ΕΓΚΑΡΣΙΑ.
(Κώστας Ευαγγελάτος, “Εγκάρσια Πτήση”, Ποίηση, εκ. Απόπειρα)
Θα ήταν αρκετά δύσκολο να μιλήσει κάποιος για την ποίηση του Κώστα Ευαγγελάτου, παραβλέποντας το εικαστικό του έργο, την αφοσίωσή του στις εικαστικές τέχνες και τον εκφρασμένο ποιητικά λόγο του.
Ο ποιητής και ζωγράφος προετοιμάζει τον αναγνώστη από τις δυο πρώτες σελίδες με τα μαυρόασπρα σχέδια του, αριστερά μια πλεξούδα και αντικριστά ένα φύλλο με ένα ανοιχτό λουλούδι και τον δεύτερο τίτλο “23 γκράφιτι ψυχών”.
Πολλές φορές τυχαίνει, όταν πρόκειται για ποίηση, να ανοίγω τη συλλογή σε οποιαδήποτε σελίδα, και να διαβάζω σαν μια πρώτη γεύση το ποίημα που εμφανίζεται μπροστά μου.
Αυτή τη φορά, δεν συνέβη αυτό. Ξεκίνησα από το πρώτο ποίημα και συνέβη κάτι άλλο. Τρόμαξα. ΄Η μάλλον με τρόμαξαν οι στίχοι:
Στην άδεια πόλη / η λήθη προελαύνει.
Τι προβλέπει ο ποιητής;
Κλεισμένος στο δωμάτιο/ κοιμάσαι με τ’ αγάλματα.
Μα, τι; Έχουν τ’ αγάλματα ζωή, ψυχή, σου μιλάνε, σου κρατάνε συντροφιά και όσο λείπεις σε περιμένουν να γυρίσεις; Ή μήπως είσαι εσύ που τους δίνεις όλες αυτές τις ιδιότητες και κυρίως ζωντανεύεις, τους ανθρωποποιείς; Και ποιος είσαι εσύ;
Ο ποιητής, ο ζωγράφος; Ο άνθρωπος της πόλης, μιας χώρας, του εικοστού πρώτου αιώνα, ο άνθρωπος που διαισθάνεται το μέλλον, κοντινό ή απώτερο; Ο απομονωμένος άνθρωπος που βρίσκει καταφύγιο,
Κλεισμένος στο δωμάτιο;
Προς το παρόν συνεχίζει να με τρομάζει:
Φέτος δεν ήρθαν τα πουλιά.
Πώς είναι δυνατόν; Τι έφταιξε, τι φταίει; Οι καιρικές συνθήκες, μήπως άλλαξε το φυσικό περιβάλλον, αποψιλώθηκε το τοπίο, ξεράθηκε η χλόη, δεν φύτρωσαν οι σπόροι, δεν έβγαλαν τα κλαριά στα δέντρα φύλλα, δεν βρίσκουν υλικά τα πουλιά να χτίσουν τις φωλιές τους; Ή μήπως οι κοινωνικές συνθήκες ξεπέρασαν την ομορφιά του τοπίου, το τιτίβισμα των πουλιών, τα χρώματα των δέντρων, τις αντανακλάσεις του ήλιου στη γαλάζια μας θάλασσα;
Έχει άραγε ο ποιητής το δικαίωμα να με τρομάζει ή να με παρηγορεί.
Αφού θρηνώ εγώ / γιατί να κλαις κι Εσύ που ‘χεις πεθάνει.
Τι βρίσκεται μέσα σε αυτά τα λόγια. Η αδιάκοπη συνέχεια του θρήνου της ζωής και του θανάτου; Ξαναζωντανεύει τον πεθαμένο σαν συμμέτοχο του θρήνου του ζωντανού; Δηλαδή, ο άνθρωπος δεν ησυχάζει, ούτε πεθαμένος; Αφού η ζωή συνεχίζεται στην επόμενη γενιά.
Τα “Επιγράμματα” και οι “Διαπιστώσεις” του επιβεβαιώνουν τον αναγνώστη ότι ο Κώστας Ευαγγελάτος δεν εκφράζεται μόνο ποιητικά με λέξεις που είναι στη άκρη της γλώσσας, αλλά με μια πλουσιότερη ελληνική γλώσσα, αφού οι λέξεις του είναι ακριβές, σχεδόν, αχρησιμοποίητες στο καθημερινό μας λεξιλόγιο.
Ο φόβος του για τη γλώσσα είναι μεταδοτικός, εφιστά την προσοχή μας, ζωντανεύοντας με το δικό του τρόπο το Αιγαίο, του οποίου τα:
Σύμβολα φύκια
Γράφουν ιστορίες.
Αν δίνει τέτοιες διαστάσεις στα φύκια, τότε ποιες είναι του έλλογου όντος, του ανθρώπου;
Όμως μέσα από τα βάθη της ελληνικής θάλασσας προβάλλει αισιόδοξα η κορυφή ενός όρους 1628 μέτρων ύψος, που φιλοξενεί ένα δρυμό έκτασης 30.000 μέτρων.
Στην κορυφή του Αίνου
Ανατέλλουν αετοί
Ίριδες αναγέννησης.
Στο σχέδιό του ένα μικρό κλαράκι αρχίζει να βγάζει φυλλαράκια.
Κρατάω για λίγο ανοιχτή τη σελίδα, πριν διαβάσω τα “Επίθετα”, ένα συμπυκνωμένο ποίημα, που με αποστομώνει.
-Δεν θέλω κάτι να σας πω.
-Ούτε ν΄ ακούσω.
Μυστήριο βάπτισης τελώ
Με ονόματα επίθετα της μνήμης.
Παίρνω μια βαθιά αναπνοή, και χωρίς η φωνή μου να τον φτάνει για να με ακούσει, του λέω ευχαριστώ, και μακάρι να είχα τη δύναμη και το κύρος να τον διαβεβαιώσω ότι οι λέξεις δεν θα χαθούν.
Κλείνω το βιβλίο με τη σκέψη της ανακύκλωσης της ζωής, της εμπειρίας, και της προσωπικής έκφρασης στις διάφορες μορφές των Τεχνών.
Ιωάννα Καρατζαφέρη, Συγγραφέας