμαστε. Η αυστηρότητα με τον εαυτό μας είναι σημαντική τροχοπέδη στην αυτοφροντίδα. Η επίτευξη των προσωπικών μας στόχων σίγουρα μας δίνει ικανοποίηση, όμως ικανοποίηση πρέπει να μας δίνει και η προσπάθεια. Ας είμαστε τόσο επιεικείς με τον εαυτό μας, όπως θα είμασταν και με κάποιον άλλον. Δεν δικαιούμαστε λιγότερα. Αδιαμφισβήτητα, η αυτοφροντίδα και η ουσιαστική επαφή με τον εσωτερικό μας κόσμο μας βοηθά στην ποιοτικότερη σχέση με τα παιδιά μας. Τα τυχόν τραυματικά γεγονότα στη ζωή μας δε θα εξαφανιστούν, όμως θα είμαστε σε εγρήγορση πότε η σκιά τους εμφανίζεται στο παρόν και επηρεάζει την συμπεριφορά μας και τον γονεϊκό μας ρόλο. Θα συγχωρέσουμε και θα αγαπήσουμε τον εαυτό μας και θα κατανοήσουμε την φράση του Jung πως “ο πιο μικρός μέσα σου είναι η πηγή της σωτηρίας σου”.
Ελένη Φλέβα
Ψυχολόγος ΚΕΔΑΣΥ Κεφαλληνίας
Σεπτέμβριος 2024