Πέρα από την αποφορά της τέφρας, υπάρχει και κάτι που κάνει ακόμα πιο μαύρη τη ζωή μας αυτές τις μέρες: είναι η καταρρακτώδης χυδαιότητα που έχει πλημμυρίσει τα κοινωνικά δίκτυα. Είμαι σ’ αυτά από το 2008, νιώθω όμως ότι πλέον η τοξικότητα ανθρώπων που διατυπώνουν ή αναπαράγουν χυδαίες δήθεν εξυπνάδες, με περίσσεια “τζάμπα μαγκιάς” δεν έχει προηγούμενο. Ένα ξέσπασμα λεκτικής βίας που υποβιβάζει τη συζήτηση για τα κοινά σε χουλιγκανικές αντιπαραθέσεις, δεν τιμά ούτε την πολιτική ούτε την κοινωνία, ούτε τους πολίτες.
Δεν μιλάω για τον δικαιολογημένο θυμό και την αγανάκτηση των πολιτών για όσα μας συμβαίνουν. Μπορείς να πεις τα σκληρότερα πράγματα και να ταράξεις τα νερά με μη χυδαίο τρόπο. Μιλώ για την ευκολία με την οποία εκτοξεύονται οι ύβρεις εκατέρωθεν, προφανώς για να υπηρετήσουν άλλες σκοπιμότητες και όχι για να αποτυπώσουν μια δικαιολογημένη ή αδικαιολόγητη αγανάκτηση. Γιατί πλείστες όσες φορές η χυδαιότητα “τρεντάρει” δήθεν αυθόρμητα, αλλά επί της ουσίας προωθείται συστηματικά από μηχανισμούς, κομματικούς και άλλους. Εξηγούμαι: Το σύνθημα (αυτό που παλιά σου γράφανε στο χαρτάκι) γίνεται “χάσταγκ”, και ο “στρατός” παίρνει εντολή να αναρτά ή να κοινοποιεί. Το έχουν κάνει πάρα πολλοί. Και οι κυβερνώντες δέχονται τώρα χυδαία επίθεση – αλλά και ένιοι εξ αυτών είχαν ενορχηστρώσει αντίστοιχες χυδαίες επιθέσεις κατά της προηγούμενης κυβέρνησης. Η οποία, αντιπολίτευση ούσα, ανέχεται τη χυδαιότητα κύκλων της, κόντρα στην επίσημη γραμμή της, παρότι είχε πέσει θύμα τέτοιων πρακτικών. Και, από κοντά, η ακροδεξιά, η οποία ξερογλείφεται πάντα να φτύνει μίσος και βρισιές και να ονειρεύεται κρεμάλες. Το ότι όλοι το κάνουν δεν νομιμοποιεί κανέναν. Αντίθετα, το ότι όλοι κάποτε το έχουν λουστεί, θα έπρεπε να τους έχει πείσει να το αποφεύγουν.
Δημοσιεύουμε (ή αναδημοσιεύουμε) ή επικροτούμε ασυστόλως ύβρεις στα κοινωνικά δίκτυα, και δεν σκεφτόμαστε αν αυτά θα τα λέγαμε και μπροστά στον άνθρωπο στον οποίο απευθυνόμαστε. Ενώπιοι ενωπίοις. Και όχι μόνο αυτό, το κάνουμε πλέον και ανωνύμως. Από ψεύτικους λογαριασμούς, ή λογαριασμούς που δημιουργούνται για ένα-δυο μήνες για τον συγκεκριμένο σκοπό. Χωρίς καν το θάρρος της υπογραφής μας. Και λησμονώντας ότι αυτό που γράφεται στο διαδίκτυο, δεν ξεγράφεται, ακόμα κι αν εσύ νομίζεις ότι το διέγραψες.
Δεν είναι θέμα σεμνοτυφίας και πουριτανισμού, ούτε καν αισθητισμού. Κατασκευάζουμε τον κόσμο μας με τα υλικά της γλώσσας μας. “Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου” έλεγε ο Λούντβιχ Βιτγκεστάιν. Όσο πιο βρώμικη είναι η γλώσσα μου, τόσο πιο βρώμικος είναι ο κόσμος μου. Όσο πιο μολυσμένη και τοξική είναι η γλώσσα μου, τόσο πιο μολυσμένος και τοξικός είναι ο κόσμος μου.
Ελευθερία του λόγου και αθυροστομία δεν είναι το ίδιο πράγμα. Θυμός και χυδαιότητα δεν είναι το ίδιο πράγμα. Φώναξε, διαμαρτυρήσου, βγες στους δρόμους, διεκδίκησε. Αλλά από ένα απύλωτο στόμα που εκτοξεύει ύβρεις δεν κυλάει το νερό της αλλαγής που θα ξεδιψάσει τους ανθρώπους. Από το βόθρο δεν ξεδίψασε ποτέ κανείς. Κι ο βόθρος μολύνει την κουλτούρα μας, την ίδια μας την κοινωνική συνοχή, αφού δείχνει έλλειψη αλληλοσεβασμού.
Μια κοινωνία γεμάτη ύβρεις και χυδαιότητα είναι μια κοινωνία που αρνείται τον διάλογο και απλώς πετάει πέτρες στον αντίπαλο. Μια τέτοια κοινωνία είναι σοβαρά άρρωστη. Γιατί όταν οι κώδικες επικοινωνίας σου είναι άρρωστοι (τα αιμοφόρα σου αγγεία, σαν να λέμε), το σώμα της κοινωνίας είναι αδύνατο να λειτουργήσει. Αντίθετα, ο καρκίνος της χυδαιότητας μεταδίδεται παντού, διαβρώνει, σαπίζει ό,τι έχει απομείνει.
Κατά τα άλλα, χαίρομαι αφάνταστα που γνώρισα κατά τα άλλα “καθώς πρέπει” ανθρώπους οι οποίοι στο διαδίκτυο παράγουν, επικροτούν και αναπαράγουν τη χυδαιότητα. Και λυπάμαι για τη βλακεία μου να εκτιμώ ορισμένους από αυτούς.
Αλλά καλύτερα βλαξ, παρά χυδαίος.
Όσοι λοιπόν πιστεύετε ότι η γλώσσα μας είναι ο κόσμος μας, αντισταθείτε στη χυδαιότητα.