Είχαμε γράψει και παλιότερα (Ελευθεροτυπία, 15/5/95), και δυστυχώς επαληθευτήκαμε, ότι η Ελλάδα δεν έχει μόνο πρόβλημα σεισμών, αλλά και… σεισμολόγων!. Πράγματι, το αρρωστημένο φαινόμενο της «προγνωσιολογίας» από τον καθένα, αλλά και το αδιάκοπο «κυνήγι» της πρόβλεψης των σεισμών από τους ειδικούς, έχει αποπροσανατολίσει τους πάντες (πολιτεία, φορείς και πολίτες) από την ουσία του προβλήματος. Και η ουσία δεν είναι οι προγνώσεις, οι εκτιμήσεις και γενικά οι συζητήσεις γύρω από το φαινόμενο – σεισμός, αλλά το δύσκολο και ουσιαστικό έργο του προσεισμικού και μετασεισμικού σχεδιασμού που συντελείται αθόρυβα και μακριά από τους προβολείς της δημοσιότητας για το πρόβλημα – σεισμός. Εκεί πρέπει να εστιάζεται η σχετική πολιτική.
Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, ένας καλός «μάστορας» (με την αυθεντική σημασία του όρου) αξίζει όσο μια ντουζίνα ειδικών περί τους σεισμούς, με την έννοια ότι η κοινωνική χρησιμότητά του είναι από πρακτική άποψη πολύ μεγαλύτερη από εκείνη πολλών θεωρητικών επιστημόνων. Η (εσκεμμένα) ακραία αυτή θέση δεν αναιρεί τη μεγάλη αξία των γεωλόγων και άλλων συναφών επιστημονικών κλάδων, οι οποίοι όντως έχουν να προσφέρουν πολλά όταν περιορίζονται στα δικά τους επιστημονικά πεδία. Και μάλιστα σε εκείνα που απαιτούν υπομονετική έρευνα δεκαετιών και όχι σε εκείνα που «πουλάνε» τηλεοπτικά.
Διότι εκτός των μεθόδων πρόβλεψης, που μέχρι στιγμής δεν έχουν δώσει τίποτε το πρακτικά αξιοποιήσιμο, παρά τα διετεθέντα κονδύλια, υπάρχουν και κάποιες άλλες εξαιρετικά απαραίτητες εργασίες που όμως προσφέρουν λιγότερη δημοσιότητα. Για παράδειγμα, είναι ανεπίτρεπτο να συζητάμε σήμερα για έλλειψη μικροζωνικών μελετών και άλλων γεωλογικών ερευνών στις κατοικημένες περιοχές της χώρας μας, όταν μας «επισκέπτονται» τακτικά τα πέντε, έξι και επτά ρίχτερ. Θα έπρεπε λοιπόν φορείς, ινστιτούτα, πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, κρατικά ή μη, να διαθέτουν ήδη πλήρη χαρτογραφική τεκμηρίωση, με έρευνες αναφοράς και ειδικούς άτλαντες για κάθε γωνιά της χώρας. Αυτά όμως απαιτούν πολύχρονη συστηματική εργασία, κάτι που δεν εντάσσεται στο σύγχρονο παιχνίδι των δημοσίων σχέσεων. Αντ’ αυτού, όλες σχεδόν οι επιστημονικές ομάδες ασχολούνται πρωτίστως, αν όχι αποκλειστικά, με το συναρπαστικό πρόβλημα της πρόγνωσης των σεισμών!..
Τους σεισμούς όμως δεν μπορούμε να τους προβλέψουμε ούτε, πολύ περισσότερο, να τους αποτρέψουμε. Αλλά κι αν ακόμα κάποια στιγμή μπορέσουμε να τους προβλέψουμε, δεν θα έχει κανένα νόημα αυτή η πρόβλεψη (και μάλλον σε ορισμένες περιπτώσεις θα είναι πιο επικίνδυνη από τον ίδιο τον σεισμό) αν δεν συνοδεύεται από μέτρα αποτροπής των συνεπειών τους, που είναι και το κυρίως ζητούμενο. Για παράδειγμα, και η πλέον ακριβής πρόβλεψη για το «πού», το «πότε» και το «πώς» ενός σεισμού δεν έχει καμία χρησιμότητα αν γίνει λίγα λεπτά πριν από το σεισμικό γεγονός. Σημασία, επομένως, έχει όχι μόνο ο χρόνος του σεισμού, αλλά και η χρονική στιγμή που γίνεται η πρόβλεψη. Αν, δηλαδή, σε μια μεγάλη αστική περιοχή, όπως το πολεοδομικό συγκρότημα Αθηνών, προβλεπόταν σεισμός, όχι μόνον μερικά λεπτά αλλά ακόμα και μερικές ώρες πριν, τότε είναι βέβαιο ότι ο πανικός θα επέφερε περισσότερες καταστροφές από τον ίδιο τον σεισμό.
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι ποιός συντηρεί τελικά όλο αυτό το κλίμα της ακατάσχετης προγνωσιολογίας. Θα ήταν, βέβαια, αφελές να προσπαθήσει κανείς να το αποδώσει στην ανθρώπινη και συγγνωστή άλλωστε ματαιοδοξία κάποιων επιστημόνων που αποβλέπουν σε επιστημονική ή κοινωνική προβολή. Διότι απλά αυτό δεν είναι αρκετό. Χρειάζεται παράλληλα και ο κατάλληλος δέκτης (πολιτιστικό και κοινωνικό υπόστρωμα) που αποτελεί την αναγκαία αλλά και ικανή συνθήκη.
Δυστυχώς, η νεοελληνική ιδιοσυγκρασία είναι επιρρεπής σε κάθε τι το θεαματικό, το μαγικό, το προφητικό και άρα σε κάθε πρόσωπο που εκφέρει δημόσιο λόγο με τα παραπάνω στοιχεία. Ως λαός, έχουμε από παλιά αναπτύξει άριστες σχέσεις με τη φαντασία και τον μύθο (που φυσικά σε άλλες περιπτώσεις αποτελεί προτέρημα). Μας θέλγουν οι γοητευτικές αφηγήσεις και όχι οι τεκμηριωμένες περιγραφές. Είμαστε μια κοινωνία των υπερβολών, των εντυπώσεων και των εντυπωσιασμών. Μια κοινωνία που θέλει να επαληθεύονται οι προφήτες της ακόμα και όταν προλέγουν το κακό και την καταστροφή. Μια κοινωνία με τάσεις σαδομαζοχιστικές που κυνηγά τον τζόγο και το ρίσκο. Γιατί οι σεισμο-προγνώσεις τύπου «καφενείου» δίνουν στο βάθος την ίδια ικανοποίηση και συγκίνηση με εκείνη του Προ-Πο ή του Χρηματιστηρίου.
Συμπερασματικά, στο ερώτημα ποιός συντηρεί την «προγνωσιολογία», η απάντηση δίνεται απλά: Υπεύθυνη είναι κυρίως η νοοτροπία και η κουλτούρα μας και δευτερευόντως ή τριτευόντως οι επιστήμονες, τα ΜΜΕ ή οι πολιτικοί ιθύνοντες. Ο καταναλωτής δεν έχει πάντα δίκιο… Το κοινωνικό και πολιτιστικό μας DNA περιέχει ορισμένα γονίδια που δεν μας βοηθούν σε τέτοιες «οριακές» καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Εδώ χρειάζεται νηφαλιότητα, μεθοδικότητα και οργανωτικότητα που στην Ελλάδα είναι «είδη εν ανεπαρκεία».
Στις Βρυξέλλες, ανάμεσα στ’ άλλα ενθύμια για την Ευρωπαϊκή Ένωση, πωλείται μια καρτ-ποστάλ που απεικονίζει γελοιογραφικά τον εθνικό τύπο κάθε χώρας (ο Γάλλος – πότης, ο Ισπανός – Δον Ζουάν κ.ο.κ.) Εκεί, λοιπόν, ο Έλληνας παρουσιάζεται σαν άνθρωπος ανοργάνωτος και τσαπατσούλης. Όση κακία κι αν αποδώσουμε στους «κουτόφραγκους», υπάρχει μεγάλη δόση αλήθειας σ’ αυτή την απεικόνιση: Η ανοργανωσιά αποτελεί ένα μεγάλο, το μεγαλύτερο ίσως, «κουσούρι» του νεοέλληνα (πλάι στον ατομισμό, την υπερβολή, την ευκολοπιστία και διάφορα άλλα). Η οργανωτικότητα, όμως, όπως και τα υπόλοιπα γνωρίσματα, είναι πρωτίστως θέμα κουλτούρας που διαμορφώνονται στη διάρκεια γενεών και δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη.
Κατά συνέπεια, και με δεδομένα τα παραπάνω, είναι προφανές ότι η προσπάθεια πρέπει να στραφεί κυρίως στην οργανωμένη αντιμετώπιση των σεισμών σε επίπεδο τεχνικό, κοινωνικό, πολιτικό. Είναι ευκαιρία (όπως στις αρχές του ’80) να γίνουν νέα θεσμικά και οργανωτικά άλματα (που ήδη δρομολόγησε η πολιτεία) ανάλογα με εκείνο της ίδρυσης του ΟΑΣΠ την περασμένη δεκαετία. Η πρώτη προτεραιότητα είναι η έρευνα στην αντισεισμική τεχνολογία με στόχο περισσότερο ανθεκτικά κτιριακά κελύφη και κατασκευές. Παράλληλα, είναι ανάγκη να προχωρήσουμε σ’ ένα «αλεξισείσμιο» τρόπο σχεδιασμού και οργάνωσης της ζωής μας, κυρίως στις αστικές περιοχές, μέσα από συνεχή ενημέρωση και εκπαίδευση όλων των ομάδων πληθυσμού στο πλαίσιο επιχειρησιακών σχεδίων έκτακτης ανάγκης. Συνέπεια και συνέχεια στη δράση μας είναι τα κυρίως ζητούμενα που δυστυχώς «πνίγονται» από κραυγές υστερίας μέσα στην κοινωνία του «θορύβου» και του «θεάματος».
Οι σεισμοί, όπως και οι άλλοι φυσικοί ή τεχνολογικοί κίνδυνοι, αποτελούν μοναδική αφορμή όχι μόνο για να αποκαλυφθούν οι οργανωτικές αδυναμίες μιας κοινωνίας αλλά και για να δρομολογηθούν νέες ελπιδοφόρες εξελίξεις για τη δημιουργία πιο αποτελεσματικών κοινωνικών δομών.
Ηλίας Μπεριάτος
Αθήνα, Οκτώβριος 1999