Όταν, έπειτα από διάφορες περιπέτειες ιδρύθηκε η “Επτάνησος Πολιτεία”, το 1800, το πρώτο ελεύθερο Ελληνικό κράτος υπό την τραγελαφική προστασία ρωσσοτουρκων συμμάχων, στα νησιά του Ιονίου επικρατούσε αναρχία, στην οποία πρωτοστατούσε η Κεφαλλονιά.
Αφορμή για την σύρραξη έδωσε κυρίως η παλιά και άλυτη διαφωνία σε ποιό από τα δύο μέρη, το Αργοστόλι ή το Ληξούρι, θα εγκατασταθούν οι αρχές του νησιού. Τα δύο αντίθετα στρατόπεδα ήταν οπλισμένα και έτοιμα για εμφύλιο σπαραγμό. Η κυβέρνηση της πρωτεύουσας Κερκύρας, για να λυθεί η επικίνδυνη αυτή διαφορά, έστειλε στην Κεφαλλονιά τον Κερκυραίο Ιωάννη Καποδίστρια και το Ζακυνθινό Σιγούρο Δεσύλα. Στη περίσταση αυτή ο εικοσαετής νέος, που ήταν στην Ελληνική εξουσία, έδειξε διπλωματική ικανότητα, που αργότερα διέπρεψε στην Ρωσσική υπηρεσία ως Υπουργός των Εξωτερικών.
Την ημέρα που έφθασε στην Κεφαλλονιά ο Καποδίστριας, όλο το νησί βρισκόταν στο πόδι και τα σπίτια είχαν μεταβληθεί σε φρούρια και αποθήκες πολεμοφοδίων.
Μια μερίδα από τους κατοίκους, οι φρόνιμοι, εδέχθηκαν χαρούμενοι την διαιτησία του Καποδίστρια, που η φήμη τον θεωρούσε ως ικανότατο, και τον εβεβαίωσαν ότι θα υποταχθούν οι κάτοικοι σ’ ότι αποφασίσει. Αλλά ο καιρός περνούσε και οι ελπίδες των κατοίκων δεν επραγματοποιούντο. Απεναντίας άρχισαν νέες συγκρούσεις και ο άρχοντας του τόπου και δυνατός κομματάρχης Στάθης Μεταξάς, που είχε φύγει στη Ζάκυνθο, ξαναγύρισε στην Κεφαλλονιά και κατέφυγε στο χωριό του Τρωιανάτα και οργάνωσε σώμα από χωριανούς του, με απόφαση να καταλάβει την πόλη. Ο Καποδίστριας κατάλαβε ότι, όσο μένει ο Στάθης Μεταξάς, δεν μπορούσε να έλθει ησυχία στο νησί.
Προσπάθησε λοιπόν με μαλακό τρόπο να τον πείσει να φύγει από την πατρίδα του, βεβαιώνοντάς τον ότι η κυβέρνηση δεν θα τον καταδίωκε ούτε θα δήμευε τα κτήματά του. Αλλά ο Μεταξάς αποκρίθηκε ότι θα έμενε στο νησί του για να ρίξει την σημερινή κυβέρνηση και να καταλάβει αυτός την εξουσία. Κι’ εξεστράτευσε με τους χωριανούς του μπράβους εναντίoν του Αργοστολίου.
Στο άκουσμα της απειλής του πανικός κατέλαβε το νησί. Τότε ο Καποδίστριας, με μια τολμηρή απόφαση, που έδειχνε ψυχραιμία και περιφρόνηση του κινδύνου, εδήλωσε στον συνάδελφό του Σιγούρο Δεσύλα ότι αποφάσισε να συναντηθεί με τον Μεταξά. Του κάκου ο Σιγούρος προσπάθησε να τον αποτρέψει από την επικίνδυνη αυτή απόφαση, δηλώνοντάς τον κίνδυνο του. Ο Καποδίστριας ήταν αμετάπειστος, με την πεποίθηση ότι θα έπειθε τον Μεταξά να μην επιμείνει στην πράξη του που θα του έδινε καταστροφή. Και συντροφευμένος με τον οδηγό του αλόγου του, που θα το καβαλίκευε, ο Καποδίστριας μπήκε στο χωριό όπου έμενε ο Μεταξάς. Είχε πιά νυκτώσει όταν έφτασε στο σπίτι του άρχοντα Μεταξά. Εκτύπησε την πόρτα και ζήτησε να μπορέσει να ιδεί το Μεταξά. Οι μπράβοι του, αρματωμένοι ως τα δόντια, του απάντησαν ότι “δεν ειν’ εδώ ο αφέντης”.
– ‘Ξέρω, επέμεινε ο Καποδίστριας, ότι ο Μεταξάς είναι εδώ, ότι είναι ένα αρχοντικό παλληκάρι. Θέλω λοιπόν να μιλήσω μαζί του και ήλθα μόνος, γιατί ξέρω ότι έχω να κάμω μ’ ένα αληθινό παλληκάρι, ένα τίμιο άντρα!
Στα λόγια αυτά, παρουσιάστηκε από ένα γειτονικό δωμάτιο ο Στάθης Μεταξάς, τον έμπασε μέσα και έμειναν μόνοι οι δύο μιλώντας έως το πρωί. Κανείς δεν ξέρει τι είπαν μεταξύ των. Το βέβαιο ήταν ότι με την πειστική του ευγλωττία και την διπλωματική ευστροφία του, ο Καποδίστριας κατόρθωσε να συγκινήσει το Μεταξά, ο οποίος του έδωσε τέλος το λόγο της τιμής του, ότι δεν θα έκανε τίποτε εναντίον της Επτανησιακής Πολιτείας και δεν θα δοκίμαζε να καταλάβει με την βία την εξουσία στην Κεφαλλονιά. Το μόνο που ζήτησε ήταν να μην χάσει την επιρροή του στο νησί και να πάρει πίσω την περιουσία του, που του είχε κατασχεθεί όταν κηρύχτηκε αντάρτης. Ο Καποδίστριας του έσφιξε το χέρι και τον εβεβαίωσε ότι μόλις γυρίσει στην Κέρκυρα θα κανονίσει το ζήτημα ώστε αυτός κα οι οπαδοί του θα ζήσουν σε ησυχία και ελευθερία.
Είχε πιά ξημερώσει όταν ο Μεταξάς, κρατώντας από το χέρι τον Καποδίστρια, μπήκε στο κεντρικό δωμάτιο, όπου έμεναν οι οπαδοί του, στους οποίους ο Μεταξάς τους είπε ότι ο Καποδίστριας τους υποσχέθηκε τη ζωή και την περιουσία των αν παραιτούσαν τα επαναστατικά κινήματα και ζήσουν ήσυχοι στην πατρίδα των.
– Τι λέτε και σείς, αδέλφια, τους ρώτησε ο Μεταξάς.
– Σύμφωνοι, καπετάνιο, όλοι με μια φωνή αποκρίθηκαν.
Και πέταξαν τα άρματα, γυρίζοντας όλοι στην πρωτεύουσα. Κι’ έτσι, με την εύστροφη διπλωματία και την άδολη ειλικρίνειά του, αδελφώθηκαν με δάκρυα στα μάτια και ο Καποδίστριας εκέρδισε την επικίνδυνη ανταρσία.
ΕΛΕΝΗ ΒΑΛΛΙΑΝΑΤΟΥ
Από το τόμο ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΠΟΙΗΣΗ